23/2/13

Στις παρυφές της οργής


Ο ασκητής καθόταν στον Άγιο Δημήτριο τον Λουμπαδιάρη. Από εκεί έβλεπε ότι είχε αγαπήσει περισσότερο σ' αυτήν την πόλη. Το κέντρο της. Που σήμερα καθημαγμένο πια από τις στυγνές πολιτικές των "μνημονιακών συμμοριών" φάνταζε σκιά ομιχλώδης ενός αλλοτινού καιρού, εικόνα βγαλμένη από το Λονδίνο του 19ου αιώνα. Όμως αυτό που πιότερο τον εξόργιζε είναι η καταδίκη μιας γενιάς στην εξορία. Αυτό έλεγαν τα επίσημα στοιχεία, αυτό βίωναν χιλιάδες οικογένειες στη χώρα. Αυτό ήταν το πρώτο έγκλημα. Από τον ιερό βράχο έβλεπε πέρα στους κάμπους και στα ΜΑΤ που ορμούσαν πάνω στους εργάτες γης. Αυτό ήταν το δεύτερο έγκλημα της "συμμορίας" που θεωρούσε ότι είναι κυβέρνηση της χώρας. Πίσω από τα παρασκήνια, κάτω στα υπόγεια των δωματίων της εξουσίας, συντελούνταν το τρίτο έγκλημα. Αυτό της κατάλυσης της δημοκρατίας. Έπρεπε να σπιλωθεί όσο γίνεται περισσότερο ο αντίπαλος. Έπρεπε να κλείσουν όλες οι εστίες αντίστασης. Τα δικαιώματα, η κριτική στα έργα τους, οι αποκαλύψεις για τις ημέρες τους, έπρεπε να εξαφανιστούν από τη δημόσια σφαίρα. Τρία εγκλήματα που το ένα δενόταν με το άλλο με κόμπους σφιχτούς αλλά μοιραία δενόντουσαν και οι ιθύνοντες νόες με τα εγκλήματα τους. Δεν μπορούσαν να μείνουν αφανείς. Και επέλεγαν τον άλλο δρόμο. Αυτό της πλήρους περιφρόνησης του λαού. Η οίησή τους ήταν τέτοια, που κράδαιναν ακόμη και την ποινή του θανάτου, γιατί έτσι έκλειναν το μάτι στο φαιό τέρας που καραδοκούσε. Τώρα ο ασκητής είχε όλο το πλαίσιο μπροστά του.
Γονάτισε και προσευχήθηκε γιατί ένοιωθε μέσα του τυφλή οργή. Αυτό δεν ήθελε. Έπρεπε να μείνει ψύχραιμος για να ‘ναι αποτελεσματικός. Ήξερε πως ο λαός είχε όπλα. Είχε δύναμη. Και μέσα του κάτι του ‘λεγε πως ό,τι και να κάνουν, όσα άθλια και να σκαρφιστούν, οι μέρες τους ήταν μετρημένες πια. Αλλά γι' αυτό θα γίνουν ακόμη πιο επικίνδυνοι για τον λαό και την δημοκρατία. Επειδή τελειώνουν. Στη μύτη του έφτασε η μυρουδιά των χημικών. Είχαν πάλι βγει στον δρόμο και σκορπούσαν βία. Το μάτι του πήρε μια βουλευτική ταυτότητα τσακισμένη. Συμβολικό τούτο, σκέφτηκε. Όταν τσακίζεται μια βουλευτική ταυτότητα και ο μπάτσος συνεχίζει να κάνει τη βρώμικη δουλειά του τότε στ' αλήθεια η δημοκρατία είναι βαριά άρρωστη. Άρχισε να κατεβαίνει προς τον κήπο. Μια παράξενη ησυχία επικρατούσε στην ατμόσφαιρα. Μιαν ατμόσφαιρα βαριά από τα χημικά και από αποκαΐδια των τζακιών. Όμως η οργή είχε αρχίσει να καταλαγιάζει μέσα του. Άρχισε να νοιώθει μιαν αποφασιστικότητα έντονη. Ήξερε πως ερχόταν ο καιρός. Άλλωστε και τ' αδέλφια του, οι ασκητές από την Πορτογαλία και την Ισπανία του ‘φερναν καλά νέα. Στην Φιλελλήνων έπεσε πάνω στην αγαπημένη του φίλη. Την έβλεπε κάπως απόμακρη τον τελευταίο καιρό, σαν μια στεναχώρια αλλιώτικη να την είχε καταβάλει. Όχι, αυτή τη γενική που έβλεπε σ' όλους τους ανθρώπους γύρω του. Ούτε ακριβώς στεναχώρια. Μια πιο έντονη αδιόρατη θλίψη, μια πιο έντονη από το συνηθισμένο. Στάθηκε διακριτικός μπροστά της. Στα χέρια της κρατούσε μιαν εφημερίδα που είχε ένα αφιέρωμα στην Έντιθ Πιαφ. Δεν κουβέντιασαν καθόλου πολιτικά και μάλλον δεν κουβέντιασαν καθόλου. Στεκόταν απλώς και κοιταζόντουσαν. Ήδη είχαν πει πολλά. Κάθισαν σ’ ένα παγκάκι και διάβαζαν μαζί το αφιέρωμα. Ο ασκητής ένοιωθε ότι είχε μείνει στις παρυφές της οργής. Ύστερα από λίγο έσφιξαν τα χέρια τους. Η εφημερίδα έπεσε κάτω αλλά κανείς δεν της έδωσε σημασία. Το μυαλό του ήδη ταξίδευε μαζί με την φωνή της Πιαφ στο Παρίσι.

-Α, ωραίοι Πορτογάλοι, είπε ο ασκητής, την Επανάσταση των Γαρυφάλλων φέρατε πάλι. Λίγες οι μέρες τους, λίγες.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ

Δημήτρης Πετσετίδης- Joyce

Δεν υπάρχουν σχόλια: