23/2/13

Κοινωνικός διάλογος και κρίση της δημοκρατίας

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

ΒΑΛΙΑ ΑΡΑΝΙΤΟΥ, Κοινωνικός διάλογος και εργοδοτικές οργανώσεις: Από τη συνεργασία των κοινωνικών εταίρων στην ηγεμονία των «αγορών», εκδόσεις Σαββάλας, σελ. 256

Η πολυεπίπεδη κρίση που βιώνει η Ελλάδα την τελευταία τριετία είναι μεταξύ άλλων και θεσμική κρίση. Θεσμικές διευθετήσεις που εδραιώθηκαν με αντιφάσεις τα προηγούμενα χρόνια, ξαφνικά χάνουν όχι μόνο τη λειτουργική τους χρησιμότητα αλλά και την πολιτική τους σημασία. Η ηγεμονία, σε μεγάλο βαθμό, συνίσταται στην ανανοηματοδότηση όρων που θεωρούνταν κεντρικοί σε μια άλλη περίοδο και στην επαναπλαισίωση διαδικασιών που γίνονταν αντιληπτές ως κεντρικές για μια  προηγούμενη θεσμική δομή και δευτερεύουσες για την τρέχουσα. Και όλα αυτά χωρίς να διαταράσσεται η συνέχεια των πολιτικών στρατηγικών. Ο περιώνυμος «κοινωνικός διάλογος», θεμέλιο του ευρωπαϊκού μοντέλου διακυβέρνησης και μία από τις πιο σημαντικές θεσμικές παρεμβάσεις στην Ελλάδα κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, είναι μια τέτοια περίπτωση ανανοηματοδότησης και επαναπλαισίωσης σε ένα κρισιακό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από βαθιές κοινωνικές ρήξεις και έντονες πολιτικές ανατιπαραθέσεις. Την αντιφατική πορεία του εν λόγω θεσμού στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό περιγράφει η Βάλια Αρανίτου στη μελέτη της με τίτλο «Κοινωνικός διάλογος και εργοδοτικές οργανώσεις».

«Με τον όρο ‘κοινωνικός διάλογος’ περιγράφονται οι συζητήσεις, οι διαβουλεύσεις, οι κοινές δράσεις που επιτελούνται αλλά και οι αποφάσεις που λαμβάνονται ανάμεσα σε οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών ή ανέσα σε οργανώσεις εργαζομένων, εργοδοτών και στο κράτος…» (σελ. 25). Σε αυτό το πλαίσιο, πρόκειται για μια διαδικασία που αναδιατάσσει τους συσχετισμούς στο σύστημα της κοινωνικής εκπροσώπησης, εμπεδώνει μια κουλτούρα συνεννόησης ανάμεσα στους λεγόμενους «κοινωνικούς εταίρους», συνοδεύεται από μια ισχυρή υλική διάσταση η οποία παράγει συνακόλουθες αδράνειες και τέλος αναδιαμορφώνει τη σχέσης κράτους και κοινωνίας σε μια πιο συναινετική κατεύθυνση. Η ανάδειξη του κοινωνικού διαλόγου σε έναν από τους βασικούς πυλώνες του εξευρωπαϊσμού σε ευρωπαϊκό, εθνικό και τοπικό επίπεδο, σηματοδότησε και τη συμβολική σύγκλιση των δυνάμεων του κεφαλαίου, της εργασίας αλλά και του κράτους, ως προς τον στόχο της εμβάθυνσης της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Υπ’ αυτήν την έννοια, έφερε ένα διαρκές θετικό πρόσημο – ως στοιχείο εκδημοκρατισμού – και μετατόπισε τον τόπο συγκρότησης της πολιτικής ατζέντας από τον άξονα κράτος/κόμματα στον άξονα κράτος/οργανωμένα συμφέροντα.
Είναι όμως ο κοινωνικός διάλογος κάτι το πρωτοφανές για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες; Η Αρανίτου προσφυώς αναζητεί τις ρίζες του στη διαδικασία του «κοινωνικού κορπορατισμού», η οποία οργάνωσε τις σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας κατά την περίοδο της λεγόμενης «σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης». Αυτό που διαπιστώνει είναι ότι ενώ αμφότερες διαδικασίες σκοπούν στην αναπαραγωγή της κερδοφορίας και στη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, στην πρώτη περίπτωση, του κορπορατισμού, φαίνεται πως «υποχωρούν» οι εργοδότες στα αιτήματα της εργασίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, του κοινωνικού διαλόγου, οι εκπρόσωποι του κόσμου της εργασίας ενσωματώνουν με έναν ιδιόμορφο τρόπο την εργοδοτική ατζέντα. Η μορφή του κοινωνικοοικονομικού περιβάλλοντος και το περιεχόμενο της ηγεμονίας είναι αυτά που επιβάλλουν την εν λόγω μετατόπιση. Εάν στην περίοδο του κορπορατισμού η κρατικο-προνοιακή διευθέτηση οριοθετεί τις στοχοθετήσεις των οργανωμένων συμφερόντων, στην περίοδο του κοινωνικού διαλόγου η τριμερής επικοινωνία κανοναρχείται από το πρόταγμα της «ανταγωνιστικότητας» με όλα τα συμπαρομαρτούντα.
Ο πυρήνας της ανάλυσης της Αρανίτου εντοπίζεται στη διάδραση ανάμεσα στα κοινωνικό διάλογο και τις εργοδοτικές οργανώσεις στην ελληνική περίπτωση. Για τη συγγραφέα η εγγενής ετερογένεια των εργοδοτικών συμφερόντων και η κατίσχυση των εκπροσωπών των μεγάλων επιχειρήσεων – δηλ. του ΣΕΒ – έναντι των υπολοίπων – εμπόρων και βιοτεχνών – παρήγαγε μια ανισομέρεια στον εργοδοτικό πυλώνα που καθόριζε εν τέλει και την άρθρωση των εργοδοτικών αιτημάτων. Ο ΣΕΒ, ως κατεξοχήν εκφραστής της εργοδοτικής πλευράς, δρούσε εν πολλοίς εν ονόματι όλων των επιχειρηματιών, εμφανιζόμενος ως αποκλειστικός εκπρόσωπος της επιχειρηματικής τάξης. Η παραφωνία της ΓΣΕΒΕ, στην οποία οι δυνάμεις της αριστεράς είχαν προνομιακή παρέμβαση -λόγω της αριστερής τοποθέτησης πολλών μικρομεσαίων επιχειρηματιών-, δεν αναιρούσε το γεγονός της απόλυτης κυριαρχίας του ΣΕΒ. Η έλευση του κοινωνικού διαλόγου, η σημασία που δινόταν σε αυτόν για την επίτευξη συναίνεσης, η ανάδειξη των εκπροσώπων των εμπόρων (ΕΣΕΕ) και των βιοτεχνών (ΓΣΕΒΕΕ) ως κοινωνικών εταίρων και η υλικοτεχνική διάσταση του συγκεκριμένου θεσμικού ρόλου, προκάλεσαν μια ελαφριά μεταβολή ισορροπιών στο εργοδοτικό στρατόπεδο. Τα οργανωμένα συμφέροντα βρέθηκαν να μετέχουν άμεσα στη διαδικασία παραγωγής κρατικών πολιτικών, συνδέθηκαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο με αδελφές οργανώσεις σε άλλες χώρες, ενίσχυσαν την τεχνοκρατική τους σκευή – με την ίδρυση ερευνητικών ινστιτούτων -, προσέφεραν προγράμματα κατάρτισης και συμμετείχαν σε μια σειρά από τυπικές και άτυπες δομές διαβούλευσης που κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα θεματικών. Ο ρόλος δηλαδή του κοινωνικού εταίρου per se αναβάθμισε τη θέση των μικρών εργοδοτών και προετοίμασε τη δειλή αλλά αισθητή απόκλισή του από τη στρατηγική του ΣΕΒ.
Τι συμβαίνει, μολαταύτα, στη συγκυρία της κρίσης; Είναι σαφές ότι ο κοινωνικός διάλογος συνδέθηκε με τις αδήριτες αναγκαιότητες της διαδικασίας του εξευρωπαϊσμού. Γι’ αυτό το λόγο και η σημασία του καθορίστηκε και από τις ταλαντεύσεις στη σχηματοποίηση του μοντέλου οικονομικής – κατά κύριο λόγο – και πολιτικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν θεωρήσουμε ότι η παρούσα κρίση είναι και κρίση του ευρωπαϊκού μοντέλου, μπορούμε να συνάγουμε ότι και η διαδικασία του κοινωνικού διαλόγου αγγίζει τα όρια της λειτουργικής αποτελεσματικότητάς της ως προς τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Η σταδιακή υποχώρηση της κατευναστικής παρέμβασης του κοινωνικού διαλόγου επανέφερε τον αυταρχισμό του κράτους και οι αποφάσεις πλέον επιβάλλονται και δεν καθίστανται αντικείμενο έστω και μιας τυπικής διαβούλευσης. Είναι ενδεικτικό, στη συνάφεια της ελληνικής κρίσης, ότι η προσπάθεια για παράδειγμα της οιονεί κατάργησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων αντιμετώπισε τη σχετικά σταθερή αντίδραση των κοινωνικών εταίρων, στο βαθμό που μια τέτοια εξέλιξη απειλούσε την ίδια την ύπαρξη του συστήματος κοινωνικής εκπροσώπησης. Η συγγραφέας μιλά για την «εκδίκηση του θεσμού» απέναντι στο κράτος στο βαθμό που τελικά η εμπλοκή σε μια, συγκεκριμένης στόχευσης και δικαιολόγησης, διαδικασία, είναι δυνατόν να παραγάγει μη αναμενόμενα αποτελέσματα για τους εμπλεκόμενους δρώντες.
Η μελέτη της Αρανίτου είναι ένας εξαιρετικός συνδυασμός θεωρητικού προβληματισμού και εμπειρικής δουλειάς. Το βιβλίο της είναι μια πλήρης εισαγωγή σε ένα θέμα που έχει αποτελέσει το επίδικο αντιπαραθέσεων και που ενώ είναι οικείο, λόγω της διαρκούς εμφάνισής του στο δημόσιο διάλογο, στην πραγματικότητα υποκρύπτει πολλές λανθάνουσες πλευρές που έχουν πολλά να μας φανερώσουν για την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα. Η κα Αρανίτου επιτυγχάνει να επικαιροποιήσει την επιχειρηματολογία της και να σχολιάσει την τρέχουσα κρίση δημοκρατίας μέσα από την παρακμή ενός θεσμού που προωθήθηκε από τα πάνω ως στοιχείο εκδημοκρατισμού. Όπως αναφέρει και η ίδια «…δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί τυχαίο ότι, τη στιγμή που το κράτος φαίνεται να επιλέγει την αυταρχική διαχείριση των κοινωνικών αντιθέσεων και των πολιτικών αντιφάσεων, οι κοινωνικοί εταίροι επιμένουν να λειτουργούν στο πλαίσιο της συλλογικής διαπραγμάτευσης και της δημοκρατικά νομιμοποιημένης ρύθμισης…» (σελ. 176). Σε αυτό το πλαίσιο, η ανανοηματοδότηση του όρου κοινωνικός διάλογος ως μιας έκκεντρης και συμβουλευτικής διαδικασίας, επιφέρει και την εκ νέου πλαισίωσή του από μια λογική  ότι τελικά η κανονιστική θεμελίωση ενός θεσμού πρέπει πάντοτε να υποκύπτει στην υπέρτατη προτεραιότητα της οικονομικής αναγκαιότητας. Αν υπάρχει κάτι που απειλεί τη δημοκρατία μας σήμερα δεν είναι τόσο η αυταρχοποίηση κάποιων παρεμβάσεων που μάλλον υποκινούνται από συγκυριακές επικοινωνιακές ιδιοτέλειες. Αυτό που θα έπρεπε να μας ανησυχεί είναι η εδραίωση μιας αντίληψης ότι η υλοποίηση ενός οποιουδήποτε οικονομικού προγράμματος μπορεί να παρακάμπτει τους περιορισμούς μιας δημοκρατικής πολιτείας και ότι εν τέλει οι δημοκρατικές αρχές μπορούν να σχετικοποιηθούν μπροστά στην πολιτική σκοπιμότητα. Αυτή η υποχώρηση μεταβάλλει τις πολιτικές προτεραιότητες και μας φέρνει αντιμέτωπους με μια κατάσταση όπου η δημοκρατία είναι ζήτημα ρητορικού ύφους παρά θεσμικής ρύθμισης, διαδικασίας ή κουλτούρας.

Ο Κώστας Ελευθερίου είναι υπ. διδάκτωρ Πολιτικής επιστήμης

Δεν υπάρχουν σχόλια: