22/10/23

«Κενοφανέρωτη και καινοτόμος»

Της Κωστούλας Μάκη*
 
ΡΕΜΟΝ ΚΕΝΟ, Η Ζαζί στο μετρό, Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, Επίμετρο: Νίκος Αμανίτης, εκδόσεις Ύψιλον, σελ. 235
 
«Ο πλάσας ηφάνισεν». Με αυτό το μότο από τον Αριστοτέλη ο Ρεμόν Κενό δηλωτικά εκφράζει τις προθέσεις του για το βιβλίο. Πολλαπλοί αφανισμοί, εξαφανίσεις, παιχνίδια ταχυδακτυλουργικά, μετατοπίσεις και επανεμφανίσεις συγκροτούν το σώμα του κειμένου, όπου αποφασιστικά τίποτα δεν θα μείνει όρθιο, στο ύφος, τη γραμματική, τη σύνταξη, το γλωσσικό σώμα, αλλά και κάθε κανονικοποιημένη εκδοχή του πραγματικού. Δεξιοτεχνικά, και ως συνεπής OuLiPιστής, ο Κενό δοκιμάζει τα όρια της γραφής και της γλώσσας, ενώ παράλληλα ελευθεριακά συνθέτει ένα κολλάζ περιπλανώμενων ανθρώπων στο Παρίσι. Οι συναισθηματικοί δεσμοί ανατρέπουν κάθε έννοια πολιτικής ορθότητας, επιδεικνύοντας το ταξικό στοιχείο και την αντίστιξη ανάμεσα στους λαϊκούς ανθρώπους του Παρισιού, τους μικροαστούς και τους τουρίστες, οι οποίοι γραφικά περιφέρονται με αγωνία για να προλάβουν να επισκεφτούν τα πιο γνωστά αξιοθέατα της πόλης, ρωτώντας διαρκώς: «Τιναδούμ’; Τιναδούμ’; Τιναδούμ’;» (σ. 99).
Η Ζαζί, αντίθετα, επιθυμεί να επισκεφτεί μόνο το μετρό, χωρίς ωστόσο να τα καταφέρνει αφού είναι κλειστό λόγω απεργίας. Επιδιώκει την ισότιμη μεταχείρισή της από τους ενήλικες, διεκδικώντας να περιπλανηθεί με τους δικούς της όρους: «τρέχει και μετά περπατάει, επιταχύνει και μετά επιβραδύνει, ξαναπιάνει το γρήγορο βάδισμα, παίρνει δρόμους και δρομάκια» (σ. 62). Πιέζει επίσης να πάρει τις απαντήσεις που θέλει όταν οι μεγάλοι αποφεύγουν να απαντήσουν. Βωμολοχεί και γίνεται ενοχλητική, έξω από κάθε κυρίαρχη κατασκευή της παιδικότητας. Αναρωτιέται επίμονα: «Γιατί οι άνθρωποι λένε κάποια πράγματα και άλλα δεν τα λένε;», και σχολιάζει όταν της λένε ότι δεν είναι αυτές πρέπουσες ερωτήσεις: «Φυσικά και ειν’ ερωτήσεις. Μόνο που ειν’ ερωτήσεις στις οποίες δεν ξέρετε ν’ απαντήσετε.» (σ. 95). Υποστηρίζει έτσι την αυτόνομη οπτική της, χωρίς να υποχωρεί και συγκρούεται, χωρίς φόβο κάθε φορά που την κάνουν να αισθάνεται ότι δεν καταλαβαίνει: «Αν θέλεις να υπαινιχτείς ότι δεν είμαι μέσα στα πράγματα», λέει η Ζαζί, «εγώ μπορώ να σου απαντήσω ότι δεν είσαι παρά ένας κωλόγερος» (σ. 18). Με τέτοιους τρόπους ο Κενό ασκεί κριτική στις εξιδανικευμένες κατασκευές για την παιδική ηλικία και την ταύτισή της με την αθωότητα. Ο Κενό αντιτάσσεται τοιουτοτρόπως σε κάθε τετριμμένη ηθικολογία, για τη διαπαιδαγώγηση, τη ρύθμιση των σχέσεων και τα συστήματα επιτήρησης και συμμόρφωσης. Στο κείμενο υλοποιούνται πολλαπλές αντιστροφές για την παιδική ηλικία και φτιάχνεται ένα «πειραγμένο» μυθιστόρημα ενηλικίωσης, όπου η αθωότητα συνδέεται με το χιούμορ, την τόλμη και τους συναισθηματικούς δεσμούς που συντηρούνται.
Ο συγγραφέας, με τρυφερότητα για τους χαρακτήρες του βιβλίου που προέρχονται από λαϊκές τάξεις, και συνδυάζοντας τη λαϊκότητα, τη βωμολοχία, τη φαντασία και τους γλωσσικούς ελιγμούς-παραποιήσεις, σχολιάζει με σαρκασμό τους κοινούς τόπους οι οποίοι συνοδεύουν τον ανερχόμενο μικροαστισμό της εποχής. Σε ένα από τα πολλά ξεκαρδιστικά επεισόδια για παράδειγμα, μια κυρία της υψηλής κοινωνίας παίρνει το μέρος της κυνηγημένης Ζαζί και προσπαθεί να τη σώσει από τον «διώκτη» της: «Κύριε», του είπε, «λυπηθείτε αυτή την παιδούλα. Δεν είναι αυτή υπεύθυνη για την κακή αγωγή που μπορεί να πήρε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πείνα την έσπρωξε να διαπράξει ό,τι διέπραξε, αλλά δεν πρέπει να της καταλογίσουμε όλη, ξαναλέω: όλη, την ευθύνη. Εσείς δεν πεινάσατε ποτέ (παύση) κύριε;» (σ. 63).
Όπως αναφέρει στο επίμετρο ο Νίκος Αμανίτης, η Ζαζί (πρώτη φορά εκδόθηκε το 1959), ένα από τα πολυπλοκότερα έργα του συγγραφέα, αποτυπώνει τη μόνιμη ενασχόληση του Κενό με τα διλήμματα της γλώσσας και πιο συγκεκριμένα τη γλώσσα της καθημερινής ζωής και τον επίσημο γραπτό λόγο με όλες τις έμφυλες, ταξικές, πολιτισμικές διαστάσεις του. Ζητήματα τα οποία τον απασχολούν από τα 29 του χρόνια και ενισχύονται από ένα ταξίδι στην Ελλάδα το 1932, το οποίο του δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τις πολεμικές διενέξεις ανάμεσα στους δημοτικιστές και τους καθαρευουσιάνους. Από τις θεωρητικές τοποθετήσεις του που καταγράφονται στο έργο «Ταξίδι στην Ελλάδα» (1937), ο συγγραφέας επιθυμεί την τριπλή μεταρρύθμιση, στο λεξιλόγιο, το συντακτικό και την ορθογραφία, προκειμένου να αποτυπωθεί στη λογοτεχνία η ομιλούμενη γλώσσα, τα νεο-γαλλικά: «μια γλώσσα που δεν υπάρχει ακόμα αλλά αγωνίζεται να γεννηθεί» (σ. 221), και η οποία διαφεύγει από άλλες πιο «ακαδημαϊκές» χρήσεις της. Η Ζαζί είναι η μετάβαση στην πράξη αυτής της συλλογιστικής, η γραπτή παρουσία του προφορικού λόγου και η αποδοχή της φωνητικής γραφής. Όπως σημειώνει ο Αμανίτης, το λαϊκό συνυπάρχει με το εξεζητημένο ύφος, τους αρχαϊσμούς, τις κοινοτοπίες, ενώ κυριαρχεί επίσης η σαρκαστική κοινωνική κριτική του πολιτισμού, της ημιμάθειας και του νεοπλουτισμού της δεκαετίας του 1960, με ταυτόχρονες διακειμενικές αναφορές, σε ταινίες, μουσικές, ποιήματα και λογοτεχνικά έργα που παράγουν ένα απολαυστικό κειμενικό παιχνίδι.
«Κενοφανέρωτη και καινοτόμος» είναι η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, ο οποίος υπερβαίνει τον εαυτό του, αναδεικνύοντας την εμπειρία του στη μετάφραση, τα γαλλικά, την OuLiPo και τον Κενό, καθώς και τις ιστορικές θεωρητικές/ φιλοσοφικές/ γλωσσολογικές καταβολές του βιβλίου από την έκδοσή του μέχρι σήμερα, οι οποίες κάνουν τη Ζαζί στο μετρό ένα περίτεχνο κείμενο, στο οποίο κάθε ανάγνωση αποκαλύπτει νέες κειμενικές επιστρώσεις, διευρύνοντας διαρκώς τα όρια και τις δυνατότητες της λογοτεχνίας, αποδομώντας κάθε τύπου δογματική σοβαροφάνεια.
Η ζαζική ωμότητα και αθωότητα διατηρείται ακέραια στο σήμερα και μάλλον επιτείνει την ανάγκη να σκεφτούμε κριτικά τις πολλαπλές συμβάσεις της καθημερινότητας και να αναλάβουμε την ευθύνη να κινηθούμε αλλιώς στους πολλαπλούς εγκλωβισμούς του παρόντος, διατηρώντας  τη διαπίστωση πως στη γλώσσα και τη ζωή οι εκδοχές παραμένουν ανοιχτές και οι ανατροπές δεν εξαρτώνται πάντα από τις πρακτικές εξουσίας και γνώσης, που ισοπεδώνουν όσα κρυφά και φανερά επιθυμούμε. Στους λόγους που υποστηρίζουν συμβατικές ζωές, ακόμα και όταν «οι λέξεις δεν έχουν πια την έννοια πού ’χαν κάποτε» (σ. 115) η Ζαζί εμφατικά λέει: «Κολοκύθια τούμπανα» (σ. 15).  
 
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος 

Μαρία Παπανικολάου, Απόπειρες, 2023. οκτακάναλη βιντεοεγκατάσταση, (βιντεοστιγμιότυπο), βίντεο σε λούπα, έγχρωμο, ήχος, 8 TV μόνιτορ, ξύλο

Δεν υπάρχουν σχόλια: