23/11/13

Ανάκτηση του μέλλοντος

Προδημοσίευση από τον συλλογικό τόμο, «Κυβέρνηση της Αριστεράς. Δρόμος για το μέλλον ή παρένθεση;», που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις «Τόπος»

Rainer Ganahl, Credit Crunch, κεραμικά,
από την 4η Μπιενάλε της Αθήνας AGORA, 
στο Παλιό Χρηματιστήριο της οδού Σοφοκλέους
  
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗ

Ο δομικός χαρακτήρας της κρίσης, καθώς και ο συνδυασμός της με την οικολογική κρίση και την κλιματική αλλαγή, καθιστούν αναγκαία την επικαιροποίηση της συζήτησης για το σοσιαλισμό και το περιεχόμενό του, καθώς και της συζήτησης για τους δρόμους μετάβασης σ’ αυτόν, μια συζήτηση που είχε εγκαταλειφθεί προ πολλού και από πολλούς.
Μετά τις εμπειρίες του 20ού αιώνα και την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, η επίκληση του «σοσιαλισμού» δεν συνιστά μια απάντηση με αυτονόητο περιεχόμενο. Αντίθετα, υποδηλώνει την ανάγκη για μια επαναθεμελίωση και επαναπροσδιορισμό του νοήματος του σοσιαλισμού σε συνάρτηση με τη δημοκρατία, την ελευθερία, την αειφορία, με τρόπο ώστε να ενσωματώνει την κριτική του παρελθόντος και τις ανάγκες του παρόντος και του μέλλοντος. 

Ο «αντικαπιταλισμός», επίσης, του 20ού αιώνα επηρεάστηκε βαθιά από τη νομιμοποίηση που παρέσχε ο κεϋνσιανισμός στην κρατική παρέμβαση, που, πολλές φορές, η επέκτασή της θεωρήθηκε από τη σοσιαλδημοκρατία ως «μετάβαση στο σοσιαλισμό» ή ως «σοσιαλισμός». Αγνοήθηκε το γεγονός ότι η εμπορευματοποίηση και η καπιταλιστική λογική μπορούν να διεισδύουν και να επεκτείνονται και εντός του κράτους και κάτω από το «δημόσιο» κέλυφος. Όπως έχει αποδειχθεί, ένας κρατικός τομέας από μόνος του όχι μόνο δεν αμφισβητεί, αλλά μπορεί να αποδειχθεί ισχυρό στήριγμα της καπιταλιστικής κυριαρχίας.    
Ιδιαίτερα μετά τον εκφυλισμό της σοσιαλδημοκρατίας και την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, έγινε ακόμη πιο ορατή η ανάγκη για ένα νέο αντικαπιταλισμό, ο οποίος δεν θα περιορίζεται στο δίλημμα «κράτος ή αγορά», αλλά θα αναπτύσσεται στο πεδίο των σκοπών και των κριτηρίων της ανάπτυξης, στα πεδία του κοινωνικού ελέγχου, της αποεμπορευματοποίησης, της υπεράσπισης των δημόσιων αγαθών, του επαναπροσδιορισμού της έννοιας και του περιεχομένου του «δημόσιου χώρου» σε αυτονομία από το κράτος και τις αγορές, στους κοινωνικούς και τους οικολογικούς όρους συνύπαρξης του «ιδιωτικού» με το «δημόσιο», της ανάπτυξης νέων συνεργατικών και αλληλέγγυων μορφών κοινωνικής οικονομίας, και γενικότερα μιας νέας πολιτικής οικονομίας των κοινωνικών αναγκών, στη θέση μιας οικονομίας που κινείται με σκοπό και κίνητρο τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Η Αριστερά καλείται να επαν-οριοθετηθεί, σ’ έναν άξονα κοινωνικο-κεντρικό, και όχι κρατικο-κεντρικό ή ιδιωτικο-κεντρικό. Και κυρίως καλείται να δώσει και να κερδίσει μάχες στο πεδίο των ιδεών και των αξιών, νικώντας στα πεδία αυτά το νεοφιλελευθερισμό, ως προϋπόθεση για τη δική της ηγεμονία.
Η κρίση, λοιπόν, δημιουργεί την ανάγκη για μια «μετάβαση», όχι μόνο της κοινωνίας σε νέο παράδειγμα ανάπτυξης αλλά και της ίδιας της Αριστεράς, από ρόλους συμπληρωματικούς ή μονομερώς αμυντικούς σε ρόλους ηγεμονικούς και πρωταγωνιστικούς. Το αποτέλεσμα των εκλογών, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2012, ήλθε να επιβεβαιώσει αυτή τη διαπίστωση. Όμως αυτό που χρειαζόμαστε τώρα δεν είναι πλέον οι διαπιστώσεις αλλά ένα στρατηγικό σχέδιο δράσης, ένα «master plan» και για την κοινωνία και για την Αριστερά, που θα ιεραρχεί τα πολλαπλά καθήκοντα και θα οργανώνει τη μάχη για το μέλλον.


Ανάκτηση του μέλλοντος

Όλες οι ως τώρα κυβερνήσεις επιδιώκουν άμεσα αποτελέσματα. Αυτό από μόνο του είναι θεμιτό. Το πρόβλημα αρχίζει όταν, όπως έκαναν οι ως τώρα κυβερνήσεις, κυνηγούν το εφήμερο εγκαταλείποντας το μέλλον ή, ακόμη χειρότερα, επιβαρύνοντάς το με την πολιτική τους. Η μακροπρόθεσμη διάσταση του χρόνου είναι, επομένως, από αυτή την άποψη η πιο κρίσιμη. Διότι το μέλλον υποεκπροσωπείται στις προτεραιότητες των κυβερνήσεων αλλά και στα ενδιαφέροντα της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Αυτό βέβαια δεν είναι αποτέλεσμα μιας τεχνικής αδυναμίας ή κάποιου φυσικού νόμου. Έχει να κάνει με τη δομή των κυρίαρχων κατεστημένων συμφερόντων και των επιλογών τους.
Το πρόβλημα σήμερα γίνεται πιο σοβαρό και πιο άμεσο διότι πολλά προβλήματα της εποχής μας και πολλές από τις πληγές που άνοιξε η κρίση μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο σε βάθος χρόνου. Για παράδειγμα, η εξάλειψη της ανεργίας, η ανασύσταση του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής ασφάλισης, η αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, η αντιστροφή των αρνητικών δημογραφικών τάσεων, η διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού συστήματος και άλλα συναφή προβλήματα είναι υπόθεση μιας εναλλακτικής πολιτικής, αλλά και ενός σχεδιασμού μακράς κλίμακας.
Τι μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση της Αριστεράς; Πώς μπορεί να εντάξει αυτήν τη μακρά κλίμακα του χρόνου σ’ ένα κυβερνητικό πρόγραμμα το οποίο, στην καλύτερη περίπτωση, έχει ως ορίζοντά του την τετραετία; Πώς η ανάκτηση του μέλλοντος δεν θα εκφυλιστεί σε μια χωρίς περιεχόμενο ρητορική;
Το πρώτο είναι να αναγνωρίσει τα προβλήματα, να βοηθήσει την κοινωνία να κατανοήσει τη σημασία τους, να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει επιστημονικές δυνάμεις σε Ελλάδα και εξωτερικό και να θέσει σε κίνηση διαδικασίες, δημιουργώντας και τους κατάλληλους θεσμούς για ένα συνολικό και μακροχρόνιο σχέδιο, ένα «master plan», για μια παραγωγική και καινοτόμα Ελλάδα, για μια δημοκρατική, δημιουργική, δίκαιη και αλληλέγγυα κοινωνία, στην οποία αξίζει να ζούμε με αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια, εμείς και τα παιδιά μας.
Το δεύτερο είναι να κάνει το μέλλον υπόθεση του παρόντος, στόχους διεκδικήσιμους άμεσα, ακόμη και στο στάδιο που η Αριστερά δρα ως αντιπολίτευση. Το σημαντικό είναι οι διάφορες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές, ακόμη και τα άμεσα ανακουφιστικά μέτρα να μην είναι αποσπασματικά ή αλληλοσυγκρουόμενα μεταξύ τους, αλλά –στο μέτρο του δυνατού– να υπηρετούν το στόχο για ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης, ένα νέο κοινωνικό ήθος, ένα νέο πολιτισμό.

To «νέο» στο νέο παραγωγικό και αναπτυξιακό υπόδειγμα

Σ’ αυτόν το μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα εγγράφεται ασφαλώς η παραγωγική ανασυγκρότηση, ο κοινωνικός και οικολογικός μετασχηματισμός, με στόχο ένα νέο παραγωγικό σύστημα και ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης. Είναι θετικό που μεγάλα τμήματα της κοινωνίας συνειδητοποιούν πλέον την ανάγκη αυτήν. 
Όμως, ποιο είναι το «νέο» σ’ αυτό το νέο μοντέλο ή παράδειγμα που πρέπει να διαμορφώσουμε; Για τους νεοφιλελεύθερους το «νέο» βρίσκεται σε μια εμβάθυνση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, ενώ για τη σοσιαλδημοκρατία το «νέο» βρίσκεται στην τιθάσευση των υπερβολών του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και στον έλεγχο κάποιων συμπτωμάτων και «ακροτήτων» του. Και στις δύο περιπτώσεις οι αιτίες της κρίσης δεν θίγονται, ενώ το «νέο παραγωγικό μοντέλο» επαφίεται να διαμορφωθεί από τις δυνάμεις της αγοράς και του ιδιωτικού κέρδους, γεγονός που προεξοφλεί την αποσπασματικότητα και τη μη βιωσιμότητά του, καθώς και την παραγωγή ακόμη μεγαλύτερων ανισοτήτων.   
Ένα πραγματικά νέο παραγωγικό σύστημα μπορεί να προκύψει μόνο σε ρήξη με αυτές τις λογικές και τα συμφέροντα που εκπροσωπούν. Διαμορφώνεται σε αντιπαράθεση προς τις αξίες του νεοφιλελευθερισμού, σε ένα μετα-νεοφιλελεύθερο ορίζοντα. Χαρακτηρίζεται από διαρκή κίνηση, μετασχηματισμό, κοινωνικό πειραματισμό που ενθαρρύνεται μάλιστα από δημόσιες πολιτικές. Στο προσκήνιο έρχεται η κοινωνία και οι ανάγκες της, τα προβλήματα της ιεράρχησης και εξισορρόπησής τους, τα ζητήματα των συμμαχιών και συναινέσεων, των θεσμών και των νέων δημόσιων πολιτικών.
Ένα πρώτο χαρακτηριστικό, λοιπόν, του νέου μοντέλου είναι οι νέες αξίες στις οποίες αυτό στηρίζεται, και πριν απ’ όλα η αξία της συνεργασίας, της αλληλεγγύης, της αειφορίας, της ισότητας, σε αντιδιαστολή προς τις αξίες του ανταγωνισμού, του ατομικισμού και του καταναλωτισμού που καλλιεργεί το νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Το νέο μοντέλο ανάπτυξης χαρακτηρίζεται επίσης από μεταβατικότητα, είναι ένα μοντέλο «υπό διαμόρφωση», το οποίο, όμως, δεν παίρνει τη μορφή ενός παγιωμένου «καθεστώτος» αλλά αυτοανανεώνεται διαρκώς.
Το «νέο», συνεπώς, προκύπτει από τη δράση των κοινωνικών και οικονομικών υποκειμένων, και είναι αυτό που συνάδει με τις νέες αξίες και ταυτόχρονα αποδεικνύει την κοινωνική του αποτελεσματικότητα και την οικονομική του βιωσιμότητα στην πράξη, κατακτώντας με τον τρόπο αυτόν την κοινωνική του νομιμοποίηση και ισχύ έναντι των παλαιών προτύπων.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό του είναι ο κοινωνικο-κεντρικός και δημοκρατικός του χαρακτήρας. Πρωταγωνιστής στο νέο μοντέλο ανάπτυξης δεν είναι ούτε το κράτος από μόνο του ούτε οι αγορές, αλλά η ίδια η κοινωνία. Στη νέα σύμπραξη κράτους-αγορών-κοινωνίας, η τελευταία θέτει τους κανόνες με βάση τις ανάγκες, τις δυνατότητες και τις δημοκρατικές επιλογές της, και στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, τις τράπεζες, τις αγορές.
Το κράτος σχεδιάζει, στηρίζει, με δημόσιες πολιτικές και συντονίζει επιτελικά και με σχέδιο τις δράσεις των φορέων της κοινωνίας. Ο δημόσιος τομέας της οικονομίας λειτουργεί με διαφάνεια, δημόσια λογοδοσία, αυστηρότητα στη χρήση των πόρων και κοινωνικό έλεγχο. Ο ιδιωτικός τομέας αναπτύσσει τη δράση του εντός κοινωνικών και οικολογικών δεσμεύσεων. Στο νέο μοντέλο ανάπτυξης εισάγονται και ενθαρρύνονται, ως βασικοί του πυλώνες, συνεργατικές μορφές της οικονομίας και αναπτυξιακές συμπράξεις με ξένο κεφάλαιο και φορείς.
Οι συνεργατικές μορφές της οικονομίας κατανοούνται όχι ως παρίες αλλά ως οργανικό τμήμα του παραγωγικού συστήματος που, με κατάλληλες μορφές, επιτρέπει αφενός την αξιοποίηση ικανοτήτων, δεξιοτήτων, γνώσεων και πρωτοβουλιών των εργαζόμενων και των ανέργων και αφετέρου την ικανοποίηση αναγκών, την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών με όρους που δεν στηρίζονται ούτε αποσκοπούν στη μεγιστοποίηση του κέρδους αλλά στην ικανοποίηση αναγκών με όρους οικονομικής βιωσιμότητας, δημοκρατίας, συνεργασίας και συλλογικότητας.
Τέλος, η Δημοκρατία κατανοείται και εντός της παραγωγικής και της οικονομικής διαδικασίας και όχι ως μια σφαίρα πέρα από αυτήν, ως μέσο για το σχεδιασμό και την υλοποίηση της μετάβασης στα νέα παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα και συστατικό των τελευταίων.
Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο χαρακτηρίζεται από τις μεγάλες ανισότητες που δημιουργεί στην κατανομή του πλούτου, των εισοδημάτων, της ισχύος. Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι να αμβλύνουμε απλώς τις ανισότητες σε ένα σύστημα που παράγει ανισότητες, αλλά να δημιουργήσουμε νέους όρους παραγωγής εξαρχής πάνω στις αρχές της δικαιοσύνης και της αειφορίας. Γι’ αυτό η αναδιανομή είναι αναγκαία αλλά δεν θα γίνει ποτέ κοινωνικά αποτελεσματική, αν δεν προηγηθεί μια «προδιανομή» ή μια «αναπτυξιακή διανομή», αν δηλαδή ο τρόπος ανάπτυξης δεν περιέχει στο πρωτογενές του στάδιο, ως εσωτερική του διάσταση, την αναβάθμιση της εργασίας και την προστασία του περιβάλλοντος.                 
Το νέο παραγωγικό μοντέλο προϋποθέτει αξιοπρεπείς αμοιβές για τους εργαζόμενους και τους απόμαχους της δουλειάς, πλήρη εργασιακά δικαιώματα, δυνατότητα ελεύθερης οργάνωσης και διαπραγμάτευσης, επαρκείς δωρεάν κοινωνικές υπηρεσίες για όλους.
Κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ανασυγκρότησης, και άρα αναδιαρθρώσεων και κινητικότητας, θα προστατευθεί ο κόσμος της εργασίας και θα αναβαθμιστεί, μέσω της εκπαίδευσης, της κατάρτισης και της αναγνώρισης δεξιοτήτων, η γνωστική ικανότητα, οι ικανότητες σχετικά με τον έλεγχο και τη διαχείριση της παραγωγής, η εφευρετικότητά τους στα τεχνικά και οργανωτικά ζητήματα.
Το ζήτημα του περιβάλλοντος έχει στρατηγική σημασία για τις ανθρώπινες κοινωνίες καθώς αφορά στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την προστασία ζωτικών φυσικών πόρων, όπως τα νερά και τα δάση, την οργάνωση της παραγωγής ώστε να ανακυκλώνονται τα χρησιμοποιούμενα υλικά. Πρόκειται για το παρόν αλλά κυρίως για το μέλλον, και επομένως για το σχεδιασμό των ενεργειών που θα καλύψουν όχι μόνο τις άμεσες ανάγκες, αλλά θα εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα και την ομαλή αναπαραγωγή των κοινωνιών όπου θα ζήσουν οι επόμενες γενεές.
Είναι αυτό το ζήτημα που συνηγορεί με τον πιο έντονο τρόπο υπέρ της αναγκαιότητας ενός αναπτυξιακού μοντέλου που θα εμπεριέχει τη σχεδιασμένη προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, αφού αυτή αποτελεί βασική προϋπόθεση για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής.
Τέλος, το νέο μοντέλο ανάπτυξης απαιτεί τη δική του παραγωγική, τεχνολογική και οργανωτική βάση. Η κοινωνία δεν μπορεί να αναπαραχθεί στην παλιά παραγωγική βάση. Το «τρίγωνο» Ναυτιλία, Τουρισμός, Οικοδομή περικλείει σημαντικές αναπτυξιακές δυνατότητες και για το μέλλον, όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει ως «ατμομηχανή» ενός βιώσιμου παραγωγικού συστήματος.
Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο προσφέρει ως διέξοδο τη στροφή του ιδιωτικού κεφαλαίου σε τομείς του κοινωνικού κράτους που «απελευθερώνει» προς όφελός του μέσω των ιδιωτικοποιήσεων. Η ιδιωτική εκπαίδευση, η ιδιωτική περίθαλψη, η ιδιωτική ασφάλιση, οι ιδιωτικές κοινωνικές υποδομές είναι οι «νέες κατευθύνσεις» ανάπτυξης που το νεοφιλελεύθερο μοντέλο προσφέρει με κίνητρο τη φτηνή εργασία, την επιδοτούμενη κερδοφορία και ασυδοσία. Όμως, στην περίπτωση αυτή, η κοινωνία θα γίνει ακόμη πιο άνιση, ενώ δεν μπορεί να προκύψει ένα βιώσιμο παραγωγικό σύστημα και μάλιστα «εξωστρεφές».
Η νέα παραγωγική βάση της κοινωνίας είναι ένα ερώτημα ανοικτό στον επιστημονικό και τον κοινωνικό διάλογο. Όμως οι μέχρι τώρα μελέτες και συζητήσεις πείθουν ότι υπάρχουν δυνατότητες για ένα βιώσιμο παραγωγικό σύστημα, ικανό να απαντά στις εσωτερικές ανάγκες και σε ανάγκες της διεθνούς ζήτησης. 

Το ρόλο της «ατμομηχανής», που παραδοσιακά έπαιξε η οικοδομή, τώρα πρέπει να τον παίξουν συμπλέγματα βιομηχανικών δραστηριοτήτων και παραγωγικών υπηρεσιών, όπως το διατροφικό σύμπλεγμα, δραστηριότητες συνδεδεμένες με το υπό διαμόρφωση νέο ενεργειακό μοντέλο, καθώς και νέοι κλάδοι με καινοτόμες και δημιουργικές δραστηριότητες, βασισμένες στη γνώση και τις επιστήμες, που έχουν ήδη αναπτυχθεί στη χώρα μας σε μικρό όμως βαθμό. Τέλος, η Ελλάδα μπορεί να καταστεί ένα διεθνές κέντρο γραμμάτων και τεχνών, και η παιδεία, σε σύνδεση με την έρευνα και τον πολιτισμό, μπορούν να γίνουν πόλος ανάπτυξης στο πλαίσιο του νέου παραγωγικού συστήματος.

1 σχόλιο:

Διονυσης Πολίτης είπε...

ενδιαφέρον. κατά την γνώμη μου δείχνει όμως το πόσο πίσω είμαστε -δικαιολογημένα ίσως, αλλά πάντως πίσω-σε σχετικές επεξεργασίες. ο διάλογος και στον ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχείται από τις ανοησίες για "δεξιά στροφή" κτλ, αντί να ψάξουμε τι εννοούμε με την παραγωγική και καταναλωτική ανασυγκρότηση (που σημειωτέον δεν θίγεται καθόλου).