21/6/13

Οι δημοφοβικοί και ο μεγάλος φόβος του λαϊκισμού

ΤΟΥ PHILIPPE MARLIERE

Λοιπόν, μήπως είμαστε όλοι πλέον «λαϊκιστές»; Πολλοί στα μήντια και στον ακαδημαϊκό χώρο φαίνεται πως έτσι νομίζουν. Στην Ευρώπη, ποικίλα πολιτικά κινήματα και πολιτικοί περιγράφονται ως «λαϊκιστές». Για να αναφέρουμε μόνο μερικές περιπτώσεις: ο ευρωσκεπτικισμός του Nigel Farage στη Μεγάλη Βρετανία, η ισλαμοφοβία του Geert Wilders στην Ολλανδία, η αντιελιτιστική καμπάνια του Beppe Grillo στην Ιταλία, ο αντισημιτισμός του Jobbik στην Ουγγαρία, το πρόγραμμα ενάντια στη λιτότητα του Die Linke στη Γερμανία, ο φασισμός με ανθρώπινο πρόσωπο της Marine Le Pen ή η πρωτοβουλία του Jean-Luc Mélenchon για την 6η Γαλλική Δημοκρατία. Τι έχουν από κοινού όλες αυτές οι πολιτικές δυνάμεις; Στην πραγματικότητα, πολύ λίγα. Ορισμένοι μάλιστα βρίσκονται ιδεολογικά και πολιτικά σε αντίπερα όχθες. Αν λοιπόν αυτά τα κόμματα διαφέρουν πολιτικά, γιατί να τα αναφέρουμε αδιακρίτως ως «λαϊκιστικά»;

Τι είναι ο λαϊκισμός;
Παραδοσιακά, η έννοια του «λαϊκισμού» έχει χρησιμοποιηθεί για να δηλωθεί η καιροσκοπική εκμετάλλευση λαϊκών συναισθημάτων, μ’ έναν δημαγωγικό τρόπο που βρίσκει απήχηση στις μάζες. Τελευταία, η ταμπέλα του «λαϊκισμού» αποδίδεται με πιο χαλαρούς όρους. Στη σημερινή του χρήση, ο λαϊκισμός περιλαμβάνει κυρίως τα εξής:
- Την κριτική στις δομές και τις πρακτικές της φιλελεύθερης δημοκρατίας·
- Ένα κίνημα που τείνει να έλκει τις αξίες του από το παρελθόν, προσφέροντας ένα ιδεολογικό και συναισθηματικό ορόσημο·
- Μια μανιχαϊκή κοσμοθεωρία στην οποία ο «λαός» εξιδανικεύεται, ενώ οι πολιτικές ελίτ παρουσιάζονται ως «διεφθαρμένες» και «απόμακρες». Λαϊκισμός είναι ως εκ τούτου το να παίρνει κανείς το μέρος του «λαού» ενάντια στις «ελίτ».
- Τη δημαγωγία και τις «πολυσυλλεκτικές» πολιτικές [‘catch-allpolitics].
Μια τέτοιου τύπου τυπολογία δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική. Πρώτον, η κριτική στάση απέναντι στους φιλελεύθερους δημοκρατικούς θεσμούς δεν καθιστά απαραίτητα έναν πολιτικό ή ένα πολιτικό κόμμα εχθρό αυτών των θεσμών, πόσο μάλλον απειλή για την δημοκρατία. Δεύτερον, τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα μπορούν κάλλιστα να αντλούν έμπνευση και αξίες από το παρελθόν. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τους συντηρητικούς και τους παραδοσιακούς σοσιαλδημοκράτες. Τρίτον, δεν υπάρχει τίποτα το επιλήψιμο στην πολιτική των λαϊκών κινημάτων να ξεχωρίζουν τους «διεφθαρμένους» και «απόμακρους» πολιτικούς. Τέταρτον, σχεδόν όλα τα κόμματα, σε όλο το πολιτικό φάσμα, πασχίζουν να εναρμονιστούν με τη «φωνή του λαού» [vox pop] και ακολουθούν διάφορες μορφές πολυσυλλεκτικών πολιτικών. Διαφορετικά, γιατί μπαίνουν στον κόπο να «τρέχουν» focus groups και γιατί αποδίδουν τόσο μεγάλη σημασία στις δημοσκοπήσεις; Αυτά τα προκαταρκτικά σχόλια δείχνουν ότι ο λαϊκισμός συνιστά μάλλον αμφίσημη έννοια και επομένως πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν τη χρησιμοποιούμε.
Μέχρι πριν από 15-20 χρόνια, οι περισσότερες μελέτες για τον λαϊκισμό αναφέρονταν σχεδόν αποκλειστικά στη Λατινική Αμερική. Στις δεκαετίες του 1930 και του 1940, πολλά καθεστώτα στήριζαν την εξουσία τους σε αυταρχικές πολιτικές, όπως το Estado Novo του Getúlio Vargas στην Βραζιλία ή ο Juan Perón στην Αργεντινή. Εδώ, λαϊκισμός σήμαινε ότι οι ηγέτες και οι πολιτικές δυνάμεις προσαρμόζονταν στην επικρατούσα εθνική διάθεση, μετακινούμενοι κατά μήκος του φάσματος μεταξύ δεξιάς και αριστεράς αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της πολιτικής τους ζωής. Από τη δεκαετία του 1950, ο λατινοαμερικάνικος λαϊκισμός κατάφερε να αποσπάσει υψηλά επίπεδα στήριξης από την εργατική τάξη, ειδικά όταν συνδέθηκε με τον αριστερόστροφο μικροαστικό εθνικισμό.

Μια υποτιθέμενη απειλή
για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία

Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαπέντε περίπου χρόνων, το περιεχόμενο του όρου έχει αλλάξει αρκετά. Στις μέρες μας, σπάνια χρησιμοποιείται για να περιγράψει αυταρχικά καθεστώτα που επικαλούνται τις μάζες, ενώ φαίνεται περισσότερο να υποδεικνύει αριστερά ή δεξιά κινήματα τα οποία εικάζεται πως συνιστούν πρόκληση για τις κυρίαρχες ιδέες ή πολιτικές. Επιπλέον, οι επικριτές του λαϊκισμού φαίνεται να ανησυχούν για την πολιτική κινητοποίηση του λαού. Ο Roy Hattersley, πρώην αντιπρόεδρος των Εργατικών, επισήμανε πρόσφατα ότι «το σύνθημα των ημερών είναι “ακούστε το λαό” – ένα κάλεσμα για λαϊκιστική πολιτική που μεταμφιέζεται σε αίτημα για μια πραγματική δημοκρατία την οποία υποτίθεται στερεί από τη Μεγάλη Βρετανία μια μη-αντιπροσωπευτική και απόμακρη ελίτ». Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, μια λαϊκή [popular] δημοκρατία μοιάζει αχρείαστη, ίσως και επικίνδυνη. Σε κάθε περίπτωση, οφείλει να διαμεσολαβείται από μια επαγγελματική πολίτική ελίτ η οποία είναι σοφότερη και ξέρει καλύτερα.
Περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη, η έννοια του λαϊκισμού έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στην γαλλική πολιτική και ακαδημαϊκή σκηνή. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συνεχιζόμενη εκλογική επιτυχία του Front National, ενός ακροδεξιού κόμματος, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και έπειτα. Η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι η έμφαση στον λαϊκισμό από τα γαλλικά μήντια και τον ακαδημαϊκό χώρο είναι αντιστρόφως ανάλογη με την παρουσία και ορατότητα του «λαού» στην πολιτική διαδικασία  (του «λαού» νοούμενου ως εργατική τάξη ή «λαϊκές» τάξεις). Με άλλα λόγια, όσο λιγότερο εκπροσωπούνται οι «λαϊκές» τάξεις από τα κόμματα, στη βουλή ή την κυβέρνηση, τόσο περισσότερο προβάλλεται ο «λαϊκισμός» ως απειλή.
Η περί λαϊκισμού συζήτηση μεσουράνησε το 2005. Μετά από έναν πανεθνικό πολιτικό διάλογο, το 55% των Γάλλων ψηφοφόρων απέρριψε το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Τα βασικά πολιτικά κόμματα και τα μήντια είχαν όλα καλέσει για μια ψήφο υπέρ του «ναι». Ήταν έτοιμα λοιπόν να επιπλήξουν το «ανορθολογικό» και «ανώριμο» εκλογικό σώμα που είχε ακολουθήσει τους «λαϊκιστές» πολιτικούς της δεξιάς και της αριστεράς. Ούτε ένα χρόνο αργότερα, η Συνθήκη της Λισαβώνας – μια αναμορφωμένη εκδοχή του Ευρωπαϊκού Συντάγματος – υιοθετήθηκε από τους επικεφαλής του κράτους πίσω από κλειστές πόρτες. Αυτή τη φορά, η γαλλική κυβέρνηση δε συμβουλεύτηκε το λαό της. Ο Nicolas Sarkozy, ο Γάλλος πρόεδρος, παραδέχτηκε δημοσίως ότι σε περίπτωση που διοργάνωνε κι άλλο δημοψήφισμα, οι Γάλλοι θα καταψήφιζαν και πάλι τη συνθήκη. Για να παραφράσουμε τον Bertolt Brecht: ψηφίζοντας «με τον λάθος τρόπο», ο γαλλικός «λαός είχε χάσει την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης». Και εφόσον η κυβέρνηση δε μπορούσε να «διαλύσει το λαό και να εκλέξει έναν άλλο», προτίμησε να επιβάλλει την απόφασή της με τον πιο αντιδημοκρατικό τρόπο.

Δυσπιστώντας απέναντι στο λαό

Όμως η συζήτηση δεν εξαντλείται στο ζήτημα της «πολιτικής ανωριμότητας» του λαού. Η ταμπέλα του «λαϊκισμού» στέλνει υποσυνείδητα το μήνυμα ότι οι λαϊκές τάξεις είναι ηθικά διεφθαρμένες και επικίνδυνες. Ως απόδειξη της παραπάνω υπόνοιας λειτουργεί το γεγονός ότι οι τελευταίες υποστηρίζουν δημαγωγούς. Αποδίδοντας την ταμπέλα του λαϊκισμού σε πολιτικά κινήματα τόσο ανταγωνιστικά όσο το UKIP, το κίνημα Πέντε Αστέρων, το Jobbik, το Front National ή το Die Linke, τείνει κανείς να δαιμονοποιεί δυνάμεις που έχουν μόνο ένα κοινό στοιχείο: διαφωνούν με την πολιτική των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων. Με αυτό τον τρόπο, συγχέει κανείς πολιτικά κινήματα τα οποία έχουν ιστορικά μια σχέση ανταγωνιστική. Για παράδειγμα, τόσο η Marine Le Pen όσο και ο Jean-Luc Mélenchon αποκαλούνται συχνά «λαϊκιστές» από τα ΜΜΕ και ορισμένους ακαδημαϊκούς. Εντούτοις οι κοσμοθεωρίες τους και οι πολιτικές τους είναι σε ριζική αντιπαράθεση. Η πολιτική της Le Pen είναι ουσιωδώς «εθνοκεντρική» (τέλος στη μετανάστευση, αντι-ισλαμισμός, διακρίσεις κατά των ξένων), ενώ η πολιτική του Mélenchon συνιστά στην ουσία της μια ριζική κριτική της νεοφιλελεύθερης οικονομίας. Με το να βαπτίζουμε και τους δύο αυτούς πολιτικούς ως «λαϊκιστές», είναι σαν να δηλώνουμε με ύπουλο τρόπο στο κοινό ότι Front National και Front de Gauche συνιστούν συμμετρικές δυνάμεις. Με άλλα λόγια, ότι συνιστούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος ή τα ίδια σάπια μήλα που μας χαλάνε τη σοδιά.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο Γάλλος πολιτικός επιστήμονας Pierre-André Taguieff παρουσίασε το Front National ως «εθνικο-λαϊκισμό»· μια έννοια που είχε πρωτο-χρησιμοποιηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες για να περιγράψει τη Νέα Δεξιά.[i] Επέμενε ότι το Front National δεν ήταν πλέον «ακραίο» ή «φασιστικό», αλλά απλώς «ριζοσπαστικό». Αυτή η ερμηνεία μπορεί να αμφισβητηθεί. Το Front National στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ήταν ένα κόμμα που είχε ιδρυθεί δέκα χρόνια νωρίτερα από ένα συνονθύλευμα μοναρχικών, πρώην συνεργατών των Ναζί, Μορασιανών, πρώην μελών του OAS (γαλλική τρομοκρατική οργάνωση στην Αλγερία), και του οποίου ο ηγέτης είχε καταδικαστεί αρκετές φορές για τη δημόσια εκφορά ρατσιστικών και αντισημιτικών ύβρεων. Επικριτές αυτής της ερμηνείας είδαν αυτή τη στάση ως μια απόπειρα να αποδυναμωθεί η φασιστική κληρονομιά του (Βισύ, και πεταινισμός, γαλλική Αλγερία), όπως και ο ακραίος χαρακτήρας ορισμένων εκ των πολιτικών του (στα ζητήματα μετανάστευσης και στο νομικό πλαίσιο για την ιθαγένεια). Πράγματι, το να αποκαλεί κανείς το Front National «λαϊκιστικό» ηχεί λιγότερο ακραίο και απειλητικό. Αποδίδει μάλιστα με κάποιον τρόπο στο κόμμα έναν αέρα «ευπρέπειας». Ορισμένοι έχουν υποστηρίξει ότι αυτή η επιλογή αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα σε μια μακρά διαδικασία «απο-δαιμονοποίησης» της γαλλικής ακροδεξιάς.
Η κατηγοριοποίηση της ακροδεξιάς ως «λαϊκιστικής» βοήθησε πάνω απ’ όλα στη δυσφήμιση τόσο της αριστεράς όσο και των ίδιων των λαϊκών στρωμάτων. Στα μέσα του 1995, ο Pascal Perrineau μιλούσε για «αριστερο-λεπενισμό» [Gaucho-Lepénisme] για να εξηγήσει τη μεταστροφή μιας σημαντικής μερίδας κομμουνιστών ψηφοφόρων στο Front National.[ii] Αν αυτό ίσχυε, θα αποδείκνυε ότι τα «δύο πολιτικά άκρα» όχι μόνο συγκλίνουν αλλά είναι και πολιτικά συμβατά. Επιπλέον, θα επιβεβαίωνε την ιδέα ότι  οι εργάτες είναι ρατσιστές και απολυταρχικοί και επομένως πολιτικά αναξιόπιστοι. Η Annie Collovald έχει δείξει ότι αυτή η ερμηνεία είναι παρατραβηγμένη.[iii] Μπορεί η Marine Le Pen να έχει αποσπάσει το 31% της ψήφου της εργατικής τάξης στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2012· η αλήθεια όμως είναι ότι το 69% της εργατικής τάξης δεν την ψήφισε. Επίσης, η έννοια του «αριστερο-λεπενισμού» παραβλέπει δύο σημαντικούς παράγοντες. Πρώτον, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης απέχει γενικά από τις εκλογές. Δεύτερον, από το 1950, πάντοτε υπήρχε ένας ικανός αριθμός ατόμων της εργατικής τάξης που απέρριπταν την αριστερά στη Γαλλία. Άρα δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι το καινούριο.

Λαϊκισμός και δημοφοβικά συναισθήματα

«Ορθολογιστές» σχολιαστές στη Γαλλία υπαινίσσονται ότι οι λαϊκές τάξεις μεταφέρουν την στήριξής τους από τα κυρίαρχα κόμματα στην ακροδεξιά ή τη ριζοσπαστική αριστερά για ουσιακρατικούς λόγους· επειδή τάχα είναι «ρατσιστές», «απολυταρχικοί» και πολιτικά «ανώριμοι». Λίγοι αναρωτιούνται αν αυτή η μεταστροφή έχει να κάνει με το κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον, όπως τις οικονομικές πολιτικές που εφαρμόζουν τα κυρίαρχα κόμματα (λιτότητα), την οικονομική κρίση, την ανεργία, την απώλεια της ταξικής ταυτότητας ή τη διαφθορά των πολιτικών και τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Όσο για την λεγόμενη «αυταρχική» ροπή των λαϊκών τάξεων, τα «ορθολογικά» κυρίαρχα κόμματα δεν έχουν άλλον να κατηγορήσουν παρά τον εαυτό τους. Τόσο οι Σοσιαλιστές [Parti Socialiste] όσο και η Ένωση για ένα Λαϊκό Κίνημα [Union pour un Movement Populaire] έχουν τοποθετήσει μέχρι τώρα στην καρδιά των προγραμμάτων και της ρητορικής τους θέματα μετανάστευσης και νόμου και τάξης, υπερασπιζόμενοι και οι δύο μια «σκληρή στάση» απέναντι στο έγκλημα.
Είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι η κατηγορία του «λαϊκισμού» σε ορισμένες περιπτώσεις προδίδει «δημοφοβικά» συναισθήματα τα οποία μετά βίας κρύβονται. Εκείνοι που συνεχώς φοβούνται ή παραπονιούνται για τον «λαϊκισμό» δείχνουν πράγματι να πιστεύουν ότι οι ψηφοφόροι – κυρίως ταπεινής καταγωγής – δεν είναι πιθανόν να πάρουν τη σωστή πολιτική απόφαση. Έτσι, όταν δεν ψηφίζουν με τον τρόπο που είχαν προβλέψει οι πολιτικές ελίτ, η γνώμη τους καθίσταται άκυρη. Το δημοψήφισμα του 2005 στη Γαλλία απέδειξε ξεκάθαρα τούτη τη θέση. Επιπλέον, κατεστημένα κόμματα, καθώς και κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί έχουν την τάση να προβάλλουν τα δικά τους συμφέροντα ως «εθνικά συμφέροντα», ενώ τα συμφέροντα των αντιπάλων τους υποτιμούνται ως «συντεχνιακά» και «περιορισμένα», ή για να το πούμε με μια λέξη ως «λαϊκιστικά».
Η έννοια του «λαϊκισμού», διφορούμενη και ασαφής, διαθέτει περιορισμένη ευρετική [heuristic] αξία. Αποτυγχάνει επιπλέον να συλλάβει τις διαφορετικές βάσεις και κίνητρα των αντι-συστημικών κομμάτων, καθώς και τη φύση και την πυκνότητα της σύγκρουσης τους με τους κυρίαρχους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς στις κοινωνίες μας. Η χρήση του «λαϊκισμού» είναι σήμερα προβληματική. Σε ορισμένους κύκλους, η καταπολέμηση του «λαϊκισμού» φαίνεται να είναι μια βολική αφορμή για να απορριφθεί όποιος αμφισβητεί τις ιδέες αυτού που ο Alain Minc με μια δόση αισιοδοξίας κάποτε αποκάλεσε «κύκλο του ορθού Λόγου». Άλλοι τον αποκαλούν και «κύκλο της νεοφιλελεύθερης σκέψης».

Πρώτη δημοσίευση στις 4.6.2013, στο Open Democracy

Μετάφραση: Γ. Κ.
O Philippe Marlière είναι καθηγητής Γαλλικής και Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο University College του Λονδίνου. Αρθρογραφεί τακτικά στις εφημερίδες Monde, Monde Diplomatique και Guardian.


[i] Pierre-André Taguieff, ‘La rhétorique du national-populisme (I)’, Cahiers Bernard-Lazare, no 109, Ιούνιος-Ιούλιος 1984, σ. 19-38 και (II), Mots, no 9, Οκτώβριος 1984, σ. 113-139.
[ii] Pascal Perrineau, Le symptôme Le Pen. Radiographie des électeurs du Front National, Παρίσι, Fayard, 1997.
[iii] Annie Collovald, Le populisme du FN, un dangereux contresens, Editions du Croquant, 2004.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΟΠΑΙΔΗΣ, «Ηνίοχος», 
από την έκθεσή του στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών

Δεν υπάρχουν σχόλια: