Μια ιστορική-πολιτική προσέγγιση
ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
ΑΛΚΗΣ ΡΗΓΟΣ, Ελληνικό πανεπιστήμιο και φοιτητικό κίνημα, τ. Α΄, (1837-1909) και τ. Β΄, (1909-1941), Επίμετρο μέχρι σήμερα,
εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2010 και 2016
Υπάρχουν
κάμποσοι τρόποι δημόσιας προφορικής παρουσίασης ενός επιστημονικού βιβλίου. Θα
μπορούσα να εκμεταλλευτώ π.χ. την έννοια του επιστημονικού πεδίου, όπως
αναλύθηκε από τον Π. Μπουρντιέ, ή την έννοια της δομής της θεωρητικής
συγκυρίας, όπως προτάθηκε από τον Λ. Αλτουσέρ. Επέλεξα για τη σημερινή
παρουσίαση ένα διαφορετικό και πιο πρόσφορο τρόπο: Να υιοθετήσω και να εφαρμόσω
τις δυο σχετικές προτροπές ενός γνωστού βρετανού ιστορικού, του Έντουαρτ Χ.
Καρ. Με την πρώτη ο Καρ προτείνει να μελετήσουμε την κοινωνία και το περιβάλλον
του ιστορικού. Δύσκολα θα διαφωνούσε μ’ αυτήν κάποιος. Η δεύτερη είναι πιο
ενδιαφέρουσα. Γράφει ο ίδιος: «Πριν αρχίσετε να μελετάτε τα γεγονότα, μελετήστε
τον ιστορικό. Όταν διαβάζετε ένα ιστορικό έργο, έχετε πάντοτε το νου σας να ακούσετε
το βόμβο από το μυαλό του ιστορικού· αν δεν ακούτε τίποτε, ή εσείς είστε κουφός
στις αποχρώσεις των τόνων ή ο συγγραφέας είναι μονότονος».
Με
όσα ακολουθούν θα σας παρουσιάσω σύντομα το δίτομο έργο του Άλκη Ρήγου, με βάση
τη δεύτερη προτροπή του Καρ.
Γνώρισα
τον Άλκη πριν από σαράντα χρόνια στην πρώτη, αθόρυβη πανελλαδική συνδιάσκεψη
των κομματικών μελών του ΚΚΕ Εσωτερικού στους Συλλόγους Βοηθών-Επιμελητών –το Επιστημονικό
Διδακτικό Προσωπικό, λέγαμε τότε– στα ΑΕΙ, που συνήλθε σε εξοχικό σπίτι συντρόφου
στην Επανωμή Χαλκιδικής.
Δε
θα μιλήσω γι’ αυτήν ούτε φυσικά για όσα άλλαξαν αμετάκλητα τα επόμενα χρόνια
διεθνώς και στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, ιδιαίτερα για το κομμουνιστικό
και ευρύτερα για το αριστερό κίνημα. Χωρίς να απορρίπτω ασφαλώς τον ευρετικό
χαρακτήρα μιας «νέας αριστερής μελαγχολίας», θα περιοριστώ να θυμίσω μόνο τη
διεισδυτική απόφανση του Μπρεχτ στις Ιστορίες
του κ. Κόυνερ, πως «η στάση κρατάει [στις συνθήκες που άλλαξαν] περισσότερο
από τον τρόπο δράσης. Γιατί αντιστέκεται στις αναγκαιότητες». Από μια τέτοια
στάση μπορώ να ακούω καθαρά τον πολιτικό και ιδεολογικό βόμβο στο περιεχόμενο,
τη στοχοθεσία και στον τρόπο γραφής του έργου του Ρήγου. Πρόκειται για πολιτική
ιστορία, κυρίως του λεγόμενου φοιτητικού κινήματος (και του Πανεπιστημίου) από
το 1837 έως το 1941, γραμμένη από πολιτικό επιστήμονα, τοποθετημένο πολιτικά
και θεωρητικά σε μια δύσκολη και αντιφατική πορεία από το ΚΚΕ Εσωτερικού έως το
ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός για μένα είναι ο βόμβος του συγγραφέα στο παρόν έργο του. Ας τον
ακούσουμε τώρα πιο προσεκτικά.
Ποια
είναι η θεωρητική του αφετηρία; Ο συγγραφέας υιοθετεί και εκμεταλλεύεται
ερευνητικά την έννοια της «κοινωνικής κατηγορίας» τόσο για τους διδάσκοντες όσο
και για τους διδασκόμενους στα ΑΕΙ, όπως αυτή υιοθετείται και αναλύεται στο
έργο του Ν. Πουλαντζά. Όπως γράφει ο Ρήγος, αυτές οι δυο διακριτές κατηγορίες
προσωπικού των ΑΕΙ «συγκροτούνται με βάση την υπερπροσδιοριστική τους σχέση με
την ιδεολογική-πολιτική σφαίρα και από τις πολλαπλές ανταγωνιστικές ή συναγωνιστικές
μεταξύ τους σχέσεις, αξίες, στάσεις ζωής ή πλέγματα δύναμης και εξουσίας, που
παράγουν έναν ιδιαίτερο λόγο» (τ. Β΄, σ. 17).
Ποιο
είναι το αντικείμενο, δηλαδή οι συγκεκριμένες σχέσεις ή, αλλιώς, το πρόβλημα,
το οποίο διερευνά στο έργο του ο Ρήγος; Όπως γράφει ο ίδιος, «να ψαύσει τις
σταθερές που συνέχουν τον πανεπιστημιακό θεσμό, τις συνέχειες και ασυνέχειες
της παρουσίας του και κυρίως τον αυξημένο ιδεολογικό, πολιτικό, πολιτισμικό
ρόλο και λόγο που παράγει, πολλές φορές και με καταλυτικές συνέπειες στο
νεοελληνικό κοινωνικό σχηματισμό» (τ. Α΄, σ.15 και Β΄, σ.15).
Ο
πολιτικός επιστήμονας δεν αποκρύπτει εδώ τον πολιτικό στόχο της ιστορικής του
ανάλυσης: Να καταδείξει την ανάγκη για την υπεράσπιση του Πανεπιστημίου ως
δημόσιου κοινωνικού αγαθού και την πλήρη αποκατάστασή του από την κυβέρνηση του
ΣΥΡΙΖΑ στη σημερινή συγκυρία. Πρόκληση ευθεία και άμεση προς τους συντρόφους
του στο υπουργείο Παιδείας.
Αυτός
ο ρητός στόχος εξηγεί τόσο την υιοθέτηση μιας εξαντλητικής περιγραφικής
ανάλυσης όσο κυρίως το είδος της γραφής, που διαφέρει, όπως σημειώνει και πάλι
ο ίδιος, από την «αυστηρή γραφή ενός επιστημονικού κειμένου με τις παραπομπές
του, τις σημειώσεις του, τους συνήθεις ακαδημαϊσμούς των επιστημονικών
συντεχνιών» (τ. Β΄, σ.13). Το έργο λοιπόν συντάχθηκε από την αρχή με μια, θα
την ονόμαζα, κινηματογραφικού τύπου γραφή και με μια γλώσσα σαφέστατα πολιτική,
για να διαβαστεί και να μελετηθεί από «ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό» (τ. Β΄,
σ.14). Όπως δηλαδή δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην περιοδική έκδοση Παιδεία και Κοινωνία της Κυριακάτικης Αυγής-- στη συντακτικής της
ομάδα ανήκει και ο συγγραφέας.
Ο
συγγραφέας δε χαϊδεύει το αναγνωστικό κοινό του με μια «λογοτεχνίζουσα και
λαϊκίζουσα γραφή», μια και οι δύο τόμοι προϋποθέτουν μακροχρόνια έρευνα
–ιδιαίτερα ο Β΄ για το Μεσοπόλεμο– και παρουσίαση έγκυρων ιστορικών γνώσεων, με
τις οποίες επιδιώκει επιπλέον να αποδώσει «το χρώμα της εκάστοτε εποχής και τις
λεπτές αποχρώσεις του ιστορικού γίγνεσθαι» (τ. Β΄, σ.14). Γι’ αυτό και είναι
τελικά υποχρεωμένος να παραθέσει μέσα στο κείμενο της αφήγησής του αποσπάσματα
από εφημερίδες-περιοδικά και μελέτες «αρχειακού υλικού» και να συντάξει μια
αναλυτική αρθρογραφία-βιβλιογραφία, την οποία συμπεριλαμβάνει στο τέλος κάθε
τόμου.
Ασφαλώς
πολλοί ιστορικοί δε συμμερίζονται αυτές τις επιλογές της γραφής του Ρήγου και
είναι βέβαιο πως οι πεπεισμένοι θετικιστές θα φρίξουν στην ιδέα της απουσίας
υποσελίδιων σημειώσεων στους δύο τόμους του. Δεν πρόκειται, ωστόσο, εδώ να
ξαναπιάσω το νήμα της παλιάς «διαμάχης σχετικά με τις υποσημειώσεις», ακολουθώντας
την επιχειρηματολογία του Μαρκ Μπλοχ. Επιλέγω, αντίθετα, να τονίσω τα επόμενα
πέντε σημεία, τα οποία αποτυπώνουν με τον τρόπο τους τη συμβολή του συγγραφέα
στην κατανόηση όψεων της ιστορίας του ελληνικού Πανεπιστημίου και των φοιτητών
του.
Ο
Άλκης δεν κατασκευάζει κάποια αόριστη και γενικόλογη έννοια του φοιτητικού
κινήματος. Γράφει: «Όταν μιλάμε για φοιτητικό κίνημα –όπως και για κάθε
κοινωνικό κίνημα άλλωστε–συχνότατα αυτό αποτελείται από ένα μικρό τμήμα του
φοιτητικού πληθυσμού, το οποίο όμως είναι και εκείνο που παράγει με τη δράση
του υλικά αποτελέσματα, που δημιουργούν ιστορία, σε αντίθεση με τη λεγόμενη
‘σιωπηλή πλειοψηφία’, την οποία επικαλούνται ως άλλοθι οι εκάστοτε εξουσίες»
(τ. Β΄, σ. 135). Όλα τα έως τώρα δεδομένα, από τη συναφή ελληνόγλωσση και
ξενόγλωσση βιβλιογραφία για τους φοιτητές, επαληθεύουν και για την ελληνική
περίπτωση αυτή την εννοιολογική επιλογή του συγγραφέα.
Η
περιοδολόγηση της ιστορίας του φοιτητικού κινήματος, την οποία υιοθετεί ο
Ρήγος, συμπίπτει εύστοχα με μια γενικότερη περιοδολόγηση της πολιτικής ιστορίας
του ελληνικού πολιτικού σχηματισμού, στην οποία αναδεικνύονται ευδιάκριτα οι
επόμενες καθοριστικές τομές της: α. Ένα
συγκεκριμένο είδος «φιλελευθερισμού» του φοιτητικού κινήματος, που στα πρώτα
χρόνια του αθηναϊκού Πανεπιστημίου κορυφώνεται στον αντιδυναστικό αγώνα
(βασιλεία του Όθωνα) και οδηγεί μετά την εκδίωξη της πρώτης δυναστείας στη
συγκρότηση της λεγόμενης «Φοιτητικής Φάλαγγας» (1862). β. Μια δυναμική προσχώρηση των φοιτητών στα αλυτρωτικά προτάγματα
του τέλους του 19ου αιώνα, τα οποία εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την
ενεργητική συμμετοχή μεγάλης μάζας των φοιτητών στα γνωστά γεγονότα του 1901 («Ευαγγελικά»),
του 1903 («Ορεστειακά») και το 1911 («Συνταγματικά»). γ. Μια περιορισμένη αποδοχή, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα,
του Δημοτικισμού με την ίδρυση της «Φοιτητικής Συντροφιάς» (1910), την οποία ο
συγγραφέας παρακολουθεί έως τη διάλυσή της στα χρόνια του Μεσοπολέμου. δ. Η διχοτομία «εθνικοφροσύνη» (δηλαδή
αντικομμουνισμός) - κομμουνιστική αριστερά, που έτεινε να χαρακτηρίσει το
φοιτητικό κίνημα στο μεσοπόλεμο και που τέμνεται με τις απόπειρες και την
έκταση συγκρότησης πανελληνίων οργανωτικών μορφών του (1924 και 1936).
Η
συσχέτιση καταστάσεων και πρακτικών του πανεπιστημιακού παρελθόντος –με τον
ιδρυτικό νόμο του 1925 θα λειτουργήσει σε λίγο και δεύτερο πανεπιστήμιο στη
Θεσσαλονίκη– με ομόλογα φαινόμενα και πρακτικές του παρόντος στα ΑΕΙ, δηλαδή
ό,τι ο ίδιος ο συγγραφέας ονομάζει «σταθερές» του θεσμού, αναδεικνύει ένα
θεωρητικά και πολιτικά κρίσιμο ζήτημα σε κάθε απόπειρα ανάλυσης-κατανόησης της
λειτουργίας των ΑΕΙ: Το ζήτημα που ονομάστηκε παλαιότερα «ένθετη θεσμική
βαρύτητα ενόψει αλλαγών» ή, αλλιώτικα, «δυναμική αυτοαναπαραγωγής του» και με
τα λόγια του συγγραφέα «αυτοαναπαραγόμενος δημόσιος θεσμός» (τ. Β΄, σ. 17). Δεν
έχω το χρόνο να αναλύσω εδώ αυτό το ζήτημα, που αναφέρεται στις πολλαπλές και
σιωπηρές σχέσεις «αυτοαναπαραγωγής» του πανεπιστημίου με τη λεγόμενη διευρυμένη
αναπαραγωγή των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων και συνεπώς με την έκβαση και το
αποτέλεσμα σύστοιχων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων. Και σ’ αυτό το ζήτημα θα
μπορούσα μαζί με τον συγγραφέα να επαναλάβω για την πολιτική εξουσία του
υπουργείου Παιδείας την πασίγνωστη φράση, «για σένα μιλάει εδώ ο μύθος».
Όσοι
παλαιότερα και πρόσφατα εξακολουθούν να εκμεταλλεύονται πολιτικά με τη δύναμη
της τηλεοπτικής εικόνας τις πολλαπλές πρακτικές διαμαρτυρίας του φοιτητικού
κινήματος και υπονοούν έμμεσα, ως μέτρο σύγκρισης, μια ήρεμη ιδεατή φοιτητική
και πανεπιστημιακή ζωή στο παρελθόν, ας διαβάσουν πρώτα τη δίτομη μελέτη του
Ρήγου, για να διαπιστώσουν την ύπαρξη και την επανάληψη παρόμοιων πρακτικών,
τις οποίες επικρίνουν ή ελεεινολογούν. Θυμίζω εδώ τα λεγόμενα «Σκιαδικά» (1859)
και κυρίως την πρώτη ένοπλη κατάληψη του Πανεπιστημίου πριν από 120 ακριβώς
χρόνια, στα γεγονότα που ονομάστηκαν «Γαλβανικά» (από το όνομα του καθηγητή
Γαλβάνη).
Ο
βόμβος είναι πιο διαπεραστικός και στους δυο τόμους του έργου, όταν ο
συγγραφέας διανθίζει την περιγραφική ανάλυσή του με αντιπροσωπευτικά
αποσπάσματα από λόγους και διακηρύξεις φοιτητών, φοιτητικών οργανώσεων,
πανεπιστημιακών καθηγητών και εκπροσώπων της πολιτικής εξουσίας. Δεν έχω και
πάλι χρόνο να σταχυολογήσω και να σας διαβάσω δείγματά τους. Για το συγγραφέα
δεν αρκεί η παρουσίαση-ανάλυση των οργανωτικών δομών (ρητά αναφέρεται και στη
Σχολή του, την «Πάντειο», στο Πολυτεχνείο και σ’ άλλες), των νομοσχεδίων, των
μεταρρυθμίσεων, των ομόλογων πρακτικών κ.τ.ό.. Οι αναγνώστες/στριες του έργου
πρέπει να πάρουν και μια γεύση από τη ρητορική πρωταγωνιστών στις διάφορες και
διαφορετικές τομές της ιστορίας του πανεπιστημιακού θεσμού και του φοιτητικού
κινήματος. Πάντα βέβαια με τη διαβεβαίωση του συγγραφέα πως δεν πρόκειται για
«μια προσωποκεντρική και εθνοκεντρική σύλληψη των κοινωνικο-πολιτικών εξελίξεων»
(τ. Β΄, σ. 14).
Θα
τελειώσω την παρουσίαση του έργου με τις επόμενες πολύ σύντομες επισημάνσεις,
γενικεύοντας κατά κάποιο τρόπο όψεις της ανάλυσής του.
1. Έθιξα προηγουμένως το ζήτημα της
τεκμηρίωσης των ισχυρισμών και των παραθεμάτων με τη χρήση υποσελίδιων
σημειώσεων. Αυτή είναι η μία όψη του. Η άλλη είναι ασφαλώς η παράθεση ιστορικών
δεδομένων, που μπορούν να συσχετιστούν και να στηρίξουν ερμηνευτικά την
κεντρική έννοια της «κοινωνικής κατηγορίας». Μια τέτοια συσχέτιση προϋποθέτει,
βέβαια, και την ανάγκη να ερευνηθεί ιστορικά η έννοια του «δημόσιου χαρακτήρα»
του πανεπιστημίου σε σχέση με συγκεκριμένες μορφές κρατικής εξουσίας (και
κοινωνικών ομάδων) και να προσεγγιστεί επιπλέον η έννοια της «ιδεολογίας» πέρα
από το επίπεδο του λόγου, ως κρυστάλλωση-έκφραση υλικών πρακτικών στα ΑΕΙ. Η
συγκρότηση και λειτουργία της «Φοιτητικής Φάλαγγας» είναι η πιο χαρακτηριστική
περίπτωση.
2. Θα αφήσω στην άκρη ζητήματα που
αφορούν την αναπαραγωγή του διδακτικού προσωπικού στις διάφορες κατηγορίες του.
Πρόκειται για ερευνητική περιοχή, που δεν εξαντλείται σε γενικόλογες
πληροφορίες για τις χώρες σπουδών του και που απαιτεί επιπλέον την εποπτεία και
γνώση της εξέλιξης των σύστοιχων διανοητικών πεδίων. Θα επιμείνω ακόμα, ωστόσο,
στην ανάγκη να διερευνηθεί η χρονική εμφάνιση και χρήση του όρου «φοιτητικό
κίνημα», καταρχήν από τους ίδιους τους φοιτητές. Η προέλευση του όρου και η
χρήση του συγκροτούν δείκτες ιστορικής κατανόησης της «κοινωνικής κατηγορίας»
των φοιτητών.
3. Ακόμα κι αν υιοθετήσουμε ως
ερευνητικό εργαλείο την έννοια της «κοινωνικής κατηγορίας», δεν μπορούμε να
παρακάμψουμε το ζήτημα της ταξικής καταγωγής –προέλευσης των φορέων τους
διαχρονικά, κατά σχολή, τμήμα και φύλο. Για να περιοριστώ μόνο στους φοιτητές/τριες
ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε γι’ αυτή την καταγωγή τους. Πρόκειται, ωστόσο, για
ζήτημα που σχετίζεται ποικιλότροπα με τα αριθμητικά μεγέθη τους κατά φύλο και
σχολή ή τμήμα, με τις πολιτικές και ιδεολογικές πρακτικές τους –θυμίζω εδώ την
ευρετική αξία της έννοιας «ιδεολογία» κατά τον Αλτουσέρ ή του «habitus» κατά τον Μπουρντιέ– και
τελεσίδικα με τις πρακτικές τους για την ολοκλήρωση των σπουδών τους και τις
επαγγελματικές τους προσδοκίες. Πρόκειται για όψεις του φοιτητικού σώματος, που αφορούν θεωρητικο-πολιτικά
και την Αριστερά, ειδικότερα στα θέματα των φοιτητικών κινητοποιήσεων.
4. Θέλω να προλάβω τις εύλογες αντιρρήσεις
του Άλκη. Έχει ασφαλώς δίκιο να αντιτείνει πως δεν ανέδειξε το ζήτημα της
«ταξικής καταγωγής» αυτών των φορέων από έλλειψη σύστοιχων ιστορικών δεδομένων.
Θα προσθέσω, ωστόσο, πως η αξία ενός έργου, όπως αυτό που παρουσιάζω εδώ, δεν
εντοπίζεται μόνο σε όσα περιγράφει και αναλύει αλλά και σε όσα υποβάλλει ως
ερευνητικά αντικείμενα. Ας δώσω ένα παράδειγμα. Το 1928 ετοιμάστηκε, γράφει ο Ρήγος,
νομοσχέδιο με το οποίο προβλεπόταν η απαγόρευση της πρόσληψης φοιτητών σε
δημόσιες υπηρεσίες. Κι ακόμα προβλεπόταν η απόλυσή τους, εφόσον είχαν
διοριστεί. Η μαχητική αντίδραση-εξέγερση φοιτητών/τριών με πρωτοστάτες τους
λεγόμενους «Τριατατικούς» (Τηλεφωνεία-Τηλεγραφεία-Ταχυδρομεία), υποχρέωσε τον
τότε υπουργό να «αποσύρει την επίμαχη διάταξη» (τ. Β΄, σ. 240). Ο Ρήγος είναι
υποχρεωμένος να σταματήσει έως εδώ την αφήγησή του, μια και γνωρίζει πως
«εφόσον δεν υπάρχει ένας ανεπτυγμένος κλάδος ιστορίας των επαγγελμάτων στην
Ελλάδα, δεν έχουμε μια σφαιρική εικόνα των εξελίξεων στην αγορά εργασίας ή σε
συγκεκριμένους τομείς της». Αυτά μας διαβεβαιώνει το πολύ πρόσφατο βιβλίο των
Γαβρόγλου, Καραμανωλάκη, Μπάρκουλα για την ιστορία του Πανεπιστημίου Αθηνών (σ.
28).
Με
τις προηγούμενες επισημάνσεις θέλησα να αναδείξω το θεωρητικό και πολιτικό
αίτημα, που αφορά κυρίως την Αριστερά, μιας κοινωνικής ιστορίας του φοιτητικού
κινήματος και των ΑΕΙ στην Ελλάδα. Σ’ αυτή την ιστορία μπορεί να συνεισφέρει
καθοριστικά και το δίτομο έργο του Ρήγου.
Βασίλης Γεροδήμος, Χωρίς τίτλο, κολάζ, 40 x 45 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου