22/11/14

Ο Θεός ως σημαίνουσα απουσία

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ

Νίκος Αλεξίου, «The End», 2007, εκτύπωση σε αρχειακό χαρτί, 152 Χ 152 εκ.

ΑΓΟΥΣΤΙΝ ΓΚΑΡΘΙΑ ΚΑΛΒΟ, Περί Θεού, μτφρ. Κώστας Παναγιωτίδης, εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2014

Το βιβλίο Περί Θεού του Αγουστίν Γκαρθία Κάλβο είναι η αφήγηση μιας σύγχυσης, την οποία ο συγγραφέας εξ αρχής, αποδέχεται ως δεδομένη μέσα στο γλωσσικό μας συγκείμενο. Ωστόσο, χρησιμοποιώντας άριστα και εις βάθος τους όρους και τις δομές του γλωσσικού συγκειμένου την αποκαλύπτει ως αδιέξοδη. Η σύγχυση έχει ως αφετηρία της την ύπαρξη του Θεού: θεολογικά, συναισθηματικά, γλωσσικά· το υπάρχειν του Θεού. Ο Θεός έχει ύπαρξη και η ύπαρξη αυτή είναι ανόλεθρη, είναι πάντα ο ίδιος ως προς τον εαυτό του, ανεξάρτητα από την ονοματοθεσία του, και άρα είναι ο ίδιος ως προς το υπάρχειν του μέσα στο γλωσσικό συγκείμενο της ανθρώπινης φθοράς και της εξουσίας του θανάτου πάνω στα ανθρώπινα.
Η σύγχυση ασφαλώς προκύπτει από την απόδοση ύπαρξης (existentia) στον Θεό. Θα πρέπει, ωστόσο, να καθορίσουμε πρωτίστως τους όρους υπό τους οποίους η existentia αποδίδεται στον Θεό. Κατ' αρχάς, η existentia αφορά αποκλειστικά τον θεολογικό Θεό. Ο θεολογικός Θεός είναι μια αρκετά γνωστή επινόηση του χριστιανισμού, ή καλύτερα της εποχής που ο χριστιανισμός συγκροτείται ως δόγμα, ως θεωρία, ως φιλοσοφική αντίληψη. Αντίθετα, γνωρίζουμε ότι ο βιβλικός Θεός δεν είναι θεολογικός, και κατά συνέπεια η απόδοση ύπαρξης στον Θεό δεν μπορεί να εδραιωθεί από το βιβλικό κείμενο. Ο Κάλβο, άλλωστε, στο βιβλίο του ασχολείται διεξοδικά με τον χωρίς ύπαρξη βιβλικό Θεό και οι γλωσσολογικο-φιλοσοφικές του παρατηρήσεις σχετικά με την ταυτολογική οντότητα του βιβλικού Θεού είναι πράγματι διεισδυτικές και γλωσσολογικά απόλυτα εδραιωμένες. Η ταυτολογική ονοματοθεσία, την οποία το βιβλικό κείμενο εισάγει με τη διατύπωση "εγώ ειμί ο ών", "Είμαι αυτός που είμαι", "Είμαι ο Είμαι" κ.λπ., δεν θα μπορούσε διόλου να στηρίξει την απόδοση ύπαρξης στον Θεό. Και ασφαλώς, μέσα στο κείμενο του Κάλβο η διατύπωση του συγγραφέα, κατά την οποία η θεολογική ή θεία διάλεκτος είναι εκείνη "διά μέσου της οποίας επιχειρεί πλέον ο Θεός να προωθηθεί μέχρι την ύπαρξή Του" (σ. 37), δεν ισχύει για το ίδιο το βιβλικό κείμενο, το οποίο παραμένει ερμητικά ασαφές ως προς το ζήτημα αυτό, και πάντως η ίδια η ασάφειά του δεν αφήνει περιθώρια μιας θεολογικής διαλέκτου η οποία εκβιάζει τον Θεό να προωθηθεί "μέχρι την ύπαρξή Του". Η γλωσσολογική ανάλυση του Κάλβο αποδεικνύει, άλλωστε, την ασάφεια και τη μυστηριακή εκτροπή της θείας διατύπωσης.

Ο Κάλβο σημειώνει την ασάφεια: ο Θεός διά της ταυτολογικής του διατύπωσης "απορρίπτει για τον εαυτό του οποιοδήποτε Κατηγόρημα δεν είναι το ίδιο το Υποκείμενο, αρνείται να είναι οποιοδήποτε Υποκείμενο δεν είναι η κατηγόρηση του εαυτού Του: δεν μπορεί να είναι παρά αυτός που είναι, και την ίδια στιγμή, πρέπει να είναι ο ίδιος που το λέει αυτό" (σσ. 37-38). Το συμπέρασμα είναι μάλλον αντίθετο από εκείνο του Κάλβο: η κακοποίηση της γλώσσας όχι μόνο δεν προαναγγέλλει το επινόημα του υπάρχειν για τον θεό, αλλά αντίθετα το αποκλείει, και είναι ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο που η γλώσσα κακοποιείται.
Στο ζήτημα αυτό της απόδοσης ύπαρξης στον Θεό, η ερμηνεία του βιβλικού κειμένου, όπως την επιχειρεί ο ιουδαϊκός μυστικισμός και ιδιαίτερα η Λουριανή Καμπάλα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Στη γλώσσα της Λουριανής Καμπάλα, ο Θεός είναι μια σημαίνουσα απουσία μέσω της συρρίκνωσής του (Trimtsum), και είναι αυτή η απουσία που υποδηλώνεται διά της ταυτολογίας "εγώ ειμί ο ών". Ως απουσία, ο Θεός αποσύρει τον εαυτό του από τη Δημιουργία, προς την οποία είναι και παραμένει ξένος. Κατά συνέπεια, δεν είναι παρών στη Δημιουργία, δηλαδή δεν έχει ούτε παροντικότητα ούτε ταυτότητα. Η κατάσταση αυτή της μη παρουσίας του Θεού, συνεπάγεται την απόσυρσή του από τον χώρο της exestentia, κατά τρόπον ώστε η ίδια η γλώσσα να μην μπορεί να μιλήσει γι' αυτόν, και μάλιστα να μιλήσει με όρους ύπαρξης, υπάρχειν, έχει ύπαρξη. Η κακοποίηση της γλώσσας, προκειμένου η γλώσσα να μιλήσει για το άλεκτο, το μη έχον ύπαρξη, του Θεού, αποδεικνύει ακριβώς την ασάφεια και τη μυστηριακότητα του βιβλικού κειμένου, αλλά επίσης και την αντιφατική του δόμηση. Περαιτέρω, απογυμνωμένες από την existentic ο Θεός εγκλείεται μέσα στην Ουσία του (essentia). Αλλά η essentia είναι ανεξηγήσιμη, άλεκτη και πέρα από τα ρήματα, και τις κατηγορήσεις.
Ο Κάλβο γράφει: "Φυσικά, ο Θεός υπάρχει: πώς να μην υπάρχει, εφόσον εξαρχής θέτω το ζήτημα της ύπαρξής του, εφόσον το ρήμα "υπάρχω" [existir, έχω ύπαρξη] επινοήθηκε, στις σχολές και τις εκκλησίες, ακριβώς γι' Αυτόν και για να μπορεί να γίνεται το κόλπο που αναφέρω” (σ. 22) Ακριβώς, λοιπόν, η ύπαρξη του Θεού επινοήθηκε, όχι όμως από το βιβλικό κείμενο και τις ερμηνείες του, αλλά επινοήθηκε από σχολές και εκκλησίες, δηλαδή επινοήθηκε για να αποδοθεί στον θεολογικό Θεό, για να θεμελιωθεί ο θεολογικός Θεός, και έτσι θεμελιωμένος να περάσει στη γλώσσα, στη γραφή και στην ομιλία. Πράγματι, ο θεολογικός Θεός υπάρχει, έχει ύπαρξη, βρίσκεται μέσα στην επικράτεια της existentia και κατά συνέπεια μέσα στον χώρο του θεολογικώς σκέπτεσθαι και του ιστορικώς ομολογείν.
Σε αντίθεση, ο Θεός ως essentia είναι το κατ' εξοχήν κενό σημαίνον. Και για τον λόγο αυτόν έχει συνδεθεί με ένα άλλο πρωταρχικό κενό σημαίνον: τον έρωτα. Ο Θεός είναι έρως (Amor), δηλαδή δύναμη ερωτική και επιπλέον πράξη ανθρώπινη που την υποκινεί το κενό σημαίνον του έρωτος. Ο θεός και ο έρως είναι ζώντες “ως εάν”. Η διαφορά τους ίσως είναι ότι ο Θεός δεν ταυτίζεται με τον έρωτα, διότι ο Θεός είναι καθαρή essentia, ενώ, όπως ομολογεί ο Dante, ο έρως είναι κάτι μέσα στην essentia. Αυτό εξηγεί το τι έστι του Θεού, για να χρησιμοποιήσω χαϊντεγγεριανή ορολογία - ως αποκαλυπτικό μυστήριο και παράδοξο.
Ο Κάλβο διατείνεται ότι “ο Θεός είναι ο διαχειριστής του θανάτου του καθενός” (σ. 71) και συμπεραίνει: “ο τρόμος του Θεού, για τον πιστό, είναι ο τρόμος μήπως δεν υπάρχει Θεός, ενώ, για όποιον δεν πιστεύει είναι ο τρόμος, ή μάλλον η λύπη και η οδύνη, ότι ο Θεός υπάρχει· ο πιστός όμως και ο μη πιστός συγκατοικούν σ' εμένα, σ' έναν γάμο που είναι ανυπόφορος αλλά και υποχρεωτικός” (σ. 74). Διαχείριση θανάτου, πίστη και μη πίστη τίθενται εδώ στην ίδια βάση: την ύπαρξη του Θεού. Χωρίς αυτή την πρωταρχική παραδοχή, οι όροι και οι λέξεις μέσω των οποίων σημαίνονται θα είχαν άλλη τροπή, έξω από τη γλωσσική τους δόμηση και έξω από συσχετισμούς οι οποίοι μπορούν να υποστηρίζονται από λογικές εννοιολογήσεις. Η βιβλική λέξη για την πίστη είναι η λέξη emunah, η οποία το μέγιστο που μπορεί να δηλώσει είναι μια στάση, μια σχέση εμπιστοσύνης του ρητού προς το άρρητο, του υπάρχοντος προς την ύπαρξη, όπως θα έλεγε ο Emmanuel Levinas, όπου η ύπαρξη δηλώνει κάτι πέραν του υπάρχοντος, πέραν δηλαδή αυτού που έχει ύπαρξη. Είναι, εξάλλου, γνωστή η παραδοξική διατύπωση του Shalom Ben Chorin κατά την οποία “ο πιστός δεν πιστεύει στον Θεό· Τον πιστεύει”. Πιστεύω στον Θεό, σημαίνει ότι πιστεύω στην ύπαρξη του Θεού. Τον πιστεύω, σημαίνει ότι το υπάρχον του Θεού δεν αφορά τον Θεό, και άρα δεν μπορώ να έχω εμπιστοσύνη στο υπάρχον του Θεού. Σημαίνει, όπως θα το έθετε ο Samuel H. Bergman, ότι “εισέρχομαι σε μια σχέση άμεσης βεβαιότητας, άμεσης εμπιστοσύνης, άμεσης πίστης” (Samuel H. Bergman, Faith and Reason, Β'nai B'rith Hillel Foundations, μτφρ. Alfred Jospe, Ουάσιγκτον 1961, σ. 15).
Ο Γερμανός-Εβραίος φιλόσοφος Hermann Cohen, με άριστη ραββινική παιδεία, υποστήριζε πως ο Θεός δεν “υπάρχει”, δεν έχει πραγματικότητα και δεν μπορεί να περιγραφεί, ούτε μπορεί κάποιος να πιστεύει σ' Αυτόν. Ο Cohen, βέβαια, προσέβλεπε προς ένα φιλοσοφικό Θεό, προς την αναπαράσταση, μέσω του Θεού, της Ιδέας που διασφαλίζει τη συνέχεια της φυσικής και της ανθρώπινης υπόστασης. Πράγματι, μόνον έτσι ο Θεός είναι δυνατόν να μετέχει ενεργά της Δημιουργίας, υποκινώντας και συμμετέχοντας στην ελεύθερη δημιουργία του ανθρώπου, και στηρίζοντας τα θεμέλια που ο ίδιος ο άνθρωπος θέτει για τον εαυτό του. Κατά συνέπεια, η πίστη ή μη πίστη στον Θεό είναι επίσης επινοήματα, όπως ακριβώς επινόημα είναι η ύπαρξη του θεολογικού Θεού. Διαχειριστής του θανάτου δεν είναι ο Θεός, αλλά η ίδια η ζωή χωρίς τη διαμεσολάβηση του Θεού, ως σχέση “άμεσης βεβαιότητας” με τον εαυτό της.
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή αναφορά στο βιβλίο του Κάλβο, θα ήθελα να επαναλάβω τα λόγια του Samuel H. Bergman σχετικά με την αποδοχή της ιδέας του Θεού από τον Hermann Cohen. “O Hermann Cohen”, γράφει ο Bergman, “είχε σκεφθεί ότι η μοναδικότητα του Θεού μπορεί να γίνει αποδεκτή μόνον αν ο Θεός κατανοηθεί ως εξ ολοκλήρου διαφορετικός από τον κόσμο. Κατά συνέπεια, προχώρησε σε μια ριζοσπαστική διάκριση ανάμεσα στο “είναι” του Θεού και στο “γίγνεσθαι” του κόσμου και παρομοίασε τη σχέση Θεού και κόσμου με τη σχέση ενός φωτός και της σκιάς του” (σ. 124).

Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής φιλοσοφίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: