ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ
ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ΜΑΡΚΟΣ Φ.
ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ, Άχθος Αρούρης, ποιήματα
και πεζά, Αθήνα 2014, σελ. 48
Με τη σοφία
των χρόνων, αποκτηθείσα στους δρόμους της μουσικής και της λαογραφίας, ο Μάρκος
Δραγούμης μας δίνει ένα στοχαστικό καταστάλαγμα, μετερχόμενος τρόπους
ποιητικούς ποικίλους, διατρέχοντας το παρόν με διάθεση απολογισμού και
αισθητικής αποτίμησής του.
Το πάγιο της θέλησής μας είναι σαν τη μέσα
υγρή ζωή μας. Όπως όταν οι υδρόφιλες ιτιές κάμπτουν τη μέση τους τυλιγμένες σε
ατμούς και ανάποδα πεδία ανώτερα της δύναμής τους. Τότες είναι που οι ικέτες μ’
ένα νεύμα εισχωρούν ντυμένοι αοιδοί σε μεγαλιθικούς ναούς βαστώντας απ’ τα
μαλλιά τις σκοτεινές έξεις τους. Απ’ όλα αυτά αναδύεται ένας κίτρινος κρόκος τω
όντι λίαν αχανής. Ίδιος με την πηγή της απελπισίας που με ταλανίζει σαν να μην
είμαι πια αυτός.
Παρά την
ποικιλία, το ύφος είναι ενιαίο, γιατί το ποιητικό προφίλ ανακαλεί μια
προσωπικότητα συγκροτημένη, καλλιεργημένη, αρκούντως υποψιασμένη για τη γύρωθεν
πραγματικότητα αλλά και για τις διαρκέστερες κινήσεις του χρόνου και της
ιστορίας, ώστε ο λόγος να μη σύρεται στην εντυπωσιολογική καταγραφή αλλά να
αναδρά και να διεκδικεί τον δικό του χώρο μέσα στην πραγματικότητα.
Δονήσεις χορδών και ταξίμια
Δομές μουσικής κι εγχειρίδια
Ξινοτύρια, βλίτα και κρέπες
Μεθύσια με βότκα, καρέκλες
Τα ψητά θα τα φάμε σαν κτήνη
Σαρδέλες παστές κι ό,τι μείνει
Τους αγγέλους που έρχονται δείτε
Στη δοκό ο αθλητής αιωρείται
Αυτή δα κι αν είναι μια ρήξη
Σαν το σκάκι που διώχνει την πλήξη
«Ποιήματα –
Πεζά» αυτοχαρακτηρίζεται η έκδοση, με το πρώτο πεζό να αφιερώνεται στον Πάνο
Κουτρουμπούση, και να μας παραπέμπει στα «ταχυδράματά» του, όχι μόνο για το
ευσύνοπτο των εγγραφών αλλά και για το δραστικό ζητούμενο μιας οιονεί ροκ
οπερέτας, ως μινιατούρα γραφής τώρα, όπου ο ποιητικός ρυθμός απισχνούται, ώστε
να αναδυθεί ευκρινέστερα η δραματουργική πλοκή. Έστω κι αν αυτά τα πεζά
διαθέτουν ποιητικότητα, τουλάχιστον ανάλογη όσων πεζόμορφων σήμερα
αυτοχαρακτηρίζονται ως ποιήματα, ο Δραγούμης τα διαχωρίζει από τα ποιήματα,
αναδεικνύοντας έτσι τη διάρκεια των ειδών, παρά τις μίξεις και τις διαπιδύσεις
– όπως και στη μουσική άλλωστε. Αν έπραττε διαφορετικά, υποκύπτοντας στον πειρασμό,
θα ακύρωνε το όλο εγχείρημα του βιβλίου, ως ένα σχόλιο της διάρκειας:
Και τώρα τι; Ανεβαίνω στην ταράτσα να δω τα
μαύρα σύννεφα και τις αστραπές. Βλέπω το τεράστιο ρήγμα που χάραξε στο πέρασμά
του ο σεισμός.
Γιατί χωρίς
τις ειδολογικές διακρίσεις, ο ήχος και ο ρυθμός, ως προσδιορισμένα στοιχεία των
εποχών, θα έμεναν μετέωρα, η δε (μουσική) γλώσσα προσπέλασης της ιστορίας
αμήχανη.
Βαγγέλης Τάτσης |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου