ΤΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΟΥΖΗ
KΑΤΕΡΙΝΑ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ, Χαμένος θησαυρός,
μετάφραση Ν. Μπουραντάνη, Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα 2012, σελ. 75
Η πρώτη
συλλογή στα ελληνικά της Κατερίνας Βαλαωρίτη με τα μεταφρασμένα από την αγγλική
γλώσσα ποιήματα συνιστά μια δοκιμή εξάλειψης της μνήμης – κατ’ επέκταση του
χρόνου – και επιβολής του παρόντος στο διηνεκές, καθόσον η μνήμη εδώ σχετίζεται
με τη μελαγχολία και τη θλίψη, ενώ η παροντική στιγμή συνδέεται με τη
πραγμάτωση της αγάπης, της μελλοντικής, στην ουσία, αφού ακόμη επιθυμείται και
προσδοκάται.
Γι’ αυτό
οι στίχοι στις συνθέσεις της Βαλαωρίτη, όπως διαδέχονται ο ένας τον άλλο,
υπογραμμίζουν την παροντικότητά τους. Μέσα σε αυτό το μακρύ συνειρμικό ρεύμα
από στίχους, όσοι έχουν ήδη διαβαστεί μοιάζουν να χάνονται, ώστε σημασία έχει
μόνο ο στίχος που εμφανίζεται τώρα . Έτσι σκιαγραφείται επιπλέον μια ιδιαίτερη
πρόταση για την ποίηση, ότι η τελευταία συνιστά μια αέναα αναδιαρθρούμενη
γλώσσα, η οποία τη σημασία της τη λαμβάνει από τη μορφή της στο παρόν. Η
γλώσσα-πριν αποδιαρθρώνεται και η σημασία της αφανίζεται, ενώ η γλώσσα-τώρα
διαρθρώνεται και σημαίνει. Μια τέτοια στάση απέναντι στην ποίηση, ως
διαρκούς πορείας στη λήθη αλλά και
ολοένα αναμονής του επόμενου σχήματος και νοήματος του παρόντος, αποδεικνύεται
απελευθερωτική, επειδή προσφέρει την ευεργεσία ενός ταξιδιού, κατά το οποίο
αφήνεις πίσω σου να σβήνουν συνεχώς οι εικόνες, χαίρεσαι τα στιγμιότυπα που
παρακολουθείς και προσδοκάς όσα θα ακολουθήσουν, όταν χαθούν και τα
προηγούμενα. Μια ταξιδιωτική ποίηση, η οποία εξαλείφει τη μνήμη (Κι οι
έγνοιες μου χάθηκαν / Με φωτιά και τρυφερότητα μαζί, «Ο ποταμός»). Οι
εκτενείς συνθέσεις της Βαλαωρίτη εξασφαλίζουν την αμνησιακή ροή της
παροντικότητας. Για παράδειγμα, «Το ρουμπίνι» συνιστά ένα ταξιδιωτικό ποίημα με
δεκαπέντε σκηνές να απαρτίζουν τα διαδοχικά στιγμιότυπα του συγκεκριμένου
ταξιδιού.
Τα
ποιήματά της συλλογής θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως συνειρμικά συνδεδεμένα
θραύσματα από υπαρκτά αλλά κυρίως από ανύπαρκτα παραμύθια. Ο μηχανισμός ο
οποίος προωθεί τη ροϊκότητα και την επάλληλη διαδοχή αυτών των θραυσμάτων είναι
επίσης παραμυθιακός. Πρόκειται για τη μεταμόρφωση. Η τελευταία εξασφαλίζει τη
γραμμική εξέλιξη των ποιημάτων, το παρατακτικό πέρασμα από το ένα στο άλλο
μαγικό στιγμιότυπο.
Το μαγεμένο φόρεμα
Βούτηξα τα χέρια μου σ’ ένα ρυάκι
Και το νερό που υψώθηκε
Έπλασε ένα φωτοβόλο μεσοφόρι από δαντέλα,
Διάφανο τελείως, που φυλάκιζε το φως.
Το φόρεσα
Κι άρχισα να χορεύω ολόγυρα
Και το ρούχο έβγαζε σπαραξικάρδιες κραυγές
Και θρόιζε σαν φούστα μεγαλόπρεπης κυρίας
Κι οι πάμπολλες πτυχώσεις του ήταν κομψές,
Φτιαγμένες από κάποια ύλη υπερκόσμια...
Αποτέλεσμα της επαφής τους με το
παραμύθι είναι επιπλέον το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα ποιήματα μπορούν να
αναλυθούν σε διακριτές ενότητες, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω σε σχέση με «Το
ρουμπίνι», και ότι πολλές από αυτές τις ενότητες μπορούν μάλιστα να αποδειχθούν
συστατικές μονάδες τους, οι οποίες επανέρχονται. Ο λόγος είναι φυσικά για μια
πρόταση ανάλυσης των κειμένων της Βαλαωρίτη με μια μέθοδο, η οποία πρόδρομό της
έχει τη προσέγγιση των ρωσικών παραμυθιών από τον Propp. Τέτοιες συστατικές μονάδες
αποτελούν η περιπλάνηση στο δάσος, στη ζούγκλα, σε σπηλιές, στην πόλη, στην
έρημο, η περιγραφή πουλιών και ζώων (γάτες, λιοντάρια, λεοπαρδάλεις κ. ά.), η
άνοδος στον ουρανό, τα βουνά, η αυγή, το δειλινό, τα αστέρια, το φεγγάρι, οι
καταιγίδες, τα δάκρυα, η εύρεση ενός θησαυρού, τα λουλούδια, η φωτιά , τα
χρώματα, το λυκόφως, το σκοτάδι, η κάθοδος στον τάφο, οι νεκροί, τα φαντάσματα,
η εμφάνιση των αγγέλων. Από την άλλη, κάτι το οποίο διακρίνει αυτά τα ποιήματα
από τα παραμύθια αποτελεί η ακατάσχετη συνειρμική ώθηση και κάτι επιπλέον, ο
αυξημένος λυρισμός.
Ο λυρισμός της Βαλαωρίτη
αναδεικνύεται ως ζωγραφικός. Αποδεικνύεται δηλαδή ότι αντιπροσωπεύει μια
κινητική προέκταση του εικαστικού της έργου. Οι εικόνες επιβάλλονται και
εναλλάσσονται. Τα χρώματα δεσπόζουν και αναμειγνύονται με το αρνητικό τους, τις
σκιές. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ηχητικά τους αντίστοιχα: Οι φωνές, η
μουσική, το τραγούδι, αφού ακουστούν, δίνουν τη θέση τους στο κλάμα και τις
σιωπές. Ο ζωγραφικός λυρισμός της συγκεκριμένης ποίησης εκπτύσσεται λοιπόν χάρη
στη μηχανή η οποία εξασφαλίζει την αμνησιακή ροή της παροντικότητας,
επιχειρώντας κατά το μήκος του Χαμένου θησαυρού να καταργεί και να
κατακυρώνει αντίστοιχα τα δυο κυρίαρχα συναισθήματα: Να απολύει διαρκώς στη
λήθη τη βασανιστική θλίψη και να ανασύρει ολοένα στο παρόν την επιθυμημένη
αγάπη. Προς το τέλος της «Τρικυμίας» τα δυο συναισθήματα καταγράφονται
διαδοχικά και ο τελευταίος στίχος κλείνει με το δεύτερο.
Συνοψίζοντας, ο Χαμένος
θησαυρός της Κατερίνας Βαλαωρίτη αφενός αποσκοπεί στο σβήσιμο της μνήμης,
στην ακύρωση του χρόνου και της σύμφυτής τους λύπης, αφετέρου ονειρεύεται
ταξίδια σε επάλληλους, παραμυθένιους και άρα παιδικούς παραδείσους. Σε αυτά
αποβλέπει η ποιητική της συλλογής, ώστε ξετυλίγει μακριές, ροϊκές συνθέσεις,
άλλοτε χάνοντας, άλλοτε επιτυγχάνοντάς τα.
Ο Παναγιώτης Βούζης είναι
διδάκτωρ φιλολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου