ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΣΓΟΥΡΟΜΥΤΗ
Albert Camus - Α. Κατακουζηνός, Ε. Παπανούτσος, Κ. Τσάτσος, Γ.
Θεοτοκάς, Φ. Βεγλερής, Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Το μέλλον του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μια συζήτηση στην Αθήνα, 1955,
Πρόλογος-μετάφραση: Τ. Τσαλίκη-Μηλιώνη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004[i]
Με όλα τα γνώριμα
ζητήματα να ανοίγουν ξανά, αλλά και τον ρόλο του καλλιτέχνη σε εποχές
πολιτιστικού μαρασμού σε επαναδιαπραγμάτευση, αυτό το σύντομο συμπόσιο, που
φέρνει κοντά κάποιους από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30 σε
μια από κοινού συζήτηση με τον γάλλο ανθρωπιστή, σκιαγραφεί λιγότερο τις
απόψεις του διανοούμενου -που άλλωστε θα εκφραστούν με σαφήνεια αργότερα, στην
απονομή του βραβείου Νόμπελ- και περισσότερο την εικόνα της μετεμφυλιοπολεμικής
ελληνικής διανόησης, καθώς προσφέρει μια σπάνια ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τα
επιχειρήματα εκατέρωθεν των ρευμάτων που τη συγκροτούν: της εκσυγχρονιστικής
τάσης που συμπορεύεται με τη θεσμική εξουσία επιδιώκοντας έναν πιο ενεργό ρόλο
στα κοινά, και της στροφής προς την παράδοση και την ελληνική κληρονομιά, τάση
που θα τροφοδοτήσει την πρώτη, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως ανάχωμα και διέξοδος
στον πλήρη εκμοντερνισμό του κοινωνικού συστήματος.
Παρά το ψυχροπολεμικό κλίμα της δεκαετίας του
’50, στο οποίο εμφανώς διεξάγεται η συζήτηση, η επικαιροποίησή της υπαγορεύεται
από την υποβολή των ίδιων θεμελιωδών ερωτημάτων που σήμερα επανακάμπτουν,
θέτοντας με ιδιαίτερη οξύτητα το πρόβλημα. Πρόκειται για το ζήτημα της ομοιογένειας
του ευρωπαϊκού πολιτισμού (ή εναλλακτικά της πολλαπλότητας των πολιτισμών) το
οποίο επανέρχεται καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης και, σε άμεση συνάφεια με
το ως άνω, της αποδοχής ή απόρριψης της πρωτοκαθεδρίας της δυτικής λογικής
έναντι μιας, μάλλον στραμμένης προς ανατολάς, έννοιας της παρόρμησης.
Σε μια δύσκολη χρονική
συγκυρία για την Ελλάδα, με νωπές ακόμη τις μνήμες του εμφυλίου και λίγο πριν
τα γεγονότα της Κύπρου, ο Albert Camus επισκέπτεται την Αθήνα
προσκεκλημένος του διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου, Οκτάβιου Μερλιέ.
Συνομιλητές του στη συζήτηση είναι οι Ε. Παπανούτσος, Κ. Τσάτσος, Γ. Θεοτοκάς,
Φ. Βεγλερής και Ν. Χαζηκυριάκος-Γκίκας. Προέδρευε ο ψυχίατρος Άγγελος Κατακουζηνός, ενώ τη συζήτηση
κατέγραφε από το ακροατήριο ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Τα ηχηρά ονόματα των παρευρισκομένων
φωτίζουν με ιδιαίτερο τρόπο τα προαναφερθέντα ερωτήματα. Πράγματι, το δίπολο
Ανατολή-Δύση, ιδωμένο μέσα από τις διαφορετικές φιλοσοφικές και πολιτισμικές
προσλαμβάνουσες, αποτέλεσε το ιδεολογικό έρεισμα ολόκληρης αυτής της γενιάς και
των επιγόνων της. Μόνο που, αναπαραστατικά,
ο χαρακτήρας της γενιάς ολοκληρώνεται
μέσα από την ιδέα μιας γονιμοποιούς σύνθεσης
ανάμεσα στο ανατολικό και το δυτικότροπο ιδίωμα∙ σύνθεση την οποία θα
επικαλείται εφεξής κάθε αναφορά στο ιδεολόγημα της ελληνικότητας ή της νέας
ελληνικότητας. Το ενδιαφέρον στην εν λόγω συζήτηση είναι ότι αναδύονται με
μοναδική διαύγεια οι διακριτές τάσεις που ενυπάρχουν εντός της ομάδας και οι
οποίες ενίοτε οδηγούν σε διαμετρικά αντίθετες τοποθετήσεις, υποδεικνύοντας τους
αντίστοιχα διακριτούς ρόλους που καλούνται να διαδραματίσουν οι φορείς τους στο
δημόσιο βήμα. Ενώ ο Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, σαφώς προσδεμένος στο άρμα μιας
ανατολίζουσας υπερβατικότητας, υπεραμύνεται της ιδέας της ταύτισης του
καλλιτέχνη με το αντικείμενό του, σε διαφορετικό στιγμιότυπο, ο Κ. Τσάτσος
φαίνεται να αντιπροτείνει το διάλογο στην τέχνη, μέσα από μια λεπτοδουλεμένη
παρουσίαση που του επιτρέπει να
προεκτείνει το σχήμα στην κοινωνία και στο πεδίο της πολιτικής,
καλλιεργώντας την πίστη στα κλασσικά ιδεώδη.
Προκειμένου, όμως, να
συλλάβουμε στην πλήρη ανάπτυξή του το πλαίσιο στο οποίο θεμελιώνεται η ως άνω
(φαινομενική) αντιπαράθεση, είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στη διάλεξη που
παρέθεσε ο Camus σχετικά με το Μέλλον της Τραγωδίας[ii] στον «Παρνασσό», την προηγούμενη του συμποσίου. Σε αυτήν,
ο Γάλλος συγγραφέας παρουσίαζε τις θέσεις του για την ελευθερία τού καλλιτέχνη,
ως «εσωτερική επιταγή» και προϋπόθεση συνάμα για τη «αναγέννηση των τεχνών». Με
αφορμή μια παρατήρηση από το ακροατήριο, ο Camus θα επανέλθει σε αυτές τις θέσεις κατά τη διάρκεια του
συμποσίου, επιχειρώντας αυτή τη φορά να συνδέσει ευθέως την καλλιτεχνική
ελευθερία με την (καλλιτεχνική) ειλικρίνεια, η οποία «δεν είναι μια κατάσταση
αθωότητας, αυτό το σίδερο πάνω στο άσπρο-κόκκινο». Για τον ίδιο, πάνω σ’ αυτή
την ιδέα της ειλικρίνειας
αντανακλάται ο κοινός τόπος «όπου ο καλλιτέχνης και το κοινό συναντιούνται». Η
ερμηνεία του όρου έχει δοθεί από τον συγγραφέα πολύ νωρίτερα, όταν στα Τετράδια του 1938 αναφέρεται ρητά σε μια
«προσεκτική συνείδηση του ζειν». Ο μεγάλος καλλιτέχνης, διευκρίνιζε τότε, «είναι
πάνω από όλα ο μεγάλος ζων», ο οποίος διαλογίζεται πάνω στη «λεπτή σχέση μεταξύ
της εμπειρίας και της συνειδητοποίησης».[iii]
Ούτε στρατευμένος ρεαλισμός λοιπόν, ούτε καλλιτεχνική απομόνωση, αλλά σχετική ελευθερία (η ελευθερία είναι
πάντα μια έννοια σχετική, επισημαίνει) είναι το σχήμα που προτείνει για τους
φορείς της τέχνης ο Camus, ενώ στο επίπεδο του
πολιτισμού η σκέψη του μοιάζει να συντάσσεται περισσότερο με αυτή του Γκίκα: «ο
καρτεσιανός ορθολογισμός βρίσκεται στη βάση κάποιου εκφυλισμού της δυτικής
κοινωνίας», και «μια από τις αδυναμίες του δυτικού πολιτισμού είναι η σύσταση
αυτού του ατόμου, του αποσπασμένου από την κοινότητα, του ατόμου που θεωρείται
ως όλον». Στις σκέψεις αυτές, όπως άλλωστε και στην εστίαση στην έννοια της εσωτερικότητας (ελευθερία ίσον εσωτερική
επιταγή), διακρίνονται –όπως δεν παραλείπει να παρατηρήσει ο Τσάτσος- οι
ρομαντικές καταβολές της φιλοσοφίας του Camus. Εξήντα σχεδόν χρόνια μετά από τη διατύπωση αυτή, με
κριτική διάθεση, ο ανθρωπολόγος Martin Holbraad έρχεται να επισημάνει
πως «(…) αυτή η φαινομενική απόρριψη του καρτεσιανισμού δεν είναι τίποτα
παραπάνω από μια μεγέθυνση της βασικής παραδοχής στην οποία θεμελιώνεται ο
δυϊσμός: της παραδοχής ότι η ετερότητα μπορεί να κατανοηθεί μόνον ως απόκλιση ανάμεσα σε εναλλακτικές
αναπαραστάσεις της πραγματικότητας».[iv]
Τα νεωτερικά δίπολα
θεμελίωσαν την κυριαρχία του ανθρώπου (και του πολιτισμού του) στη βάση ισχυρών
ταυτοτήτων που λειτούργησαν ως ανάχωμα στην ανάδυση εναλλακτικών,
πλουραλιστικών φωνών. Η πολυμορφία και η ετερογένεια των κοινωνικών πρακτικών
θεωρήθηκαν ανασταλτικοί ρυθμιστές της τάξης, προκρίνοντας την αναγκαιότητα της
ομοιογενοποίησης και αποκατάστασης των ιεραρχιών. Απέναντι στις προκλήσεις των
καιρών, διανοούμενοι ενός ευρύτερου ιδεολογικού φάσματος ανέλαβαν –με διαφορετικές
αποχρώσεις- την εννοιολογική επένδυση της πολιτισμικής ταυτότητας με ψυχολογιστικούς
όρους, οι οποίοι όμως παραμένουν πάντα ανοιχτοί σε ερμηνεία, έτσι ώστε, ανάλογα
με τα συμφραζόμενα, ενδέχεται να επικαλούνται μια σειρά από αφηρημένα
χαρακτηριστικά, όπως κοινή καταγωγική ουσία ή προέλευση. Το να αντιμετωπίζει κανείς
την έννοια του πολιτισμού με όρους που προβάλλουν έναν κόσμο συνεκτικά
διαρθρωμένο στο εσωτερικό του,
παραπέμπει στα ιδεώδη μιας ρομαντικής επιστροφής στην ολότητα, ενώ εκτρέπει τη
συζήτηση από τη διερεύνηση των προϋποθέσεων που οικοδομούν το επίμαχο σύστημα
αξιών καθώς και την αναγνώριση των δικτύων που το συγκροτούν, προς όφελος μιας
καλοδιατηρημένης πειθαρχίας που -θεωρητικά- θα διασφαλίσει έναν ισχυρό πολιτικό
ρόλο στο εξωτερικό. Για τον Γάλλο
συγγραφέα, η διασπορά –με αρνητικό πρόσημο- αποτελεί τον κανόνα ενάντια στον
οποίο το άτομο οφείλει να εναντιωθεί, προκειμένου να διατηρήσει την ψυχολογική
του ενότητα, η οποία και θα αποκαταστήσει την ηθική. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η
ενότητα του πνεύματος καθρεφτίζεται και αντιπαραβάλλεται προς την ενότητα του
πολιτισμού, τη στιγμή που ο ίδιος οφείλει να διατηρηθεί αναθεωρημένος, αλλά αδιάσπαστος,
σε ένα μελλοντικό χρόνο.
Οι αστικές καταβολές των
θέσεων του Camus, που προδίδουν τη
μετριοπαθή του στάση σε μια εποχή έντονων ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, τον
καθιστούν ιδανικό συνομιλητή μιας μερίδας ελλήνων διανοούμενων, που επιχειρούν
να αρθρώσουν έναν συμπαγή, συνεκτικό λόγο, ικανό να εκπροσωπήσει τα αστικά
ιδεώδη, ενώ ταυτόχρονα εκπληρώνει το αίτημα της εξ ισοτιμίας αντιμετώπισης του
ελληνικού ζητήματος μέσω της προβολής της ελληνικής πολιτισμικής ιδιαιτερότητας. Προς ικανοποίηση της
συνθήκης αυτής είναι απαραίτητη η διάρθρωση μιας σχετικής υποκειμενικότητας
–τέτοια που να αιτιολογεί την ιδιαιτερότητα- τη στιγμή που η διαφορετικότητα
αντιμετωπίζεται με όρους συνύπαρξης και ενότητας εντός ενός ευρύτερου, ισχυρού
πολιτισμού - του ευρωπαϊκού.
Η Χριστίνα Σγουρομύτη
είναι εικαστικός καλλιτέχνης
[i] Στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης των πρακτικών του
συμποσίου, σε μια διαφορετική συγκυρία, η επιμελήτρια της έκδοσης επισήμαινε
την κρισιμότητα του διακυβεύματος, καθώς το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού
έμοιαζε να απειλείται εκ νέου από τα γεγονότα που συνόδευαν την εισβολή στο
Ιράκ. Εάν το περιεχόμενο τόσο των αξιών όσο και της ίδιας της πολιτιστικής
ταυτότητας της Ευρώπης ετίθετο ήδη τότε υπό αμφισβήτηση, σήμερα, κάτω από το βάρος
των περιστάσεων και με γνώμονα το όραμα της ενωμένης Ευρώπης, θα λέγαμε ότι
κλονίζονται τα ίδια τα θεμέλια του οικοδομήματος.
[ii] Théatre, Récits, Nouvelles: L’ avenir de la tragédie, Pléiade Gallimard, Paris 1962 (υποσημείωση της μεταφράστριας)
[iii] Albert Camus, Σημειωματάρια,
μτφ. Λήδα Παλαντίου, Εξάντας, Αθήνα 1987, τετράδιο δεύτερο, σ. 83
[iv] Martin Holbraad, « Η οντολογία δεν είναι παρά ένας άλλος όρος για
τον πολιτισμό: κατά της πρότασης» στο Martin Holbraad και Αλεξάνδρα Μπακαλάκη (επιμ.), «Ετερότητα και
Οντολογία στην ανθρωπολογική σκέψη», Σύγχρονα
Θέματα, τ. 112, Ιαν-Μαρ. 2011, σ. 12-16
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου