ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΤΣΩΝΗ
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΨΑΧΕΙΛΗΣ,
Παραμιλητά, Διηγήματα, Εκδόσεις
Θερμαϊκός, Θεσσαλονίκη, 2011
Ο συγγραφέας Στάθης
Κοψαχείλης γεννήθηκε το 1957 στο Λιτόχωρο Πιερίας, όπου έζησε μέχρι να αρχίσει
τις σπουδές του στην Ιατρική. Τα δεκάξι κείμενα αυτού του βιβλίου (τα πρώτα γράφτηκαν το 1985, αλλά δημοσιεύτηκαν
το 1988 στο λογοτεχνικό περιοδικό του Πειραιά, Το Παραμιλητό, όπου παραπέμπει και το τίτλος), διαδραματίζονται μεν στον τόπο της καταγωγής του, όμως δεν
μένει σε μια ηθογραφική παράσταση του τότε ούτε αναπολεί τον παληό –φευ!– καλό
καιρό (ποιον καλό; – σκληρή δουλειά στα χωράφια μες στην κάψα, άλλοι στο
πανηγύρι του Άι-Λια κι άλλοι να ιδρωκοπάν στου βάλτου τα φρυγμένα χώματα,
πόλεμος στα μαντριά με τους λύκους και τα ζωντανά, αναλγησία, φόβος,
μισαλλοδοξία με τα καθημερινά).
Όμως, το παρελθόν συνομιλεί με το
παρόν μέσα από μια ανασύνθεση των γεγονότων μιας κοινοτικής ζωής, που είναι
σήμερα αναγνωρίσιμη, γιατί ο συγγραφέας έχει την δεξιότητα, την διαίσθηση, να
ανατέμνει τα του βίου: Δεν αλλάζουν ποτέ
τα τοπία της ψυχής των ανθρώπων όσο κι αν το σκηνικό που τους περιβάλλει είναι
αλλοτινό.
Το ξάφνιασμα δε το
γοητευτικό, χαρμόσυνο θα ’λεγε κανείς, είναι ότι διατηρείται η πνοή των χρόνων
της συγγραφής, όχι μόνο με τον ατέλειωτο θησαυρό των λέξεων της ντοπιολαλιάς
(υπάρχει και σχετικό γλωσσάριο στο επίμετρο του βιβλίου), αλλά και με την ανάσα
της φύσης: η γη ανασταίνεται μαζί με τα πράματα (βοσκήματα), λυσσομανάν
αέρηδες, πέφτουν αστροπελέκια, βουίζουν οι ρεματιές του Ενιπέα, πουλιά πέφτουν
μαγνητισμένα στο χώμα κατακόρυφα κι άλλα (καρακάξες αδηφάγες καταξεσχίζουν το
προσωπάκι ενός βρέφους, που η τυραγνισμένη η μάνα του του έφτιαξε κούνια σ’ ένα
δέντρο για να ξεχερσώσει ένα χωράφι: η Ματσάγγος τ’ όνομα: απ’ τ’ απανωτά
τσιγάρα που κάπνιζε). Και, συχνά-πυκνά, χιονίζει, ένα χιόνι απάτητο, που ούτε
τον τορό τους (χνάρια) αφήνουν πάνω του, νε ζωντανά, νε ανθρώπινες πατημασιές.
Κι άνθρωποι, για ένα κομμάτι ψωμί, να λιώνουν μες στην λάβα, ξεβοτανίζοντας
καλαμποκιές, ενώ σε χαράδρες καταφεύγουν αλαφροΐσκιωτοι και σακατεμένοι απ’ την
σκληρή δουλειά. Όμως υπάρχουν και οι ποιητικές-αρχοντικές ψυχές που σε
απογειώνουν. Κείμενα βασικά ρεαλιστικής δομής: το χωριό, η αγορά του, οι
αγροτοποιμένες, οι πραματευτάδες, ο ρόχθος του ποταμού, τα βαθύφυλλα δέντρα,
ξωκλήσια, ερημικά καλύβια, και οι φευγάτοι με τα όνειρά τους, κι οι
προσγειωμένοι που περιγελούν τους εξουθενωμένους (τύποι σαν τους αγαθούς,
πτωχούς στο πνεύμα, του Παπαδιαμάντη, όπως ο Γιάννης του Λέκκα, ο Ζάχος, ο
Ταττόης) κι άλλοι αυτάρκεις μες στην ταπεινή τους ζωή (ο μπάρμπας του ο αθώος,
ο απόμακρος λοτόμος) που παραπέμπουν στους απόκοσμους του Κόντογλου).
Ο συγγραφέας πατάει στην πεζογραφική
παράδοση των περασμένων μαστόρων. Και, παρόλες τις διαφορές, το υπέδαφος απ’
όπου ξεπηδάν τα ιαματικά νερά των γραφτών του, είναι παρόμοιας σύστασης. Οι
αδυναμίες και τα συγγνωστά παραπατήματα είναι κάτι, που θα ’λεγε κανείς
αναμενόμενο, σ’ έναν πρωτοεμφανιζόμενο (ως προς την συνολική δουλειά, γιατί
μεμονωμένα κείμενά του, όπως είπαμε πριν, έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί), κάτω
από κάθε γραμμή διαφαίνεται πολύς κόπος και φροντίδα. Είναι επιρροές, κάπως
δύσκολα ενσωματωμένες, κυρίως από κινηματογραφικά στερεότυπα (πλάνα με τον
θάνατο), ίσως και μια ευκολία στην τελική – έκπληξη – ανατροπή. (Στα κείμενα: «Η
Αλεπού κάνει το σκύλο», «Η μάνα στο όνειρο», κλπ…). Ακόμη ο τίτλος της συλλογής
δεν εκφράζει την, βαθειά ριζωμένη στη γη, δομή των κειμένων (άλλο που σ’ αυτές
τις πλαγιές τ’ Ολύμπου οι ιστορίες πλέκονται και στολίζονται και με κεντήματα
ονειρικά της χαρμολύπης).
Ο Γιάννης Πατσώνης
είναι πεζογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου