ΤΗΣ
ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ
Ήταν
η Εποχή όπου το χρόνιο αίτημα τα εργατικής τάξης για πρόσβαση στην Ανώτατη
Παιδεία και του γυναικείου κινήματος για κατάργηση της Ανδροκρατίας στα
Πανεπιστήμια, είχαν πλέον ικανοποιηθεί. Η Εποχή όπου, πέρα από τη διαφάνεια στα
θέματα χρηματοδότησης, το Κράτος δεν παρενέβαινε στα «του οίκου» των
Πανεπιστημίων. Ο θεσμός έχαιρε αυτονομίας: διαμόρφωνε τα προγράμματα σπουδών
όπως ήθελε, αποφάσιζε τους τρόπους πρόσληψης, αξιολόγησης και εξέλιξης των
διδασκόντων, τη χορήγηση υποτροφιών, το σύστημα εξετάσεων, τις ώρες και τις
μορφές διδασκαλίας, τους τύπους διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ διδασκόντων και
μεταξύ αυτών και των διδασκομένων. Τόσο οι θετικές και εφαρμοσμένες επιστήμες
όσο και οι ανθρωπιστικές, έχαιραν απόλυτου σεβασμού και ισονομίας.
Η φιλοσοφία του laisser–aller,
εμπνευσμένη από την πραγματεία του J.
S.
Mill
Περί Ελευθερίας,
ήταν βασική στην έκφραση της προσωπικότητας. Εφόσον δεν έβλαπτες τον άλλο,
ήσουν ελεύθερος να πράττεις και να ζεις όπως θέλεις. Έτσι, ο καθηγητής της
Αστροφυσικής μπορούσε να πίνει μπύρες στο μπαρ του κολλεγίου με τους φοιτητές
και τις φοιτήτριές του συζητώντας για τις μαύρες τρύπες και τη θεωρία του χάους,
η λέκτορας της Αγγλικής Λογοτεχνίας να συζητά στις όχθες του ποταμού Cam, κάτω από τις κλαίουσες ιτέες, για
την αποδόμηση της φιλοσοφίας του Λοκ, της επιστήμης του Νεύτωνα και του μύθου του Ορθολογισμού, ως πράξη επαναστατικής
εξέγερσης στην ποιητική του Ουίλιαμ Μπλέικ, ενώ ο καθηγητής της Γεωλογίας
μπορούσε με τις ώρες να παίζει στα δωμάτιά του βιολοντσέλο και ο νεαρός
ερευνητής των μαθηματικών να μην ανταλλάσσει λέξη για βδομάδες. Ήταν η Εποχή
όπου ο χρόνος είχε μιαν άλλη διάσταση
εκεί: η έρευνα, μέσα στους μαιάνδρους και την απόλυτη σιγή των βιβλιοθηκών, δεν
οδηγούσε παραχρήμα στο χρήμα, αλλά σ’
ένα μακρόσυρτο, ερωτικό αφήγημα της πολυκύμαντης σχέσης των ερευνητών και ερευνητριών
με το γνωστικό αντικείμενο του πόθου τους…
Ήρθαν
όμως τα Δύσκολα Χρόνια μιας ακόμα οικονομικής «κρίσης». Ήταν τότε που στην άλλη
άκρη του Ατλαντικού, οι «δεξαμενές σκέψεις» ως μόνη λύση έβλεπαν την κατάλυση του
σπάταλου Κράτους Πρόνοιας και την υποταγή των πάντων στους σιδερένιους νόμους
της νεοφιλελεύθερης αγοράς. Ως πειραματόζωο, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί το Πανεπιστήμιο,
το οποίο θα υποβαλλόταν σταδιακά σε μια νέα μορφή κυβερνησιμότητας: οι
φαντασιοπληξίες του Newman
είχαν οδηγήσει το Πανεπιστήμιο στον «αισθητισμό» της Γνώσης και τα παρακμιακά
της επακόλουθα. Ως πρώτο στάδιο απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα, θα προβάλλονταν
οι ηθικές αξίες της εργατικότητας, της παραγωγικότητας, του ευγενούς ανταγωνισμού,
της οικονομικής και κοινωνικής «υπευθυνότητας». Το Κράτος, έπρεπε να επέμβει
και να επιβάλλει κανόνες αντικειμενικής αξιολόγησης
και ορθολογικής διαχείρισης των οικονομικών πόρων που παρείχε. Τι ήταν χρήσιμο;
Τι περιττό;
Ήταν
η Εποχή που η κυβέρνηση των Συντηρητικών ανέθεσε στην Μάργκαρετ Θάτσερ το Υπουργείο
Παιδείας! Πέραν του ότι μείωσε σημαντικά τα κονδύλια για τη δημόσια Παιδεία, συνέστησε
πάραυτα Επιτροπές τις οποίες έστειλε στα πανεπιστήμια προκειμένου να υποβάλλουν
στους πανεπιστημιακούς το εξής ερώτημα: «Σε τι χρησιμεύει το γνωστικό σας
αντικείμενο;» Αν η απάντηση δεν ήταν ικανοποιητική, η Υπουργός προέβαινε σε
ανάλογες περικοπές χρηματοδότησης. Μέρος της τακτικής, ήταν η λαϊκίστικη προπαγάνδα
που έστρεφε τη μικροαστική, κοινή γνώμη κατά των πανεπιστημιακών. «Τhe Red under the bed» – o Κόκκινος
κάτω από το κρεβάτι – ήταν μια εύστοχη ατάκα: «τα πανεπιστήμιά μας έχουν
γεμίσει με μαρξιστές!» «Τι είναι ο πανεπιστημιακός; Ένας χαραμοφάης με
τήβεννο!» Στο μεταξύ, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, η ηθική του ανταγωνισμού είχε αρχίσει να αποδίδει. Έτσι, τα «μυαλά»
των αγγλικών Πανεπιστημίων, γοητευμένα από το ανέλπιστο ύψος των αποδοχών που
τους προσφέρονταν εκεί, άρχισαν να μεταναστεύουν.
Το
δεύτερο στάδιο, πήρε τη μορφή προσταγών: Publish or perish! Δημοσιεύστε αλλιώς χάνεστε! Προς
όφελος της εκδοτικής βιομηχανίας και της διάδοσης επιστημονικών ενδιαφερόντων
νέας μόδας. Οργανώστε Συνέδρια! Για
να δουλέψουν οι χαρτοβιομηχανίες, τα ξενοδοχεία, οι αεροπορικές εταιρείες, τα
εστιατόρια, τα μπαράκια, τα κομμωτήρια, οι τεχνικοί, οι καθαρίστριες. Η
συμμετοχή σας με ανακοίνωση θα μετράει στην εξέλιξή σας! Φροντίστε, μέσω
δημοσίων σχέσεων, ώστε το όνομά σας να ακούγεται «διεθνώς». Μην σταματήσετε να
δέχεστε προσκλήσεις και να γυρίζετε τον κόσμο δίνοντας περισπούδαστες διαλέξεις.
Αν το πανεπιστήμιό σας δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα, το Βρετανικό Συμβούλιο
θα φροντίσει γι αυτό. Διαδώστε τη Γλώσσα μας! Αυτή θα αντικαταστήσει τα έσοδα από τα ανθρακωρυχεία.
Έτσι
πήγαιναν τα πράγματα με το «πειραματόζωο», όταν το Εργατικό Κόμμα κέρδισε τις
εκλογές και ακύρωσε όλες τις «νεοφιλελεύθερες» περικοπές. Όμως η κρίση βάθαινε
και η οικονομία βούλιαζε. Η εργατική κυβέρνηση αναγκάστηκε να πάρει ένα μεγάλο
δάνειο από το ΔΝΤ και να εφαρμόσει σκληρότατα μέτρα. Το τέλος του Κράτους
Πρόνοιας και του Εργατικού Κόμματος της Αγγλίας, είχε πλέον σημάνει.
Επανερχόμενη στην Εξουσία ως Πρωθυπουργός, αφού αποκρατικοποίησε και ξεπούλησε
τα πάντα, σε συνέντευξη που έδωσε το 1987 σε ένα γυναικείο περιοδικό, η
Μάργκαρετ Θάτσερ «ξεδίπλωσε» τη κοινωνική φιλοσοφία της:
«Νομίζω
πως διανύσαμε μια περίοδο όπου σε πάρα πολλούς ανθρώπους δόθηκε η εντύπωση πως
αν είχαν κάποιο πρόβλημα, ήταν καθήκον της κυβέρνησης να το λύσει. ‘Έχω ένα πρόβλημα,
θα πάρω επίδομα σπουδών.’ ‘Είμαι άστεγος, η κυβέρνηση πρέπει να μου βρει στέγη’.
Περνάν το πρόβλημά τους στην κοινωνία. Και ξέρετε κάτι, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα
που να λέγεται κοινωνία. Υπάρχουν άτομα, άνδρες και γυναίκες, και οικογένειες …
και τα άτομα πρέπει να φροντίζουν για τον εαυτό τους.»
Νομίζω
πως είναι σε όλους και όλες μας γνωστή η Εποχή που ακολούθησε το συγκλονιστικό Συμβάν
της κατάρρευσης του Αντίπαλου Δέους, το
οποίο, ως τότε, υποχρέωνε τα καπιταλιστικά κράτη να κρατάν κάποιες
«ισορροπίες». Πάραυτα, οι μάσκες πέσανε, και όσα είχαν κερδηθεί με αιματηρούς
αγώνες όχι μόνο ακυρώθηκαν αλλά έπρεπε να επιστραφούν πίσω, συν τους τόκους! Το
τέλος των Μεγάλων Αφηγήσεων είχε
επέλθει.
Στα
μέσα τις δεκαετίας του ’90, ο Πρύτανης του Cambridge έγραφε:
«Ξεχάστε τη μακροπρόθεσμη έρευνα, ακόμα και τη μεσοπρόθεσμη. Η βραχυπρόθεσμη μας
επιβάλλεται. Αν αυτό θα λέγεται ακόμα ‘Πανεπιστήμιο’, αμφιβάλω». Έτσι, τα
αγγλοσαξονικά πανεπιστήμια μετατράπηκαν σε Ανώνυμες Εταιρείες. Οι Managers ανέλαβαν
τη Διοίκηση, η κρατική χρηματοδότηση σταμάτησε, η «αξιολόγηση» καθόριζε την
κατάταξη των Πανεπιστημίων και τους μισθούς των καθηγητών, ανάλογα με την
οικονομική ανταποδοτικότητα. Μερικοί από αυτούς, ιδιαίτερα στις ιατρικές
σχολές, ξεπερνούν κατά πολύ το 1 εκατομμύριο δολάρια! Η διαπλοκή και η διαφθορά
βρήκαν γόνιμο έδαφος.[1]
Καμιά απαγόρευση που άλλοτε επέβαλλαν οι επιστημονικές ενώσεις στην έρευνα, δεν
ίσχυε πλέον: ακόμα και η Ανάσταση Νεκρών περιήλθε στη δικαιοδοσία τους, όπως
απέδειξαν με την Dolly
νούμερο 2!
Η
Παιδεία θεωρήθηκε καταναλωτικό προϊόν. Πληρώνεις, παίρνεις. Το ύψος των διδάκτρων
που θα πλήρωνε ο τέως «φοιτητής» και νυν «πελάτης», αποφασίζονταν από τη νέα,
τεχνοκρατική Διοίκηση του Πανεπιστημίου. Όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, οι
Τράπεζες ήταν πρόθυμες να τους χορηγήσουν δάνεια.
Η
αντίδραση των πανεπιστημιακών σε αυτή τη μετάλλαξη ήταν άμεση. Ωστόσο, οι μορφές
πάλης περιορίστηκαν: στη διεθνή συλλογή υπογραφών, προκειμένου να μην
καταργηθούν τμήματα Ανθρωπιστικών Σπουδών, και στον καταγγελτικό λόγο σε Διαλέξεις, Άρθρα, Βιβλία. Η βιβλιογραφία είναι τεράστια.
Επιθετικότερες μορφές πάλης, απ’ όσο γνωρίζω, όπως πορείες διαμαρτυρίας,
καταλήψεις, μια γενική απεργία των πανεπιστημιακών, η οργανωμένη, συλλογική άρνηση
εφαρμογής των αυταρχικών αποφάσεων, δεν προκρίθηκαν. Έτσι, εδώ και τριάντα
χρόνια, η κατάσταση χειροτερεύει.
Το
πρόβλημα είναι ότι το Σύστημα έχει καταφέρει να ενσωματώσει την «αντίσταση». Οι
πανεπιστημιακοί που έχουν αναλάβει τη διαμόρφωση και εκφορά του καταγγελτικού
λόγου, κατέχουν εξέχουσες θέσεις. Είναι οι πλέον προβεβλημένοι/ες,
ακριβοπληρωμένοι/ες. Τα πανεπιστήμια ανταγωνίζονται προκειμένου να τους/τις «εξαγοράσουν».
Στη φοιτητική αργκό αποκαλούνται: Rock Star Academics! Δεν είναι τυχαίο, ότι
όσοι και όσες έχουν αναλάβει αυτό το ρόλο, απορρίπτουν κάθε ιδέα επιστροφής και
χρηματοδότησης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης από το Κράτος. Έτσι, τα αιτήματα
περιορίζονται στην επίκληση για περισσότερη «αυτονομία», «δημοκρατία», και
στήριξη των ανθρωπιστικών σπουδών.[2]
Για το πανεπιστήμιο Berkeley,
στη θέση των Managers,
προτείνεται η συγκρότηση σώματος Επιτρόπων (Trustees) από αξιοσέβαστους
πολίτες της τοπικής κοινωνίας, οι οποίοι θα διοικούν το Πανεπιστήμιο όχι ως «βιομηχανία»,
αλλά ως κοινωφελές Ίδρυμα!
Να
αναφέρω εδώ ότι ο ξεχασμένος Καρδινάλιος Newman βγήκε
πρόσφατα από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας, και οι ιδέες του εμπνέουν τώρα στην
Αμερική τόσο τους θεολόγους, όσο και τους υπερασπιστές της Ελευθέριας Παιδείας.
Στο μεταξύ, ο νέος χρεωμένος άνθρωπος,
οι «πελάτες» των πανεπιστημίων, αδυνατούν να ξεπληρώσουν τα δάνεια. Μια νέα τραπεζική
«φούσκα» αναμένεται να σκάσει στην Αμερική οσονούπω. Ποιές θα είναι οι
επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, μένει να αποδειχτεί. Το φοιτητικό σώμα, ωστόσο, βρίσκεται ήδη στους δρόμους αντιμέτωπο με τις ασπίδες της
Αστυνομίας. Οι πανεπιστημιακοί τι θα κάνουν; Θα τους ακολουθήσουν, ή απλώς θα
ανακοινώσουν τη «συμπαράστασή τους, όπως έκαναν τη χρονιά του Occupy Wall Street;
Κλείνοντας,
θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο λογοτεχνικά είδη: την Τραγωδία, που καταχώνιασε στη λήθη ο 18ος αιώνας, η
οποία είναι το μόνο είδος που θα μπορούσε να παραστήσει στις μέρες μας την πάλη
και τον αργό θάνατο της Πολιτικής Εξουσίας. Την Ουτοπία, ως παραμυθία για την ανθρώπινη τραγωδία που ζούμε στα
δύσκολα χρόνια της Εποχής μας.
Η
Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμη καθηγήτρια Αγγλικής λογοτεχνίας στο ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου