25/3/17

Επιθυμία γνώσης και εφαλτήριο ιδεολογικής ένταξης στο έθνος

ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΠΟΥΛΙΑΣΗ 

Η επανάσταση του 1821 αποτέλεσε ένα από τα κεντρικά θέματα που απασχόλησαν ιδιαίτερα την ελληνική κοινωνία, τόσο τα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους, που ο δημόσιος διάλογος διεξάγονταν από ανθρώπους που είχαν λάβει μέρος στον Αγώνα, όσο και αργότερα όταν η γενιά εκείνη δεν ζούσε πια. Η ονομασία του γεγονότος η οποία επικράτησε ήταν Επανάσταση. Ο όρος Παλιγγενεσία καθιερώθηκε αρκετά αργότερα, από τον Μεσοπόλεμο, όταν η εμφάνιση της αριστεράς και η επαναστατικές τις διεκδικήσεις απέτρεπαν τους συντηρητικούς να ονοματίζουν το '21 με τον όρο επανάσταση. Κατά τον 19ο αιώνα ο όρος Παλιγγενεσία τόνιζε το αποτέλεσμα της Επανάστασης, δηλαδή τη δημιουργία ξανά μετά την αρχαιότητα, του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, με διαδικασία τον Αγώνα ή ιερό Αγώνα όπως εμφατικότερα χαρακτηριζόταν. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, λοιπόν, αποτελούσε για τους Έλληνες της εποχής την απευθείας συνέχεια της Κλασικής Ελλάδας και δεν είχε καμία σχέση με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο ηρωισμός των αγωνιστών του 1821 ήταν εφάμιλλος με τον ηρωισμό των αρχαίων προγόνων κατά τους Μηδικούς πολέμους, σύγκριση που προσέφερε ένα ακόμη επιχείρημα έναντι των φυλετικών θεωριών του Φαλμεράγιερ που εκείνη την περίοδο είχαν ταράξει αρκετούς από τους διανοούμενους της ελληνικής κοινωνίας.
Η κρατική εξουσία φρόντισε να αναλάβει από νωρίς την διαχείριση της μνήμης της ελληνικής Επανάστασης, με τρόπο φυσικά που την ενίσχυε, φροντίζοντας παράλληλα, μέσα από διάφορες δημόσιες τελετουργίες, την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης. Με το Βασιλικό Διάταγμα της 15/27ης Μαρτίου 1838 καθιερώθηκε «εις το διηνεκές», όπως χαρακτηριστικά έγραφε, η 25η Μαρτίου ως εθνική επέτειος, έτσι ώστε στην τυπική και συμβολική εναρκτήρια ημερομηνία του ξεσπάσματος της Επανάστασης να εντάσσεται και η σχετική θρησκευτική εορτή. Ο επίσημος εορτασμός δεν απέκτησε αρχικά ενιαία αποδοχή. Ο λόγος ήταν πως πολλοί, μεταξύ αυτών και σημαίνοντες, θεωρούσαν πως έπρεπε να εορτάζονται οι στρατιωτικές επιτυχίες του Αγώνα, όπως η περικύκλωση του Κιουταχή και η τελική ήττα του, άλλοι πρότειναν σημαντικές ναυμαχίες και τέλος αρκετοί διαφωνούσαν με την ταύτιση εκκλησιαστικής εορτής και Επανάστασης. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση και για όλους, η ελληνική Επανάσταση, ως γενέθλιο γεγονός του ελληνικού εθνικού κράτους, αναδείχθηκε ταυτοχρόνως σε εφαλτήριο ιδεολογικής ένταξης ποικίλων κοινωνικών ομάδων στο έθνος και αναγκαίο κεντρικό σύμβολο αναφοράς για όλους.
Η συγκρότηση του εθνικού πάνθεου και η σταδιακή ένταξη σε αυτό προσωπικοτήτων της ελληνικής Επανάστασης, μέσω διαφόρων συμβολικών δημόσιων τελετουργιών, φανερώνει τις ενέργειες της κρατικής εξουσίας για άμβλυνση των παρελθοντικών διαφορών και ενίσχυση της εθνικής συνείδησης ως ενιαίου συστήματος αναφοράς για όλους τους Έλληνες πολίτες από τον 19ο αιώνα και μετέπειτα. Η επιλογή εξάλλου των ανδριάντων που τοποθετήθηκαν στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών (Γρηγόριος Ε΄, Αδαμάντιος Κοραής, Ρήγας Φεραίος) αναδεικνύει το ετερόκλητο των ηρώων που εντάχθηκαν στο εθνικό πάνθεον και την επιχειρούμενη αποσιώπηση των εν ζωή διαφορών τους. Στην κατεύθυνσή αυτή δεν είναι τυχαία η ένταξη στον εθνικό πάνθεον του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, ο οποίος ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εναντιώθηκε ευθέως στην Επανάσταση, αντί της ηρωοποίησης κάποιου από τους λίγους αξιωματούχους της εκκλησίας οι οποίοι όντως περιλαμβάνονταν στους ηγέτες του 1821.

Οι ποικίλες ερμηνείες ενίοτε και αντιπαραθέσεις που εκφράστηκαν για την ερμηνεία και τον τρόπο εορτασμού της ελληνικής Επανάστασης, δεν εμπόδισαν μια ισχυρή επιθυμία, κοινωνικά διάχυτη ακόμη και πέραν των λόγιων ελληνικών κύκλων για την καλλιέργεια της γνώσης της Επανάστασης. Συνακόλουθα εξίσου ισχυρή εκδηλωνόταν η επιθυμία για τη διάσωση των αρχείων της περιόδου και τη συγγραφή και ανάδειξη της ιστορίας του Αγώνα, αντικείμενο και αυτό μιας διαμάχης ιδίως μεταξύ των λογίων αλλά και εργώδης προσπάθεια συγκέντρωσης αρχείων πάσης φύσεως από ιδιώτες.
Το αίτημα διάσωσης των αρχείων του Αγώνα, των πρώτων επίσημων δηλαδή εγγράφων της επαναστατικής διοίκησης και των πολιτικών οργάνων της ελεύθερης Ελλάδας, εκφράστηκε από πολύ νωρίς. (Συνολικά εκτιμούμε πως τα επίσημα έγγραφα πάσης φύσεως που παρήγαγαν οι ανάγκες της Επανάστασης ανέρχονται περίπου στα τρία εκατομμύρια με αρχειοθετημένα σήμερα σε δημόσια αρχεία περισσότερα από τα μισά)  Χωρίς τη συγκέντρωση τους θεωρούταν αδύνατη η συγγραφή της πλήρους ιστορίας της Επανάστασης. Πρώτος ο Νικόλαος Σκούφος εξέδωσε το 1834 στο Ναύπλιο τον Α΄ τόμο της συλλογής του με διπλωματικά έγγραφα της επαναστατικής περιόδου. Δύο χρόνια αργότερα ο Ανδρέας Μάμουκας, ο οποίος είχε διατελέσει γραμματικός του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη, ανήγγειλε την έκδοση των σχετικών με την Επανάσταση αρχείων της προσωπικής του συλλογής. Το πολύτομο έργο (11 τόμοι) με τίτλο «Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος» εκδόθηκε το διάστημα μεταξύ 1839-1852. Επτά ακόμη τόμοι έμειναν ακυκλοφόρητοι, εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών. Λίγο αργότερα ο πρέσβης Αλέξανδρος Σούτσος εξέδωσε όλα τα επίσημα διεθνή έγγραφα συμφωνιών και πρωτοκόλλων κ. ά.
Στα τέλη του 1855, ύστερα από πρωτοβουλία του αρχειοφύλακα της βιβλιοθήκης της Βουλής, Γεώργιου Τερτσέτη, αποφασίστηκε η έκδοση των αποκείμενων στην βιβλιοθήκη της Βουλής ιστορικών εγγράφων του Αγώνα, τα οποία είχαν κινδυνέψει να καταστραφούν, λίγους μήνες πρωτύτερα, από την πυρκαϊά που είχε ξεσπάσει στο κοινοβούλιο. Για τη διαλογή «των πολύτιμων κειμηλίων της ιστορίας της ενδόξου παλιγγενεσίας μας» συστάθηκε ειδική επιτροπή από βουλευτές. Ύστερα όμως από την κυκλοφορία των δυο πρώτων τόμων των Αρχείων της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, όπως ονομάστηκε η συλλογή, το 1857 και 1862 αντίστοιχα, η έκδοση της σειράς εγκαταλείφθηκε. Η έξωση του βασιλιά Όθωνα και η ταραγμένη πολιτική κατάσταση που ακολούθησε δεν επέτρεψαν την κυκλοφορία των επόμενων τόμων. Χρειάστηκε κάτι παραπάνω από ένας αιώνας για να αρχίσει, το 1971 η επανέκδοση της σειράς, η οποία αριθμεί έως σήμερα 25 τόμους.
Την κρατική μέριμνα για τα αρχεία του 1821 συμπλήρωσε εν μέρει η ιδιωτική πρωτοβουλία. Σύλλογοι και Εταιρείες κατέβαλαν συστηματικές προσπάθειες διάσωσης του αρχειακού υλικού της νεώτερης ελληνικής ιστορίας. Για τον εορτασμό της εθνικής επετείου του 1884 ο Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός και η Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος συνδιοργάνωσαν έκθεση μνημείων του ιερού αγώνα. Σύμφωνα με τον τύπο της εποχής η έκθεση είχε τεράστια επιτυχία. Η σημασία που δόθηκε στην αναζήτηση και διάσωση αρχείων της πρόσφατης εθνικής ιστορίας αποδεικνύεται και από την αποστολή, το ίδιο έτος, του διδάκτορα της νομικής, Γεώργιου Μαζαράκη. Ο νεαρός αυτός λόγιος συμμετείχε ως απεσταλμένος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας στο εκπαιδευτικό ταξίδι του εύδρομου του Πολεμικού Ναυτικού, «Ναύαρχος Μιαούλης» με σκοπό να συγκεντρώσει αρχεία από διάφορους ελληνικούς τόπους. Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν και το έργο του Γιάννη Βλαχογιάννη, ο οποίος εντόπισε και διέσωσε πολύτιμα αρχεία του 1821 (σήμερα αποτελούν μέρος της Συλλογής Βλαχογιάννη στα Γ.Α.Κ.).

Η επιθυμία για γνώση της ιστορίας της ελληνικής Επανάστασης ασφαλώς δεν περιορίστηκε στις προσπάθειες για τη διάσωση των αρχείων. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα σταδιακά κλιμακώνεται η κυκλοφορία κάθε είδους έργων, κατά κανόνα ελληνικών και δευτερευόντως μεταφρασμένων σχετικών με την Επανάσταση, τάση η οποία μόνο προς τα τέλη του αιώνα αλλάζει. Με ανάλογη ένταση δημοσιεύονταν βιβλία και άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά ευρωπαϊκών χωρών, τόσο από Φιλέλληνες εθελοντές στον Αγώνα όσο και από ποικίλους άλλους. Αυτά σε ποσοστό άνω του 90% παραμένουν αμετάφραστα και στην πλειονότητά τους αθησαύριστα. Το πυκνό αυτό ενδιαφέρον Ευρωπαίων για την ελληνική Επανάσταση οφειλόταν αρχικά στο γεγονός πως η επιβολή του γεωπολιτικού status quo από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815, διερράγη για πρώτη φορά από την ελληνική Επανάσταση. Και αυτή αποτέλεσε στην συνέχεια ένα είδος απόδειξης για το τι θα μπορούσε να είναι μια φιλελεύθερη επανάσταση σε μια μικρή κοινωνία.    
  
Ο Στάθης Πουλιάσης είναι υπ. δρ, Ιόνιο Πανεπιστήμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια: