Γιάννης Ψυχοπαίδης, Αλέξανδρος Υψηλάντης |
ΤΟΥ ΣΙΜΟΥ ΜΠΟΖΙΚΗ
Μπορεί το 1821 να αντιμετωπίζεται
ως ορόσημο της ίδρυσης του νέου ελληνικού κράτους, ωστόσο έχει επικρατήσει
ευρέως να τοποθετούνται οι ουσιαστικές απαρχές της συγκρότησής του στο 1828 ή
στο 1833. Ειδικότερες εκδοχές της παραπάνω άποψης είναι ότι η Επανάσταση μετά
το 1823 είχε φθίνουσα πορεία∙ ότι ο
πόλεμος και οι εσωτερικές συγκρούσεις είχαν διαλυτική επίδραση, και ότι η
Διοίκηση ήταν ένα νεοτερικό περίβλημα στις ποικίλες παραδοσιακές μορφές
ρύθμισης. Εδώ θα υποστηρίξω ότι η πραγματικότητα δεν ήταν τόσο απλουστευτική,
καθώς το γίγνεσθαι της κρατικής συγκρότησης άρχισε από τα πρώτα επαναστατικά
χρόνια, εισάγοντας σωρευτικά σύγχρονες
πρακτικές, οι οποίες είχαν ουσιαστική συμβολή στη διακυβέρνηση των
πραγμάτων. Πόσο μάλλον αν θυμηθούμε πως η συγκρότηση κράτους το ’21 (σε
αντίθεση π.χ. με την Γαλλική Επανάσταση) ξεκίνησε σχεδόν χωρίς κανένα ουσιώδες
νεοτερικό θεσμικό προηγούμενο.
Ως σημείο εισόδου στο γίγνεσθαι
της συγκρότησης κράτους χρησιμοποιώ τα οικονομικά
του αγώνα: την κινητοποίηση που αποσκοπεί στην εξασφάλιση εξαναγκαστικών
μέσων και πόρων για τη διεξαγωγή πολέμου, η οποία ενίσχυε εκούσια και ακούσια
τη δημιουργία σταθερού θεσμικού πλέγματος για την διατήρηση-αναπαραγωγή της επαναστατικής
διαδικασίας.
Κατά τον πρώτο χρόνο της
Επανάστασης, οι τοπικοί οργανισμοί και οι περιφερειακές Διοικήσεις (Γερουσίες,
Άρειος Πάγος) ασχολήθηκαν ιδιαιτέρως με την οριοθέτηση των εισοδημάτων, των
δαπανών, και των μηχανισμών που θα επιμελούνταν κατά τόπους και σε περιφερειακή
βάση την ροή των πόρων για τις ανάγκες του πολέμου. Βαθμιαία τέθηκε το ζήτημα
της δημιουργίας ενιαίας πολιτικής αρχής για όλη την επαναστατημένη επικράτεια –
αν και αυτό ήδη είχε γίνει συνείδηση από την εποχή του Ανώνυμου με την Ελληνική Νομαρχία.
Η αξίωση να συγκεντρωθεί σε έναν
εθνικό φορέα η Διοίκηση, ο συντονισμός των πολεμικών ενεργειών, η διαχείριση
των εθνικών πόρων και φυσικά η συνολική πολιτική οργάνωση της Επανάστασης πήρε
θεσμική μορφή στην Α΄ Εθνοσυνέλευση (Δεκέμβριος του 1821 - Ιανουάριος του
1822), με τη συγκρότηση της εθνικής Διοίκησης και την οριοθέτηση των
αρμοδιοτήτων της από το Πολίτευμα της Επιδαύρου. Μία από αυτές, η άντληση
οικονομικών πόρων για τις ανάγκες του πολέμου και εν γένει για τον Αγώνα –η
οποία γινόταν ως επί το πλείστον με την πρακτική της εκμίσθωσης αλλά και σε
κάποιες περιπτώσεις απευθείας μέσω των επαρχιακών και άλλων αρχών– παρουσιάζει
ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς η άσκησή της σχετίζεται με το πλαίσιο της
νομιμοφροσύνης που όριζε η εθνική Διοίκηση. Περιορίζομαι σε τρία σχετικά
παραδείγματα από το Αιγαίο, τη Ρούμελη και την Πελοπόννησο στο διάστημα
1822-1827.
Η φορολογική και φυσικά η
πολιτική ενσωμάτωση των νησιών δεν ήταν πλήρης από την αρχή. Οι επαρχιακές
αρχές που είχαν διοριστεί τον Απρίλη του 1822, σε κάποιες περιπτώσεις, απέτυχαν
να διαχειριστούν τις τοπικές ποικιλομορφίες, εδραίες από αιώνες, και τις
αντιδράσεις που γεννήθηκαν ως προς την εκπροσώπηση και τη φορολόγηση, τις
οποίες ενίσχυαν εμπορικοί πρόξενοι ευρωπαϊκών δυνάμεων. Αυτή η κρίση κράτησε σχεδόν
μέχρι το 1823. Η εθνική Διοίκηση τήρησε ένα παιχνίδι ισορροπιών –σε ό,τι είχε
να κάνει με εκείνους που έθεταν θέμα γαλλικής προστασίας–, προτάσσοντας όμως
και ασκώντας το δικαίωμά της να κυριαρχεί στα νησιά και να εκπροσωπεί όλους
τους Έλληνες, ανεξαρτήτως θρησκευτικού δόγματος. Σημαντικό ρόλο σε αυτή τη
διαδικασία έπαιξε ο στόλος, στον οποίο είχε ανατεθεί να συγκεντρώνει προσόδους
κι άλλα έσοδα από το Αιγαίο. Με τη συμβολή του, καταρχάς διαλλακτικά αλλά και
με την απειλή βίας, εδραιώθηκε η κυριαρχία και οι διαδικασίες φορολόγησης στα
νησιά, και τα έσοδα αυξήθηκαν το 1824-1825, χωρίς μάλιστα να περιοριστούν
σοβαρά κατά το 1826-1827, στα χρόνια δηλαδή που δοκιμάζονταν οι χερσαίες
περιοχές.
Στη Στερεά Ελλάδα, λίγες επαρχίες
κατορθώθηκε να φορολογηθούν μέχρι το 1824. Άλλωστε, ως περιοχή ήταν εξαιρετικά
ευάλωτη στις εκστρατείες των Οθωμανών. Αλλά η δυσκολία να φορολογηθεί
σχετιζόταν επιπρόσθετα με την αδυναμία της Γερουσίας στα δυτικά, και του Άρειου
Πάγου στα ανατολικά, να ενσωματώσουν το αρματολικό στοιχείο, το οποίο αρχικά
συμμετείχε στην Επανάσταση με τους δικούς του όρους. Η εικόνα της φορολόγησης
των επαρχιών της Στερεάς άλλαξε μόνο έπειτα από τις εμφύλιες συγκρούσεις του
1824∙ αφότου δηλαδή σημαίνοντες οπλαρχηγοί της εκπροσώπησαν στο πολεμικό μέτωπο,
εκούσια ή ακούσια, την ιδέα και το θεσμικό καθεστώς της υπέρτατης εθνικής Διοικήσεως. Έτσι, το 1825 φορολογήθηκε σχεδόν όλη
η Ρούμελη. Οι εξελίξεις δεν επέτρεψαν τη συμμετρική διατήρηση αυτής της
κατάστασης για μεγάλο διάστημα. Στα δυτικά αδρανοποιήθηκε γρήγορα με την
πολιορκία του Μεσολογγίου, αλλά στα ανατολικά διατηρήθηκε μέχρι την πτώση της
Αθήνας το 1827. Αυτό όμως δεν αναιρούσε το προηγούμενο η εθνική Διοίκηση να
διαμεσολαβεί και να νομιμοποιεί τη ροή των οικονομικών πόρων στη Στερεά, με τον
τρόπο που το έκανε και στην υπόλοιπη επαναστατημένη επικράτεια.
Η Πελοπόννησος τέλος, παρουσιάζει
ξεχωριστό ενδιαφέρον στο ζήτημα της φορολόγησης, καθώς είχε καταστεί θέατρο
ποικίλων εσωτερικών διενέξεων. Στις αρχές του 1822, εθνική Διοίκηση και
Πελοποννησιακή Γερουσία διαφιλονικούσαν ευθέως ή πλαγίως για την πρωτοκαθεδρία,
ωστόσο συνεργάστηκαν κατορθώνοντας να φορολογήσουν τις επαρχίες που ήταν υπό
τον έλεγχο της ελληνικής πλευράς. Το 1823 η φορολόγηση επεκτάθηκε περαιτέρω. Με
την κατάργηση τότε των περιφερειακών Οργανισμών, οι ποικίλοι ανταγωνισμοί
μετατοπίστηκαν εντός της εθνικής Διοίκησης, κι αυτή η εσωτερίκευση οριοθέτησε
το νοηματικό πλαίσιο των διενέξεων. Ακολούθησαν οι δύο φάσεις εμφυλίου το 1824,
εξέλιξη διόλου άσχετη από το ζήτημα του ελέγχου προσόδων, από τις οποίες
εξαρτιόταν η ικανότητα στρατολόγησης και συνεπώς η ισχύς. Τελικά, το 1824 η
φορολόγηση των επαρχιών παρουσίασε μόνο μικρή κάμψη, και τον επόμενο χρόνο, με
εδραιωμένη την εθνική Διοίκηση, έφτασε στο μέγιστο σημείο της από την έναρξη
της Επανάστασης. Το 1826 περιορίστηκε στο ανατολικό άκρο της Πελοποννήσου από
την εισβολή του Ιμπραήμ, αλλά το 1827 εξαπλώθηκε ξανά σε αρκετές επαρχίες,
καθώς συνυφάνθηκε με την οργανωμένη αντεπίθεση των Ελλήνων.
Οι παραπάνω ενέργειες δεν ήταν
ανεξάρτητες από την εδραίωση εργαλείων διακυβέρνησης, τα οποία ενίσχυαν την
εποπτική ικανότητα και σε ένα βαθμό τη διείσδυση στην κοινωνία. Ο καταμερισμός
αρμοδιοτήτων ανάμεσα στα κεντρικά υπουργεία (Οικονομικών, Στρατιωτικών,
Ναυτικών) συνέδεε τις κεντρικές υπηρεσίες με τα επιμέρους μέσα δύναμης,
επιβεβαιώνοντας το συντονιστικό ρόλο της Κυβέρνησης – αν και όχι πάντα με
επιτυχία. Ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τον οικονομικό κλάδο της Διοίκησης, η
θεσμική εξειδίκευση ανιχνεύεται ήδη από το 1822 με τη λειτουργία εθνικού
ταμείου εντός του υπουργείου της Οικονομίας και την αυτοτελή συγκρότησή του το
1824. Επίσης με την καθιέρωση ειδικευμένων δημοσιονομικών υποσυστημάτων τα
οποία ενίσχυσαν τον έλεγχο των πόρων και των οικονομικών δοσοληψιών από το
κεντρικό κράτος.
Από την άνοιξη του 1822 οι
πληρωμές πραγματοποιούνταν με έγγραφο της κυβέρνησης και από τα μέσα του 1824
εισήχθηκαν βελτιωμένες ρυθμίσεις, οι οποίες εφαρμόζονταν σε πολύ μεγάλη
κλίμακα. Από τις αρχές του 1822 τέθηκε σε εφαρμογή διπλογραφικό λογιστικό κατά
τον τρόπο των εμπόρων, το οποίο προσαρμόστηκε ώστε να εκφράζει δοσοληψίες
σχετικές με τα δημόσια έσοδα-έξοδα και να αναπαριστά το έθνος ως οικονομική
μονάδα. Αποκορύφωμα αυτής της λογιστικής καταγραφής ήταν η σύνταξη γενικών ισολογισμών κατά τη λήξη των
τριών πρώτων περιόδων της Προσωρινής Διοίκησης, το συνολικό μέγεθος των οποίων
ήταν διαδοχικά αυξανόμενο. Ανάλογα περίπου βήματα έγιναν και με την κατάρτιση προϋπολογισμού: εκτός από τον γνωστό του
1823, υπάρχουν ανολοκλήρωτες εκδοχές προϋπολογισμού για το 1824 και το 1825.
Προκύπτει μάλιστα ότι αυτοί οι προϋπολογισμοί αποτέλεσαν οδηγό, τόσο για την
άντληση εσόδων όσο και για τα έξοδα.
Συνοψίζοντας, φαίνεται ότι η
εθνική επαναστατική Διοίκηση είχε μια αξιόλογη λειτουργία, μέσα σε αυτές τις
συνθήκες, εδραίωσε το ρόλο της και εφάρμοσε πρακτικές που τη διευκόλυναν ώστε να ενισχύει διαρκώς το γίγνεσθαι των εθνικών
κρατικών θεσμών που δημιουργούνταν με επίκεντρο τις ανάγκες της απελευθερωτικής
διαδικασίας. Κλείνοντας, ας τονίσω επιγραμματικά πως αυτοί οι ίδιοι
δημοσιονομικοί κρατικοί θεσμοί αποτέλεσαν με την λειτουργία τους ένα από τους
θεμελιώδεις μηχανισμούς ενσωμάτωσης του πληθυσμού στο αναδυόμενο έθνος.
Ο Σίμος Μποζίκης είναι υπ. δρ, Ιόνιο Πανεπιστήμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου