16/2/13

Ο λυρισμός της έχερης

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ

ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ, Κιβωτός, εκδόσεις Τυπωθήτω-λάλον ύδωρ, σελ. 98.

Γραμμένο εξ ολοκλήρου σε ντο ματζόρε το σύνθεμα αυτό ολίγων σχετικά στίχων και πλεοναζόντων πεζών ρυθμών, στεγάζει 24.500 περίπου λέξεις. Η πρώτη από αυτές, «Μύρτος», αφορά το χωριό της Ιεράπετρας, όπου γεννήθηκε ο Μανόλης Πρατικάκης το 1943, ενώ η τελευταία, «ουρανός», ανάγεται στην πρόδηλη μεταφυσική υφή του έργου. Για όσους έχουν παρακολουθήσει την πορεία του πολυβραβευμένου ποιητή, η Κιβωτός συνιστά μάλλον συνειδητό επιστέγασμα, παρά προϊόν αιφνιδιασμού του κειμενικού του εργαστηρίου. Μάλιστα, ως φυσιολογική συνέχεια μιας συγκεκριμένης λεκτικής πολιτικής, το εν λόγω έργο συνδέεται υφολογικά με τις εκδοχές που προηγήθηκαν Η παραλοϊσμένη (1980) και Γενεαλογία(1984). Οι επαρκώς συγκερασμένοι στίχοι μεταστοιχειώνονται αβίαστα σε πρόσφορη πρόζα. Ο δημιουργικός λόγος  δηλαδή δεν μπορεί παρά να είναι ενιαίος: αυτό καταδηλώνεται κι εδώ εμμέσως πλην σαφώς από την πρώτη έως την τελευταία αράδα. Έτσι, δικαιώνεται όμως, οφείλω να το καταθέσω,  και ο Γιάννης  Βαρβέρης, ο οποίος ισχυριζόταν πάντα με έμφαση ότι την καλύτερη πεζογραφία είθισται να την γράφουν οι ποιητές - σε περίπτωση βεβαίως που το θελήσουν.
Για το διακείμενο, το οποίο συνέχεται σε όλη την έκταση της Κιβωτού, για την αθρόα λεκτική επιμειξία, αλλά και για τον διαχρονικό διάλογο του Μανόλη Πρατικάκη με τα προσφιλή του ινδάλματα από τον χώρο της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας έχουν γράψει άλλοι. Αρκούμαι λοιπόν να δηλώσω εδώ ότι, συνεπής με τις αρχές του, ο λόγος προβάλλει το μητρικό-πατρικό τοπίο ως το μέγα ιερό λίκνο, όπου η πραγματικότητα και το μυθικό στοιχείο συστεγάζονται και βεβαίως συνεργάζονται εποικοδομητικά. Επιλέγονται δε τα φαινόμενα εκείνα που αρμόζουν στην περίσταση: ο χώρος και ο χρόνος επινοούνται ή αποδίδονται ως – περίπου - έχουν χάριν της ποιήσεως. Εξ ου και τα πάμπολλα καθ΄ υπερβολήν σχήματα, οι επαναλήψεις ορισμένων κομβικών ονομάτων και επιθέτων, το διαρκές παιχνίδι με τις αντιθέσεις, η μπόσικη χρήση της μεταφοράς, η μείξη των στοιχείων της ανθρώπινης φαρσοκωμωδίας με την αναγνωρισμένη ύλη του τραγικού. Ενίοτε μάλιστα ο δημιουργός μεταμφιέζεται σε καλό σπορέα ή σε ον, το οποίο θυμίζει σ΄ ένα βαθμό Απόλλωνα και Προφήτη Ηλία μαζί, προκειμένου να συνδράμει από το άρμα του στην διαιώνιση του κόσμου. Παραθέτω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής το εξής φαντασμαγορικό απόσπασμα μιας εξομολόγησης: « Έτσι μια μέρα κάθισα να γράψω. Ήταν όλοι εκεί σε μια ξεχασμένη επαγρύπνηση. Καθιστός πήγαινα πάνω στο όχημα του παντός που με πηγαίνει. Ήταν εκεί ο μαέστρος με όλα τα πνευστά της ορχήστρας! Κι ακόμη Έλληνες βαθείς, ο Εφέσιος κι ο πολύτροπος Ακραγαντίνος και φωνές από το μέλλον ενωμένες με το παρελθόν. Κι άρχισα να ρίχνω το σπόρο στις ζεστές αυλακιές, σ΄ αυτό το πλατύ γέλιο της γης. Πουλιά πετούσαν πάνω από τις αυλακιές και κάτω απ΄ τα κινούμενα σκίνα τ΄ ουρανού: τα σύννεφα[…] Και στην απόλυτη σιωπή άκουσα μες στο ξύλο την άγνωστη φωνή μου. Άκουσα, χτίσε τη φωλιά του χαμένου πουλιού και το πουλί θα΄ ρθει. Κλώσσησε τη φωλιά της σιωπής κι η αγέννητη λέξη, σαν εξόριστο πουλί, θα παρουσιαστεί» (Βλ. σελ. 67).
Φρονώ κοντολογίς ότι ο Μανόλης Πρατικάκης, «ένας άνθρωπος που ολοένα πνίγεται, που ολοένα σώζεται από πνιγμό» (βλ. το βιογραφικό του σημείωμα στη συλλογή ποιημάτων με τίτλο Νύχτα εφημερίας, εκδόσεις Εγνατία, 1980) ασκώντας έλεγχο στα γνωστά δεινά, τα οποία αντιμετωπίζουμε καθημερινά, προστρέχει στην ποίηση για ένα και μόνο λόγο: να λοξοδρομήσει από την πάνοπλη υστερία του Κακού. Από την άποψη αυτή η Κιβωτός  είναι ένα ακόμη ξόδι πάνω από τα χορταριασμένα χάσματα. Κι επειδή ακριβώς η φαινομενολογία είναι πολύ συμφιλιωτική και έχει καθαγιάσει σχεδόν εξ ορισμού πλήθος πραγμάτων, όπως έχει δείξει ο οξύνους Ζιλ Ντελέζ, γι΄ αυτό και ο Μύρτος μετατρέπεται στη συνείδηση του ποιητή σε φυλακτό, σε πανάκεια, αλλά και σε έμβλημα «αλήθειας».

Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: