23/11/13

Η 4η Μπιενάλε της Αθήνας

Ένας κριτικός απολογισμός

ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΛΕΔΑΚΗ

Blitz Theatre Group, Γαλαξίας, από την 4η Μπιενάλε της Αθήνας AGORA, 
στο Παλιό Χρηματιστήριο της οδού Σοφοκλέους
Η 4η Μπιενάλε της Αθήνας, Agora, παρουσιάζεται από τις 29 Σεπτεμβρίου έως την 1 Δεκεμβρίου στο παλιό κτίριο του Χρηματιστήριου Αθηνών. Η Σοφοκλέους υπήρξε τις καλές μέρες συνώνυμη της ευημερίας και του πυρετικού νέου χρήματος. Για καιρό μετά την κατάρρευση της ιδέας της δυνατής Ελλάδας, η οδός έστεκε άδεια και σε εκκρεμότητα, ενέχυρη. Μια μεθυστικά θολή ανάμνηση στοίχειωνε την περιοχή και επισήμαινε τον γύρω χώρο ως απόρριμμα. Ή για να χρησιμοποιήσουμε επακριβώς μια διατύπωση της Κρίστεβα, “ένα φορτίο εξίσου απωθητικό και απωθημένο, ένα βαθύ πηγάδι της μνήμης που είναι απρόσιτο και κοντινό: αποκείμενο”. Τα τελευταία χρόνια υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι κάτι λείπει από τη Σοφοκλέους. Σα να είχε αφαιρεθεί ένας όγκος αλλά να παρέμενε η επίμονη επισφάλεια του μετά. Μια αναλογία τού «και τώρα τι;» που ρωτούν οι επιμελητές της φετινής Μπιενάλε της Αθήνας.

Η αγορά μεταφέρθηκε σε νέα τοποθεσία, δίχως σε συμβολικό επίπεδο να αντικατασταθεί από μια νέα ιδέα που θα γέμιζε το κενό που άφησε πίσω. Από τότε, με την οικονομική κρίση σε βαθιά κλιμάκωση, έχει απλωθεί ένα βαρύ πέπλο πάνω από το πλέγμα των ανθρώπων και της πόλης∙ η σκληρότητα της νέας πραγματικότητας, μια μορφή δυσθυμίας και μια αίσθηση υπολειπόμενου. Η Μπιενάλε στη Σοφοκλέους, λοιπόν, περισσότερο από κάθε προηγούμενη εκδοχή της, αποτελεί μια δήλωση. Η δήλωση στην προκειμένη περίπτωση έχει χαρακτήρα σημειωτικό. Δεν συνιστά δηλαδή μία ενοποιημένη αφήγηση, αλλά ένα απόσπασμα. Με τρόπο σχεδόν ανεκδοτολογικό, υπαινίσσεται ένα σύστημα. Το σύστημα στο οποίο αναφέρεται –όπως εύκολα μπορεί να υποθέσει κανείς– είναι αυτό της αγοράς. Μια ταύτιση δηλαδή του ίδιου του τίτλου της έκθεσης και του χώρου στον οποίο στεγάζεται, τουτέστιν του εμβληματικού κουφαριού του παλιού χρηματιστηρίου. Εννοιολογικά, λειτουργεί ως κατάφαση και κυριολεξία όρων. Το μήνυμα ευθύ: η κρίση και η αγορά – η αγορά με τη διπλή έννοια της οικονομίας και του διαλόγου.
Η διττή ερμηνεία την οποία έχει στην ελληνική γλώσσα η έννοια της αγοράς, ως οικονομία (στην καθομιλουμένη) και ως τα κοινά (σε λόγια συμφραζόμενα) βρίσκει εδώ ένα ευνοϊκό πεδίο για τη διαμόρφωση νοηματικών και επικοινωνιακών συσχετισμών. Η κρίση των αγορών, η οποία έχει αποτελέσει από το 2009 κανόνα αρνητικής μεταστροφής για την καθημερινότητα του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού και κύριο αντικείμενο αγωνίας, προβληματισμού και ρητορικών στο δημόσιο λόγο, αποτελεί στη Μπιενάλε της Αθήνας το ταυτόσημο επίκεντρο του ενδιαφέροντος: μια αγορά για τις αγορές. Ένας χώρος συζήτησης για τα προβλήματα που έχουν προκαλέσει οι καταχρήσεις των αγορών στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική ζωή. Από το σχήμα πάλι κάτι λείπει: οι υπερταυτίσεις συνιστούν εύκολα ρητορικά και διανοητικά σχήματα και προκρίνουν έναν μη παραγωγικό τρόπο αντίληψης και, ως εκ τούτου, διαχείρισης του κόσμου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, βεβαίως, ενόσω διατυπώνουμε κριτικές προσεγγίσεις για τέτοιου είδους περιοδικές εκθέσεις, ότι πρόκειται για ένα πρότυπο πολιτιστικής παραγωγής το οποίο εξ ορισμού συγκροτείται σύμφωνα με τις αρχές του branding. Οι περισσότερες Μπιενάλε διεθνώς στοιχειοθετούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο και συνήθως δεν επικαλούνται κάποιο αξιακό σύστημα διαφορετικό από αυτό που πράγματι προωθούν.
Το θέμα που τίθεται εδώ, είναι ότι η Μπιενάλε της Αθήνας προβάλλει ένα πρόσχημα συμμετοχής και συνδιαμόρφωσης, το οποίο υπονοεί την ύπαρξη μιας διαφορετικής αξιακής βάσης. Στην Ελλάδα της κρίσης έχει θεωρηθεί αυτονόητο ότι όλα όσα κάνουν οι άνθρωποι μαζί γίνονται και με κοινωφελή σκοπό. Είναι τέτοια η κοινωνική οριακότητα η οποία έχει επέλθει, που η ανάγκη νοηματοδότησης και επανερμηνείας έχει αφεθεί σε μορφοποιήσεις απόλυτης αυθαιρεσίας. Πρέπει, όμως, να γίνει επιτέλους σαφές ότι υπάρχει διάκριση μεταξύ των από-τα-κάτω διαδικασιών κοινωνικής συνδιαμόρφωσης (αυτό που ορίζουμε δηλαδή με πολιτικούς όρους ως κινηματική διαδικασία) και εκείνων των κατά παραγγελία, και με πρότυπα εταιρικής παραγωγικής κατεύθυνσης, μορφών δημιουργίας και των αντίστοιχών τους αρθρώσεων λόγου. Έτσι, εξηγείται λοιπόν –μεταξύ άλλων– η θολή και αναποτελεσματική απεύθυνση που έτεινε η 4η Μπιενάλε προς τα κρίσιμα ζητήματα της σύγχρονης συγκυρίας.
Ας περάσουμε όμως σε μία κριτική των επιλογών της έκθεσης ως προς τα καλλιτεχνικά έργα με σκοπό να κάνουμε έναν αδρό, εδραζόμενο σε περιπτώσεις, απολογισμό. Ανάμεσα σε όλα τα εκθέματα που θα δει ο επισκέπτης της έκθεσης στους χώρους της Σοφοκλέους και της Ευπολίδος (στο CAMP), ξεχωρίζουν το κεραμικό γλυπτό του Νίκου Τρανού, τα βίντεο του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου και του Vladimir Nikolić, οι δερματόδετοι τόμοι του Βασίλη Βλασταρά και οι βίντεο-εγκαταστάσεις της Bertille Bak και του Τεό Προδρομίδη. Αξιοσημείωτες στιγμές συνιστούν και τα έργα των Navid Nuur, Irina Botea, Gabriel Kuri, και Bernd and Hilla Becher που αποτελούν επιτομή των σύγχρονων ή των σχετικά πρόσφατων –όμως ακόμα ιδιαίτερα επιδραστικών– διεθνών καλλιτεχνικών πρακτικών. Επίσης, ο Πέτρος Τουλούδης με την εγκατάσταση The artist avoids the future εγκαθιστά μια πηγαία ποιητική αντίληψη και έναν λεπτοφυή συντονισμό με τον προβληματισμό της Μπιενάλε, ωστόσο δεν κατορθώνει μέσα στο πολύβουο περιβάλλον της συγκεκριμένης έκθεσης να διαβιβάσει το δυνητικό περιεχόμενο. Τα έργα ασφυκτιούν στον εκθεσιακό χώρο, ενώ κάτω από την ασαφή –και νοηματικά διασπασμένη– επιμελητική ομπρέλα, μένουν μετέωρα. Ένα συμπαγές εννοιολογικό πλαίσιο θα επιδεχόταν, ίσως, μια πιο πυκνή τοποθέτηση, η οποία εδώ δεν ευδοκιμεί. Σε αριθμό βέβαια τα εκθέματα είναι, πράγματι, λίγα για το αναμενόμενο μέγεθος μιας Μπιενάλε∙ δεδομένου όμως και του πολυάσχολου ανάγλυφου του κτιρίου, δείχνουν περισσότερα από ό,τι μπορεί ο χώρος να υποστηρίξει.
Ως προς τις επιμελητικές αντιστίξεις που διαμορφώνονται μεταξύ των έργων, καίρια είναι η συνύπαρξη των πρακτικών των Α. Πίττα, E. Baum και A. Akhavan, η οποία κατορθώνει με εύστοχη οικονομία μέσων να συμπυκνώσει το ερώτημα που θέτει η έκθεση. Ατυχής στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ωστόσο, είναι η παρουσίαση των έργων της Laurie Simons και του Rainer Ganahl, που δίνουν τόνο παρωδίας και μάλλον θολώνουν παρά διασαφηνίζουν τις επιμελητικές προθέσεις, οι οποίες ούτως ή άλλως δε βρίσκουν πρόσφορο έδαφος μέσα στο σημειωτικά θορυβώδες κτίριο του παλιού Χρηματιστηρίου και ενδιάμεσα στην αυτόνομη τροχιά των διασταυρούμενων λόγων του προγράμματος εκδηλώσεων: ομιλιών, performances και συναυλιών που κυριαρχούν πάνω στο συνολικό εγχείρημα και συστήνουν μια χειρονομία κατακερματισμού της επίδρασης που δημιουργεί η έκθεση.
Συνοψίζοντας, η Agora αποτελεί μια ιδεολογικά συγχυσμένη χειρονομία∙ θεμελίωσε μεν ό,τι αποσπασματικά προοιώνιζε στη 2η Μπιενάλε της Αθήνας, Heaven, η επιμέλεια της Chus Martinez, «World Question Center» (από το «World Question Centre» των Jef Cornelis & James Lee Byars, performance και video, 1969, έργο το οποίο συμπεριλήφθηκε στην έκθεση), απέτυχε δε να μετουσιώσει το ερώτημα «Και τώρα τι;» σε συμπαγή κριτική με οργανικές πρακτικές προεκτάσεις. Διά μέσου μιας απήχησης των θεωρήσεων του Άντερσον για τις Φαντασιακές Κοινότητες, θα θέσω υπό εξέταση το διακύβευμα της 4ης Μπιενάλε ως τη φαντασιακή διαμόρφωση μιας προσομοιωτικής Αγοράς, η οποία συναρμολογεί την αισθητική των σοσιαλμιντιακών εφαρμογών, των ιντερνετικών φόρουμ και των νεο-ακτιβίστικων αστικών παρεμβάσεων εξωραϊστικού περιεχομένου, με αυτή ενός πολιτιστικού διακυβεύματος που διατείνεται μια οιονεί διασάλευση, στεγαζόμενο κάτω από μεσίστιες μαυροκόκκινες μπαντιέρες. Σημείο μιας μετάλλαξης που ηθικά και πολιτικά εκτείνεται μεταξύ ενός δυστοπικού υβριδισμού και μιας θετικά προσλαμβανόμενης queer διαδικασίας.

Η Ευαγγελία Λεδάκη είναι ανθρωπολόγος/επιμελήτρια εκθέσεων

Δεν υπάρχουν σχόλια: