από τον ΝΙΚΟ ΚΟΥΡΜΟΥΛΗ
Χρήστος Καπάτος |
Μία φορά το μήνα, ή και παραπάνω, αυτή η γωνιά των
«Αναγνώσεων» φιλοδοξεί να αποτελέσει καταφύγιο για συγγραφείς και έργα που
αφορούν την αστυνομική λογοτεχνία και τους γύρω ακάλυπτους χώρους. Ένα
θεμελιώδες είδος πεζογραφικής διάπλασης που θεωρούνταν, επί πολλές δεκαετίες στη χώρα μας,
«παραλογοτεχνία» καταδικασμένη στην άβυσσο της υποκουλτούρας. Κάτι σαν ληγμένο
αφηγηματικό προϊόν, που απευθύνεται αποκλειστικά σε «εύκολους» αναγνώστες. Εκτός
από τους κλασσικούς των δεκαετιών ’40-’50 που τους έσωσε η Ευρώπη από τα δόντια
του Μακάρθι.
Ερχόμαστε να φωτίσουμε πτυχές του σύγχρονου
αστυνομικού μυθιστορήματος. Με κριτική διάθεση. Θα ρωτήσετε το γιατί. Είμαστε σε
θέση να καταθέσουμε μερικούς λόγους. Πρώτον, διαβάζεται απ’ όλο και περισσότερο
κόσμο, σχεδόν διαταξικά. Δεύτερον, ο σκόπελος του μεταμοντέρνου ιδιώματος όχι
μόνο δεν εξασθένησε τα σύμβολα, αντίθετα τα ενίσχυσε. Έτσι οι πρωταγωνιστές των
μυθιστορημάτων, συνήθως επιθεωρητές και όχι μόνο, έχουν την δική τους αυτονομία
και μετά την τελευταία σελίδα. Δημιουργούνται βιογραφικές ακολουθίες που
τοποθετούν τους αναγνώστες σε μια διαρκή εγρήγορση. Τρίτον, τα αστυνομικά
μυθιστορήματα σήμερα αποτελούν τη βάση τηλεοπτικών σήριαλ, που επηρεάζουν
αποφασιστικά το βλέμμα. Τέταρτον, «μυρίζονται» τις κοινωνικές ανακατατάξεις
(πάντα το έκαναν, άσχετο εάν κάποιοι το ανακάλυψαν πρόσφατα) τόσο στην
επιφάνεια, όσο και στον εσωτερικό φλοιό. Πέμπτον, είναι σε θέση να εισέλθουν στις
σπηλιές των ψυχικών μεταπτώσεων των υποκειμένων, μέσα από την εξέλιξη του
εγκλήματος, που έρχεται σιμά με το προχώρημα των κοινωνιών. Έκτον, προσφέρουν
δράση και έχουν μια ιστορία να ξετυλίξουν, που κουβαλά τα ανομήματα πολλών από
εμάς. Ελπίζουμε να σας έχουμε κοντά μας σ’ αυτό το νέο ξεκίνημα. Καλά
διαβάσματα
Επιθυμία
για κυριαρχία
NELE NEUHAUS
Η Χιονάτη πρέπει να πεθάνει
Εκδόσεις
Κλειδάριθμος, μτφρ. Τεό Βότσος, σελ. 550
Η Νέλε Νόιχαους είναι ξανθιά, σαράντα και κάτι, κατάγεται δε από την γερμανική πλευρά των
Άλπεων. Φέρει πάνω της όλα τα κλισέ χαρακτηριστικά του κεντροευρωπαίου
προτύπου. Εν γνώση της τα ανατρέπει, με χειρουργική ακρίβεια. Η συγγραφέας
δίχως να πολιτικολογεί ασυστόλως δείχνει εμφατικά, καίρια χαρακτηριστικά της
γερμανικής κοινωνίας. Η προστακτική του τίτλου ανήκει σε έναν εκ των
πρωταγωνιστών, αυτού του πολυπρόσωπου μυθιστορήματος που τρομάζει με την
ειρωνεία του. Η αθωότητα πρέπει να πεθάνει, διότι αμφισβητεί. Η Νόιχαους
οργανώνει την πλοκή σε μια μικρή πόλη, όχι πολύ διαφορετική από τον γενέθλιο
τόπο της. Το ανακαλυφθέν πτώμα μιας νεαρής κοπέλας, η επί χρόνια εξαφάνιση μιας
άλλης και η αποφυλάκιση του «ασώτου» επίσης νεαρού Τομπίας, που είχε
καταδικαστεί και για τους δύο φόνους, πυροδοτούν τους μηχανισμούς συγκάλυψης
των συμπολιτών τους. Ξαφνικά, η ειδυλλιακή κοινότητα πιστοποιεί ότι κρύβει ένα
μοχθηρό πρόσωπο. Μια υποκριτική νομιμοφροσύνη, άκρως επικίνδυνη. Οι άνθρωποι
στην μικροκοινωνική κλίμακα φθονούν την ομορφιά, γι’ αυτό και θέλουν να την
θάψουν, ενώ αισθάνονται ένοχοι για κρίματα του παρελθόντος. Η ομορφιά δε,
συμβολίζει το διαφορετικό, για να γίνει «αποδεκτή» θα πρέπει να ομογενοποιηθεί
διά της βίας. Άλλιώς... Η κατασκευή αποδιοπομπαίων τράγων αποτελεί μια σίγουρη
επικοινωνιακή μεθόδευση. Όποιος αποζητά το βόλεμα, μπορεί να δεχτεί και την
ευεργετική επίδραση του ζωτικού ψεύδους.
Ένα άλλο
κύριο χαρακτηριστικό της τοπικής κοινωνίας, όπως το αποδίδει γλαφυρά η
συγγραφέας, είναι οι ιεραρχικές δομές της κοινότητας. Που όμως στηρίζονται πάνω
στην εκβιαστική σχέση δανειστή και οφειλέτη. Εκείνο που «δένει» το αδιάσπαστο
της ιεραρχίας, δεν είναι άλλο από τη διαπραγμάτευση του χρέους. Μέσα σ’ αυτό το
πλαίσιο, η εγκληματική μάσκα κρύβεται επιμελώς κάτω από το χαλί. Δίνεις,
παίρνεις, μέχρις ότου η «μάνα» αποφασίσει ποιους θα χρεοκοπήσει.
Κάποιοι μπορεί
να κάνουν αναγωγές στην «Λευκή κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε, μια ευθεία αναφορά
στην ανοχή και την άνοδο της χιτλερικής νοοτροπίας. Όμως η Νόιχαους, αποφεύγει
τις νεφελώδης παραπομπές και μιλά συγκεκριμένα: Σ’ ένα άγριο παιχνίδι εξουσίας,
οι άνθρωποι ενεχειριάζονται, αφού πρώτα έχουν δεχθεί τον εκβιασμό.
Η Νόιχαους
ακολουθεί, πιστά, την χιτσκοκική τεχνική που συναντούμε και στα βιβλία του
Τζέιμς Μ. Κέιν. Αποκαλύπτει πρώτα στον αναγνώστη τις ακροστιχίδες του μυστηρίου
και αφήνει τους ήρωές της να παλεύουν στο σκοτάδι μέχρι το τέλος. Ο αναγνώστης,
έτσι, ανταγωνίζεται την ίδια την εξέλιξη της ιστορίας. Η πλοκή γυρίζει το
στροφόμετρο στο τέρμα, και ουδείς αθώος. Ή μάλλον ακόμη και ο αθώος έχει πάνω
του ίχνη ενοχής. Το δυσοίωνο που αναδεικνύεται στο βιβλίο, βγαίνει από τις
ρωγμές μιας κοινωνίας υποτίθεται συμπαγούς. Οι αιτίες, πίσω από τα εγκλήματα,
ανάγονται σε απωθημένα και ενορμήσεις, που έχουν να κάνουν κυρίως με την
επιθυμία για κυριαρχία. Ένας εγωτικός επεκτατισμός, που στο διάβα του σαρώνει
τα συναισθήματα. Μετά, αυτό που μένει είναι ο ψυχρός υπολογισμός.
Οι ντετέκτιβ,
Πία Κίρχοφ και Όλιβερ φον Μπόντενσταϊν, που καλούνται να σπάσουν το κύκλο της
σιωπής είναι εκ πρώτης όψεως ένα δίδυμο γραφειοκρατών. Δεν κουβαλούν καμιά
«καταραμένη» αδυναμία, ούτε είναι πληθωρικοί. Αφήνουν τα γεγονότα να έχουν το
πρώτο λόγο. Φαίνονται να έχουν πυκνότητα, όμως από κάτω είναι ευάλωτοι. Η μεν
Κίρχοφ είναι σχεδόν ανέστια, ο δε φον Μπόντεσταϊν βρίσκεται στο τελευταίο
στάδιο ενός επώδυνου διαζυγίου. Στον χαρακτήρα τους, αποτυπώνεται η ρήση: «αυτό
που φαίνεται, δεν είναι». Θα αντιπαρατεθούν με αξίες που θεωρούν κεκτημένες,
αλλά στο υπόστρωμα είναι σαθρές. Η Νέλε Νόιχαους κατασκευάζει ένα αξιοπρόσεχτο
έργο, καθρέφτη όσων μας λείπουν από την κεντροευρωπαϊκή κοινωνία σήμερα. Με
έντεχνη κριτική ματιά και ισχυρές δόσεις αυτοσαρκασμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου