9/7/23

Εκφάνσεις λογοτεχνίας και ιστορίας

Νίκος Αλεξίου, Black Curtain, καλάμια, χαρτί, σπάγκος, 70 x 50 εκ.



Της Κωστούλας Μάκη*
 
ΓΙΟΥΝΤΙΤ ΣΑΛΑΝΣΚΥ, Κατάλογος απολεσθέντων, Μετάφραση: Γιάννης Καλιφατίδης, Εκδόσεις: Αντίποδες, σελ. 340
 
«Διότι ο μύθος είναι η υψηλότερη απ’ όλες τις πραγματικότητες, σκέφτηκα, και για μια στιγμή μου φάνηκε πως η Βιβλιοθήκη είναι το αληθινό θέατρο του παγκόσμιου γίγνεσθαι»
(σ. 58)
 
Στο βιβλίο της η Γιούντιτ Σαλάνσκυ, γνωστή Γερμανίδα συγγραφέας της νεότερης γενιάς, καταθέτει λογοτεχνικά έναν κατάλογο απολεσθέντων, αξιοποιώντας την ενασχόλησή της με την τέχνη, το βιβλίο, τις φυσικές και  κοινωνικές επιστήμες, την έρευνα. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί τη μεταμυθοπλασία, συνθέτοντας, μέσω της διαδικασίας οικειοποίησης, ό,τι ακόμα εγείρει την αγάπη και το ενδιαφέρον της, αν και έχουν εκλείψει. Η βυθισμένη ατόλη Τουανάκι, η τίγρη της Κασπίας, ο μονόκερος του Γκέρικε, η βίλα Σακέτι, η εξαφανισμένη πρώτη ταινία του Μούρναου, οι ερωτικές ωδές της Σαπφούς, το παλάτι του οίκου Φον Μπερ, τα επτά βιβλία του Μάνη, το λιμάνι του Γκράιφσβαλντ, η εγκυκλοπαίδεια του δάσους του Σούλτες, το Μέγαρο της Δημοκρατίας στο Βερολίνο και οι σεληνογραφίες του Κίναου επανέρχονται σε ένα παλίμψηστο ψηφιδωτό μνήμης. Δεν πρόκειται για μια γραμμική νοσταλγική παράθεση χαμένων ζώων, τόπων, κτηρίων, έργων τέχνης και ανθρώπων, αλλά για μια ολοκληρωμένη φιλοσοφική και συναισθηματική τοποθέτηση της συγγραφέα για ζητήματα μνήμης-λήθης, πραγματικού-φανταστικού και για την ερείπωση των πάντων στο πέρασμα του χρόνου. Στο χειμαρρώδες βιβλίο της, ο αναγνώστης ενδέχεται να εμπλακεί πιο ενεργά με κάποια διηγήματα, αφήνοντας άλλα πίσω. Ο κατάλογος των απολεσθέντων της είναι τόσο συνθετικά πλούσιος και διαφορετικός, που δεν αποτυπώνεται με μια απλή περιγραφική παράθεση των αφηγηματικών στοιχείων. Είναι, λοιπόν, προτιμότερη μια σύντομη κριτική επισκόπηση του τι επιχειρεί να κάνει η Σαλάνσκυ σε αυτό το έργο της.
Η συγγραφέας μιλά για την απώλεια ως εγερτήρια μνημονική διαδικασία της επιθυμίας, ξεκαθαρίζοντας ότι «μια μνήμη που θα διατηρούσε τα πάντα, επί της ουσίας δεν θα διατηρούσε τίποτα» (σ. 19). Συγκροτώντας με όρους διαλεκτικούς το δίπολο μνήμης-λήθης τίθεται το ζήτημα της επιλεκτικότητας και της μνημονικής σύνθεσης, η οποία διαμορφώνει όχι μόνο το μνημονικό τοπίο του βίου και της ιστορίας, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους το συναίσθημα και οι πολλαπλές εκδοχές ταυτότητας θα συνομιλήσουν με το πολιτικό, το προσωπικό, την ιστορία και τα διλήμματα που αφορούν στην επιλογή των φαντασμάτων με τα οποία θα συνομιλήσουμε.
Η μανιώδης αποστειρωμένη παράθεση όλων όσων υπήρξαν δεν αφορά τη συγγραφέα, καθώς δηλώνεται ότι «κάθε νέα γνώση γεννιέται από τη λήθη» και η αδιάκριτη απομνημόνευση των πάντων καταλήγει σε συσσώρευση άχρηστων πληροφοριών. Επομένως, άμεσα ο καθένας καθορίζεται αντίστοιχα από αυτά που ανασύρει μνημονικά και από το πώς όλα επενδύονται συναισθηματικά και μοιράζονται με τους άλλους. Η διαπίστωση ότι η καταστροφή βρίσκεται στα θεμέλια κάθε δημιουργίας συνοδεύεται από την παραδοχή πως κάθε οργανωμένη ή μη προσπάθεια «διάσωσης» είναι περιορισμένη και ιστορικά επιτελεστική.  Η επιτελεστικότητα δεν χαρακτηρίζει μόνο τη διαδικασία μνήμης, αλλά και αυτήν της λήθης. Ο διαμελισμός του σώματος της Υπατίας με τον παράλληλο αφανισμό του έργου της υποδεικνύει τους ιδεολογικούς και πολιτικούς διχασμούς για το τι θα διασωθεί και τι όχι.
Η Σαλάνσκυ δεν ακολουθεί την ιδεαλιστική πίστη σε μια νέα αρχή και στην αντίστοιχη πρόθεση να αντιμετωπιστεί το παρελθόν ως άγραφος πίνακας. Η ανάγκη διάσπασης παρελθόντος-μέλλοντος χαρακτηρίζεται από την εκάστοτε θεσμική ανάγκη επιβολής κυρίαρχων μοντέλων εξουσίας ως προς την ανάγνωση του παρελθόντος. Η ενδεχομενικότητα, υπενθυμίζει η Σαλάνσκυ στο έργο της, δεν είναι το μέλλον, αλλά το παρελθόν.
Στα δώδεκα διηγήματα του βιβλίου η συγγραφέας αντιμετωπίζει το ερείπιο ως ουτοπικό τόπο, ο οποίος επαναεπενδύεται με τη συνθετική γραφή της μεταμυθοπλασίας σε συζεύξεις πραγματικού-φανταστικού και με την κατασκευή μνημονικών ιχνών και αναγνωστικών αναθεωρήσεων παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος.  Διαφοροποιεί, λοιπόν, ως πολιτικό υποκείμενο τον εαυτό της από αυτούς που αντιμετωπίζουν την ιστορία ως εκλογίκευση του παραλόγου, όπως το έθεσε ο Λέσσινγκ στο βιβλίο του, και οι οποίοι αποπειρώνται να ανασυγκροτήσουν τα ιστορικά συμβάντα μέσα από το ορθολογικό σχήμα της προόδου που κάνει την ιστορία κανονιστική αφήγηση με αρχή, μέση και τέλος.
Παράλληλα, στις ιστορίες της η Σαλάνσκυ αδιαφορεί για κάθε ιεραρχική αξιολόγηση των μνημονικών αρχείων με όρους επιτυχίας/αποτυχίας, σωστού/λάθους, και ανάλογα με το πώς διαμορφώνονται αυτά στις αναγνωστικές και συγγραφικές πράξεις. Θέτει όμως διαρκώς τα ερωτήματα: ποιος ανασύρει τι, πότε, με ποιους όρους και σε ποιους απευθύνεται. «Τι είναι, όμως ένα αρχείο χωρίς παραλήπτη, μια χρονοκάψουλα χωρίς αποδέκτη, μια κληρονομιά χωρίς κληρονόμους;» (σ. 30) ρωτά η Σαλάνσκυ, για να απαντήσει στη συνέχεια πως με τη γραφή και την ανάγνωση ο άνθρωπος ξεπερνά τη «συμβατική βιολογική κληρονομιά» και συμπληρώνει με πράξεις οικειοποίησης τη δική του γενεαλογία, υποστηρίζοντας τα πάθη, το πένθος και τους αλληλοσυμπληρούμενους διαλόγους μνήμης/λήθης. Εδώ η έμπειρη μεταφραστική δεινότητα του Γιάννη Καλιφατίδη και η άρτια αισθητικά έκδοση του βιβλίου ενισχύουν την εμπλοκή των αναγνωστών στην κριτική ανασύσταση ενός διαρκώς εξελισσόμενου καταλόγου απολεσθέντων/ευρεθέντων.
Σύμφωνα με τη συγγραφέα, κομβικό στοιχείο του βιβλίου είναι η αναγνώριση των λεπτών ορίων ανάμεσα στην παρουσία και την απουσία που παραμένει οριακή «όσο υπάρχει η μνήμη» (σ. 34). Η Σαλάνσκυ προκαλεί τους αναγνώστες να ασκήσουν οι ίδιοι τη φαντασία τους, ιστορικοποιώντας τον εαυτό τους στον ανθρώπινο χρόνο με τους δικούς τους όρους, ενώ παράλληλα μοιράζεται τις δικές της συγγραφικές διαδρομές σε όσα επιθυμεί να επανασυνθέσει ως όψεις μιας ανοιχτής προσωπικής και άρα βαθύτατα πολιτικής συλλογικής διαδρομής. Η διαδρομή αυτή είναι αναπόφευκτα ημιτελής και έχει ημερομηνία λήξης, καθώς, όπως επισημαίνει και ο Κίναου στο τελευταίο διήγημα: «το φεγγάρι όπως κάθε αρχείο, δεν ήταν τόπος διάσωσης, αλλά ολοκληρωτικής καταστροφής, ένας απόπατος της Γης, και ο μόνος εφικτός τρόπος για να διαφυλάξω το παιδαριώδες έργο μου […] ήταν να στρώσω ο ίδιος το δρόμο για το προδιαγεγραμμένο τέλος του» (σ. 325). Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τις ανεξάντλητες εκφάνσεις λογοτεχνίας και ιστορίας.
 
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια: