29/5/16

Η βεβαιότητα της ιστορίας

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

Γιώργος Γουναρόπουλος, Τοπίο, 1928-29, λάδι σε μουσαμά, 63 x 79 εκ., Συλλογή Λ.Ν.Τ.

GIAMBATTISTA VICO, Η νέα επιστημονική γνώση, εισ.-μτφρ.-πίνακες Γιώργος Κεντρωτής, εκδ. Gutenmberg, σελ. 1048.

Με όποιους όρους κι αν προσεγγίσουμε ένα κλασικό έργο όπως η Nuova Scienza [Η νέα επιστημονική γνώση] του Τζιαμπατίστα Βίκο, απ’ όποια οπτική γωνία κι αν εστιάσουμε, θ’ αναγνωρίσουμε σε τούτο πολλές από τις πηγές όσων συγκρότησαν την προσωπικότητά μας ως νεωτερικών ανθρώπων. Χρειάζεται μόνον ένα καθαρό μυαλό για να διαπιστώσουμε μέσα από τις 1112 παραγράφους του συγγράμματος ότι οι απόλυτα χαρτογραφημένες περιοχές του σήμερα ανακαλύφθηκαν από έναν τολμητία που ίσως ούτε καν ο ίδιος ήξερε ποια νέα ήπειρο κατακτούσε. Η Νέα επιστημονική γνώση -η νέα επιστήμη όπως έχει χαραχτεί στη μνήμη μέσα από τις άπειρες βιβλιογραφικές αναφορές-, είναι αναντίρρητα ένα πηγαίο έργο μιας ιδιοφυΐας που προπορεύτηκε της εποχής της.
Ο Τζιαμπατίστα Βίκο (1668-1744) ένας Ναπολιτάνος του 18ου αιώνα, υπήρξε καθηγητής της ρητορικής που παρά την αναγνώριση της πολυμάθειας και των πνευματικών ικανοτήτων του από επιφανείς λόγιους της γενέτειράς του, έμεινε παραγνωρισμένος σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Το έργο του ήταν γνωστό σε μια δράκα συντοπιτών του, που σίγουρα δεν το προσέλαβαν όπως οι μεταγενέστεροι. Ύστερα ξεχάστηκε για έναν περίπου αιώνα, κι επανήλθε στην επιφάνεια χάρη στις αναζητήσεις νεωτερικών συμπατριωτών του, που αναζητούσαν ερείσματα στον επαναστατικό εθνικισμό τους. Αυθεντίες όπως ο Michelet, o Dilthey κι o Croce τον θεώρησαν πρόδρομό τους και τον ερμήνευσαν με τα δικά τους μέτρα και σταθμά, αναδεικνύοντας όψεις του έργου του, χωρίς όμως να χάνεται τίποτε κάθε φορά από το σύνολο.

Η Nuova Scienza, συμπεριλαμβανομένων και των μελετών που κυκλοφορούν στην ελληνική γλώσσα, θεωρείται ίσαμε σήμερα ένας ακρογωνιαίος λίθος που πάνω του ανεγείρονται οικοδομήματα ποικίλων ρυθμών και αντιλήψεων. Το μικρό πανδαιμόνιο ιδεών που εμπεριέχει προλαμβάνει αισθητικές θεωρίες, ανθρωπολογικές έρευνες, φιλολογικές, δικαιικές και πρωτίστως ιστορικές. Πολλά απ’ όσα γράφει έχουν πλέον απορριφθεί από τη σύγχρονη έρευνα, κάποια κρίνονται αβάσιμα, παρά ταύτα όμως απ’ όλους θεωρείται καινοτόμος καθώς ανοίγει νέες κατευθύνσεις για την έρευνα όπως, για παράδειγμα, όταν ανασυγκροτεί τη ζωή των αρχαίων πολιτισμών μέσω της ετυμολογίας ή κατανοεί τους ιστορικούς νόμους με βάση την πάλη των τάξεων.
Σ’ εκείνο όμως που όλοι συμφωνούν, σ’ εκείνο που κανείς δεν τολμά να πει ότι ο Βίκο δεν ήταν πρωτοπόρος είναι η ανακάλυψη της ηπείρου της ιστορίας. Η νέα επιστημονική γνώση την οποία κομίζει ο Βίκο είναι η βεβαιότητα ότι οι άνθρωποι μπορεί να γνωρίσουν ό,τι κατασκευάστηκε από τους ίδιους, δηλαδή μπορεί να γνωρίσουν τον πολιτικό κόσμο και την ιστορία του. «Ο πολιτικός κόσμος», γράφει, «είναι βέβαιο ότι φτιάχτηκε από τους ανθρώπους γι’ αυτό μπορούμε να αναζητήσουμε τις αρχές του μέσα στα μέτρα του ίδιου μας του ανθρώπινου νου».
Για να καταλάβουμε το καινοφανές αυτής της απόφανσης θα πρέπει να έχουμε κατά νου τη δεσπόζουσα τότε έποψη του Καρτέσιου, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος της εμπειρίας δεν μας παρέχει καμιά ασφαλή γνώση και η μόνη βέβαιη γνώση είναι εκείνη που δημιουργεί αυστηρά το ανθρώπινο πνεύμα, η αφηρημένη μαθηματική-γεωμετρική γνώση. Ο Βίκο έρχεται να αμφισβητήσει αυτή την ασφαλή γνώση και να υποστηρίξει πως ανακάλυψε τη βεβαιότητα στον κόσμο της ανθρώπινης εμπειρίας, στον κόσμο του ανθρώπινου πολιτισμού, τον οποίο οικοδομούν οι άνθρωποι. Υπ’ αυτήν την έννοια όχι μόνον εντάσσεται στο κύριο ρεύμα του διαφωτισμού, μα και αποτελεί βασικό πυλώνα του.
Ωστόσο το μεγαλείο του Βίκο δεν σταματά εκεί. Ότι ο άνθρωπος δεν έχει μια σταθερή ανθρώπινη φύση, αλλά εξελίσσεται, ότι η μία κοινωνία διαφέρει από την άλλη, μπορεί να είναι κοινά αποδεκτές παραδοχές σήμερα, όμως στις μέρες του ήταν μια ριζική ανατροπή των παραδεδεγμένων. Μπορούμε να γνωρίσουμε το παρελθόν, λέει, επειδή γνωρίζουμε τους θεσμούς, το δίκαιο των κοινωνιών του παρελθόντος, κι εδώ προκαταλαμβάνει τον Χέγκελ που στην εξέλιξη του δικαίου βλέπει την ιστορία των κοινωνιών. Και βέβαια οι ομοιότητες με τη φαινομενολογία του Χέγκελ δεν σταματούν εδώ, αλλά φτάνουν ίσαμε την εκκοσμικευμένη εκδοχή της θείας πρόνοιας, δηλαδή την «πανουργία του Λόγου». Γιατί ο Βίκο μπορεί να υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι φτιάχνουν τον πολιτικό κόσμο αλλά τον φτιάχνουν με την καθοδήγηση της θείας πρόνοιας. «Η νέα επιστήμη», γράφει, «είναι έλλογη πολιτική θεολογία της πρόνοιας, η οποία ξεκινά από την κοινή σοφία των νομοθετών που ίδρυσαν τα έθνη θεωρώντας τον θεό ως προστάτη, και τελειούται στη σοφία των φιλοσόφων που απέδειξαν στη φυσική φιλοσοφία τους ότι ο θεός είναι προνοητικός». Ο κόσμος μπορεί να δημιουργήθηκε από τον άνθρωπο αλλά παρ’ όλα αυτά τον υπερβαίνει. Οι σκοποί των ανθρώπων δεν συμπίπτουν με τους σκοπούς της πρόνοιας που πολλές φορές είναι εντελώς διαφορετικοί. Η βεβαιότητα της γνώσης μας για τον πολιτικό κόσμο δεν συνεπάγεται ότι μπορούμε να προκαταλάβουμε και την ιστορία, να την δημιουργήσουμε κατά το δοκούν.
Πώς συμβαίνει αυτό το «θαύμα», η παρέμβαση της θείας πρόνοιας; Η πρόνοια, λέει, χρησιμοποιεί τα πάθη των ανθρώπων για να σώζει και να διατηρεί το ανθρώπινο γένος. Έτσι, από τη λαγνεία δημιουργείται η οικογένεια, από την άμετρη πατριαρχική εξουσία οι πόλεις, από τις καταχρήσεις των ευγενών η δουλεία στους νόμους και η ελευθερία του λαού, από την καταπάτηση των νόμων η μοναρχία, κι από τον έκλυτο βίο των μοναρχών η σκλαβιά σε άλλους ισχυρότερους λαούς.
 Μέσα από τη μελέτη των επεμβάσεων της πρόνοιας ο Βίκο θα διατυπώσει την έποψη για τον κυκλικό χρόνο των πολιτισμών, των corsi e ricorsi, για τις τρεις εποχές του κάθε πολιτισμού: την εποχή των θεών όταν οι εθνικοί λαοί πίστευαν ότι κυβερνώνται από τους θεούς και ότι τα πάντα καθορίζονταν μέσω οιωνών και μαντειών∙ την εποχή των ηρώων οπόταν οι ήρωες κυβερνούν τις αριστοκρατικές πολιτείες και πιστεύουν ότι η φύση τους διαφέρει από εκείνη των πληβείων∙ και τέλος την εποχή των ανθρώπων που είναι η εποχή της ισότητας, των δημοκρατιών και των μοναρχιών. Ένας πολιτισμός που έχει διανύσει και τις τρεις εποχές φθάνει στην παρακμή του όταν οι άνθρωποι γίνονται έκλυτοι∙ τότε «αρχίζουν να περιπίπτουν στην πολυτέλεια και στην τρυφή και να κατασπαταλούν ασυλλόγιστα την περιουσία τους».
Όσον αφορά την ίδια τη θρησκεία και τους θεσμούς της εξουσίας, αυτοί γεννήθηκαν από τον φόβο των ανθρώπων μπροστά σε ανώτερες φυσικές δυνάμεις∙ ο φόβος γέννησε μέσα στο μυαλό την ιδέα να στηριχθούν σε μιαν υπερφυσική δύναμη κι έτσι αναγνώρισαν τη μεγάλη αλήθεια ότι η θεία πρόνοια μεριμνά για τη σωτηρία όλων. Οι άνθρωποι πίστεψαν ότι είναι δυνατό το αδύνατο, και πάνω σ’ αυτό άρχισαν να χτίζουν τον πολιτισμό. Κανένας πολιτικός κόσμος, λέει ο Βίκο, δεν εδραιώθηκε στον αθεϊσμό, εκτός κι αν ο ίδιος ο αθεϊσμός έχει γίνει θρησκεία θα μπορούσε να συμπληρώσει κάποιος από τους επιγόνους του.
Η πολιτική θεολογία του Βίκο κινείται στο μεταίχμιο της θεολογίας και της μεταφυσικής της ιστορίας. Η ετερογονία των σκοπών, δηλαδή η σύγκρουση των αντιτιθέμενων ανθρώπινων σκοπών που γεννά κάτι διαφορετικό από την ανθρώπινη σκοποθεσία είναι ασφαλώς το κοινό έδαφος με τη μεταφυσική της ιστορίας. Ό,τι τον διαχωρίζει από τις αισιόδοξες μεταφυσικές κατασκευές, ό,τι τον φέρνει πιο κοντά στο πνεύμα της εποχής μας είναι οι κύκλοι των πολιτισμών, η έλλειψη πίστης στην ανθρώπινη πρόοδο και η απουσία κάποιου ευτυχισμένου τέλους της ιστορίας, κάποιου happy end.

Σ’ αυτό το φόντο, και σε πείσμα της ευκολίας των καιρών, είναι ευτύχημα το γεγονός (η θεία πρόνοια θα έλεγε ο Βίκο) ότι χάρη στην τελεσφόρα προσπάθεια του Γιώργου Κεντρωτή προστέθηκε στην ελληνική γλώσσα ένα μείζον έργο της παγκόσμιας γραμματείας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: