ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
Βασίλης Γεροδήμος, Χωρίς τίτλο, ξύλο και φελιζόλ, 60 x 165 x 120 εκ. |
ΧΡΗΣΤΟΣ
ΧΑΡΤΟΜΑΤΣΙΔΗΣ, Μπαρ «Οι νεράιδες», διηγήματα,
εκδόσεις Μανδραγόρας, σελ. 96
Ο Χρήστος Χαρτοματσίδης (γ.1954) με το Μπαρ «Οι νεράιδες» επέστρεψε στη σύντομη
αφηγηματική φόρμα, στο διήγημα, απ’ όπου ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90,
μαζί με το θέατρο βέβαια που ήταν και είναι ίσως η μεγάλη του αγάπη. Ως
πεζογράφος εμφανίστηκε με τα αφηγήματα Το
παλιό κτίριο (1991), ενώ προτού ξαναγράψει μικρής έκτασης ιστορίες (Φωτο-veritas, 2003), τα δυο
ενδιάμεσα βιβλία του, Κιθαρίστας σε
ταβέρνα (1996) και Οι περιπέτειες του
Μπρέγκα (2001), μπορεί να χαρακτηρίστηκαν από εκείνον μυθιστορήματα, νομίζω
όμως ότι η δομή τους ήταν τέτοια που περισσότερο με συναρμογές ομόκεντρων
ιστοριών φαίνονται. Ιστορίες, πιο χαρακτηριστικά στις Περιπέτειες του Μπρέγκα, που έρχονται και δένουν μεταξύ τους σ’ ένα
σύνολο ή σύνθεμα διότι αποτελούν αναπαραστάσεις της δράσης του ίδιου προσώπου
μέσα σε παρόμοιες συνθήκες του χρόνου και του χώρου. Ο «ήρωας» Μπρέγκα,
φαφλατάς και οιηματίας, είναι γέννημα της καθεστηκυίας επιβεβλημένης αντίληψης
για τη σημασία του δημόσιου ανδρός, ιδιαίτερα συνηθισμένης στις βαλκανικές
κοινωνίες από τον 18ο αιώνα, αλλά και αντικείμενο υπόγειας
διακωμώδησης, αργότερα, μετά το 1944, στις λαϊκές αφηγήσεις και στα ανέκδοτα
επί «σοσιαλιστικών» καθεστώτων.
Ανάλογα μπορούμε να πούμε και για το Μπαρ «Οι νεράιδες», αντίστροφα όμως. Αντί από το ένα να πηγαίνουμε
προς το ομόκεντρο και πολλαπλά υποδιαιρεμένο, πηγαίνουμε από τις επιμέρους
ιστορίες στον ένα αφηγηματικό ορίζοντα. Σημαντικό μέρος των διηγημάτων, έτσι
όπως φιλοξενούν τα ίδια ακριβώς πρόσωπα και αναπτύσσονται γύρω από παρεμφερείς
καταστάσεις, δείχνουν να είναι παραπλήσιες εκδοχές της ίδιας παραμυθοϊστορίας ή
του ίδιου φαρσικού γεγονότος. Επιπλέον όμως έχουν και άλλες ομοιότητες, αφ’ ενός
διότι όλες οι ιστορίες του Χαρτοματσίδη συγκλίνουν προς το ίδιο θέμα, την
παρέμβαση του υπερβατικού στον κόσμο, και, αφ’ ετέρου, συγκλίνουν λόγω της
χρήσης της ίδιας τεχνικής: σε όλες είναι ρευστά τα όρια μεταξύ του εξπρεσιονιστικά
αλλόκοτου και του ρεαλιστικά αληθοφανούς.
Ένα άλλο κοινό στοιχείο στα διηγήματα Μπαρ «Οι νεράϊδες», πέρα από το
ομοθεματικό και το ομότροπό τους, είναι ότι έχουν συνήθως μια δραματουργική
ανάπτυξη. Αναπτύσσονται σαν μονόπρακτα, με διαλόγους πλάγιους ή άμεσους,
εικόνες μικρές και πυκνές που έχουν καταιγιστικό, λαχανιαστό ρυθμό στη διαδοχή
τους, μαρτυρώντας έτσι ένα καθόλα θεατρικό στήσιμο, προφανώς επιβεβλημένο από
τον συγγραφέα. Λαμβανομένου υπ’ όψη ότι παντού χρησιμοποιείται ως εργαλείο η
διακωμώδηση, παντού το σκωπτικό ύφος φιλοδοξεί να ανατρέψει, τόσο στα διαλογικά
όσο και στα αφηγηματικά μέρη, μπορούμε να αντιληφθούμε ίσως το γιατί ο
αναγνώστης των ιστοριών ετούτων (αλλά και των μυθιστορημάτων ή των θεατρικών
έργων του ιδιότυπου αυτού συγγραφέα) αισθάνεται διαρκώς μια διασάλευση, μια
ανοικείωση, μια αβεβαιότητα αφού το έδαφος που ανοίγεται μπροστά του κάθε άλλο
παρά σταθερό είναι. Μια κοινωνία εντόμων (με ανθρώπινη νόηση και οργάνωση) που
καταδιώκονται από έναν ανοικτήρμονα, δολοφονικό Θεό, παιδιά που ξαφνικά
αποκτούν διορατικές ικανότητες, άλλα που ζουν στιγμιαία τις επιθυμίες τους ως πραγματοποιημένες,
ξωτικά, νεράιδες και δαιμόνια που μπερδεύονται τελείως φυσικά στις ζωές των
αγροτών και τους διεκδικούν. Αλλά όλα αυτά με τη μορφή ενός «ανευλαβούς»
παιχνιδιού συνεχών ανατροπών, ενός παιχνιδιού που θέλει να δείξει πόσο το
ανοίκειο, η φάρσα, είναι το ίδιο ενδεχόμενο να μπει στην καθημερινότητά μας, όσο
και το οικείο ή το συμβατικό!
Πόσο ευεργετική είναι η υπονόμευση, μέσω του γέλιου και
του σκώμματος, πράγματα που δεν χρειάζεται να πάμε στον Αριστοφάνη για να τα
επιβεβαιώσουμε, καθώς και η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία και ποίηση έχει τέτοια
δείγματα γραφής. Λ.χ., με την παιγνιώδη ανατροπή σε έργα όπως η Αυθάδεια λαγνεύουσα (2016) του Κώστα
Βούλγαρη δεν σατιρίζονται απλώς τα ερωτικά ήθη άλλων εποχών, ενεργείται μια
ανίερη, αναδρομική ανάγνωση της ιστορίας, όπως και της λογικής που την
κανοναρχούσε. Ωστόσο, η σάρωση των στερεοτυπιών οι οποίες περιορίζουν το
κριτικό βλέμμα και το νου, όταν ανατρέχουμε σε μορφές άλλων εποχών, αν και
είναι εμφανέστατη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο λογοτεχνικό πεδίο περισσότερο
υποβάλλεται, καθώς η έντεχνη διακωμώδηση ενώ από τη μια μεριά ξεγελά και
αποσταθεροποιεί τον αναγνώστη, από την άλλη τον κάνει να οργανώνει διαφορετικά
τη συνείδησή του.
Η σάτιρα που αποτελεί δομικό συστατικό όλων ανεξαιρέτως
των έργων του Χαρτοματσίδη, ασφαλώς και δεν είναι ενσωματωμένη σ’ αυτά χάριν
γούστου. Έχει ένα νόημα βαθύτερο. Είναι μια καταστασιακή αρχή για τη ζωή τους,
με σκοπό να πλήξει εμμέσως ή αμέσως ήθη, νοοτροπίες, θεσμούς, συνήθειες,
λογικές, και να ανοίξει καλύτερα στον αναγνώστη το πεδίο της φαντασίας, όπου
όλα μπορούν να συμβούν εξίσου. Και με άλλες ευκαιρίες έχω γράψει για τα πεζά
του, εγκατεστημένου στην Κομοτηνή, Χαρτοματσίδη ότι το γκροτέσκο, το διογκωμένο
πέραν του συμβατικού στοιχείο των ιστοριών του, όπως και το μπουφόνικο, το
διακωμωδητικό, θέλει να επιστήσει την προσοχή του αναγνώστη μέσω της υπερβολής.
Άλλωστε, μια από τις ηθικές λειτουργίες που συνοδεύουν πάντοτε την υπερβολή
είναι και η διδαχή, ιδίως στις αλληγορίες, στους μύθους, στα παραμύθια, στα
διδακτικά έπη κ.ο.κ. Αυτό έκανε από γεννησιμιού και στη διαδρομή της η σάτιρα,
ο Αριστοφάνης, ο Μένιππος, ο Λουκιανός, ο βυζαντινός Πτωχοπρόδρομος, ως τα
λαϊκά δρώμενα του Μεσαιώνα, τον αναγεννησιακό Ραμπελαί, τον Θερβάντες και τον
Σμόλλετ, και ως τη λογοτεχνία της ανατολικής ιδίως Ευρώπης, τον Γιάροσλαβ
Χάσεκ, τους Ρώσους αλληγορικούς, όπως τον Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, και ως τον
συγκαιρινό μας Μίλαν Κούντερα. Ο Χαρτοματσίδης θήτευσε στα νεανικά του χρόνια
στη βαλκανική και στη ρωσική λογοτεχνία της διακωμώδησης, στη λαϊκή,
απομυθοποιητική σάτιρα, κάτι που το διακρίνουμε όχι μόνο στα σύντομα πεζά του
μα και στα πιο εκτενή, όπως στο μυθιστόρημα Μια
εταίρα θυμάται (2009), ένα ευφυές-τουλάχιστον στις προθέσεις του-
αναποδογύρισμα μύθων της ομηρικής αρχαιότητας.
Τα διηγήματα του Μπαρ
«Οι νεράιδες», ψηφίδες μιας σύνθεσης ομοειδών ιστοριών, δεν είναι το ίδιο
ολοκληρωμένα. Ένα-δυό, όπως το «Πολύφημος και Γαλάτεια» και το «Άντε γειά,
Ανουνάκι», θα μπορούσαν να λείπουν, καθώς μου φαίνονται ιδιαζόντως μονοδιάστατα
και φτωχά σε βάθος, αλλά τα υπόλοιπα, όπως ήδη σημείωσα, μπορούν να φτιάξουν
έναν ομόλογο αφηγηματικό κύκλο. Περιορίζονται στον εν ευρεία εννοία μακεδονικό
χώρο, με συγκεκριμένες αναφορές σε πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, αν και το
γεωγραφικό στίγμα με κανένα τρόπο δεν επιδιώκει να δημιουργήσει στον αναγνώστη
την αυτόχθονα αίσθηση. Οι ομοιότητες βρίσκονται αλλού. Από το πρώτο και
εκτενέστερο, το «Smash» που διαβάζεται
ως κοσμολογική αλληγορία του ασύμπτωτου ανάμεσα στο υψηλό, το θεϊκό ή δαιμονικό,
και το ανθρώπινο, ίσαμε το τελευταίο, το Μπαρ
«Οι νεράιδες», ο Χαρτοματσίδης
διακωμωδεί την ανθρώπινη αφέλεια, την ευπιστία, αλλά και την ανάγκη των απλών
ανθρώπων να έχουν με το μέρος τους το υπερβατικό, το ακατανόητο, το διάμεσο της
μαγείας και της μαντείας, για να πιστέψουν ότι κάποια στιγμή, παρ’ ότι
εξαπατημένοι, παρ’ ότι εξαντλημένοι από τις μάταιες προσπάθειες, πως είναι κοντά
στο μυστήριο του κόσμου.
Αν προσέξουμε τα πρόσωπα που διακρίνονται στις ιστορίες
αυτές δεν είναι συνηθισμένα. Είναι παιδιά από τον γυφτομαχαλά της Κομοτηνής,
ένας αλλόκοτος και απροσδόκητος ταξιδιώτης που έρχεται από το πουθενά κι
επαναλαμβάνει το ευαγγελικό θαύμα της Κανά, ένας τρελός που γίνεται διάμεσο
επικοινωνίας με τους νεκρούς ενός χωριού, το παιδί μιας καθαρίστριας που
ξαφνικά προβλέπει και προαισθάνεται, ένας γέρος νεραϊδοπαρμένος ως το θάνατό του,
δυο λαϊκά κορίτσια, οι «χορεύτριες» ενός επαρχιακού καμπαρέ, η Λιούμπα και η
Βέροτσκα, μ’ έναν απολύτως πειστικό τρόπο εξακτινώνονται στα τέσσερα σημεία της
Ελλάδας, περνώντας από πανάρχαιες μυστικές διόδους. Όλες οι ιστορίες στο βιβλίο
αυτό, ιδίως οι πιο ολοκληρωμένες, εκτός από την ενίοτε διαβολεμένη σάτιρά τους
είναι και παιχνίδια της λογικής με το αδιανόητο. Το υπερφυσικό εξαλλάσσεται σε
μέρος της αφηγηματικής πραγματικότητας, έτσι ώστε τα πρόσωπα να συνυπάρχουν
απρόσκοπτα μαζί του, να γίνεται κομμάτι της λογικής τους, όπως ακριβώς
συμβαίνει στα παραμύθια, στις προφορικές λαϊκές διηγήσεις, όπου το ανοίκειο
γίνεται οικείο. Αλλά από την άλλη μεριά, στα πεζά του Χαρτοματσίδη αυτή η
οικείωση δεν είναι απόλυτη. Αφ’ ενός, διότι, όπως είπαμε, παρεμβαίνει υπονομευτικά
η σάτιρα την οποία χρησιμοποιεί σταθερά ως εργαλείο αποδόμησης, αφ’ ετέρου,
διότι μαζί με τον παραμυθά και τερατολόγο αφηγητή εμφανίζεται στις ιστορίες του
ένας ακόμα αφηγητής που στέκεται εξ αποστάσεως και σχολιάζει. Ένας αφηγητής που
κλείνει διαρκώς το μάτι στον αναγνώστη, ιδίως όταν του εκμυστηρεύεται ότι δεν
πρέπει να έχει και μεγάλη εμπιστοσύνη σε ό,τι διαβάζει, ότι εκείνος, ο
αναγνώστης, θα πρέπει τελικά ν’ αποφασίσει αν όλο ετούτη η δέσμη των
ψευδαισθήσεων αποτελεί μια εκδοχή της δυνατόν να υπάρξει αλήθειας ή απλώς είναι
ο θρίαμβος της συγγραφικής φαντασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου