ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ, Ελλάδα της λήθης και της αλήθειας. Από τη μακρά εφηβεία στη βιαία ενηλικίωση, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2013
Εξαγόρευσις
είναι η κοινοποίηση ενός μυστικού, η εξομολόγησή του σ’ έναν τρίτο. Και το δοκιμιακό
βιβλίο του Κ. Τσουκαλά η Ελλάδα της λήθης
και της αλήθειας είναι μία εξαγόρευσις, μια δημοσιοποίηση ενός κοινού
μυστικού που αφορά την πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας. Η πραγμάτευση
της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί παρά να είναι μια πράξη αυτογνωσίας, που συνάμα
νοηματοδοτεί την τωρινή ύπαρξή μας. Με τη σειρά της, η νοηματοδότηση εν μέσω
μιας συντριπτικής κρίσης για την κοινωνία, και μάλιστα από έναν στοχαστή που το
κύρος του ξεπερνά τα όρια της αριστεράς και απευθύνεται σ’ ένα ευρύτερο,
πανελλήνιο, κοινό, δεν είναι μια θεωρητική άσκηση ή σκέτη αντανάκλαση κάποιου
κοινωνικού είναι. Προβάλλει αξιώσεις για την πολιτική πράξη και δεσμεύει
υποκείμενα σε μια προοπτική.
Το
κεντρικό επιχείρημα του βιβλίου η Ελλάδα
της λήθης… είναι ότι η ελληνική κρίση είναι κρίση αναπαραγωγής ενός
συστήματος που άγγιξε πλέον τα όρια του. Για να το αποδείξει αυτό ο Κ.
Τσουκαλάς, αφού επιχειρήσει μια σύντομη ιστορική αναδρομή, επικεντρώνεται στις
εξελίξεις των τελευταίων πενήντα χρόνων. Αναπτύσσοντας μια αφήγηση η οποία ισορροπεί μεταξύ των ευρύτερων
γεωπολιτικών εξελίξεων και των αντίστοιχων ελλαδικών, εξετάζει τόσο την
ενσωμάτωση της Ελλάδας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, μ’ αποκορύφωμα την
ένταξη στην ευρωπαϊκή ένωση, μα και τις ιδιομορφίες της ανάπτυξης του ελληνικού
καπιταλισμού.
Αφετηρία της ανάλυσής του είναι το «φάντασμα
του περιούσιου λαού», ο ελληνοκεντρισμός. Πρόκειται για την κατίσχυση της
ταυτότητας του Έλληνα έναντι του Ρωμιού (ή και του Γραικού) που σε μεγάλο βαθμό
ετεροκαθορίστηκε από τον ρομαντικό φιλελληνισμό, τις βλέψεις των ηγεμονικών
ευρωπαϊκών δυνάμεων, μα και από τις επιδιώξεις μερίδων του ελληνικού
μεταπρατισμού. Από εδώ προκύπτουν μια σειρά αντιφάσεις μεταξύ της
οικουμενικότητας της ελληνικής ιδέας και της πραγμάτωσής της στα στενά
περιθώρια του ελληνικού κράτους-έθνους, στην «ψωροκώσταινα». Αυτές οι
αντιφάσεις παραμένουν ζωντανές ίσαμε την κατάρρευση της μεγάλης ιδέας και του
παροικιακού ελληνισμού και, τελικώς, την αναδίπλωση στον ελλαδικό χώρο, για να
συνεχιστούν ως αντιθέσεις μεταξύ των κρατικών θεσμών και του λαού.
Παρακολουθώντας τον συλλογισμό του Κ. Τσουκαλά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η
φενάκη περί περιούσιου λαού των Ελλήνων λειτούργησε ως υπεραναπλήρωση της
έλλειψης μιας ηγεμονικής τάξης, η οποία θα ολοκλήρωνε κράτος και λαό. Δεν
μπορεί δηλαδή να εννοηθεί ένας περιούσιος λαός χωρίς τον δικό του Θεό ο οποίος
και θα του δώσει τον νόμο του, ή με εκκοσμικευμένους όρους θα καθορίσει τη νομή
της επικράτειάς του. Η απουσία αυτών των όρων έδωσε τη δυνατότητα να συνεχιστεί
η ύπαρξη ενός κράτους υβρίδιου που η παγκοσμιοποίηση το μετέτρεψε σε ασήμαντο
επαίτη.
Ο
Κ. Τσουκαλάς αναλύει κομβικά θέματα της ιδιομορφίας του ελληνικού καπιταλισμού
με βάση τον ευρωπαϊκό ιδεότυπο: κρατικοδίαιτα αστικά στοιχεία, νεόπλουτοι εργολάβοι
και μεταπράτες, μικροϊδιοκτήτες και ψοφοδεής δημοσιοϋπαλληλία
αλληλοδιαπλέκονται για να παράγουν το νεοελληνικό θαύμα, που πόρρω απέχει από
το καπιταλιστικό πρότυπο της παραγωγικής απόδοσης και του διαχωρισμού κράτους
και κοινωνίας των πολιτών. «Οι επιταγές», γράφει, «για μια άνευ όρων ‘νομοτελειακή’ πλέον
ανάγκη ‘μετάβασης’ είτε προς ένα ‘τυπικό’ σύστημα καπιταλιστικής οργάνωσης των
κοινωνικών σχέσεων είτε ίσως προς ένα ‘άλλο’ άγνωστο κοινωνικό σύστημα που δεν
διαφαίνεται καν στον ορίζοντα ακόμα και των πιο ευφάνταστων, απειλούν το
σύστημα με κατάρρευση ή με άμεση έκρηξη».
Με
βάση την ανάλυσή του για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό είναι εύλογο να τίθεται
το ερώτημα για τον ρόλο του πολιτικού συστήματος. Ωστόσο ο Κ. Τσουκαλάς
διευκρινίζει ευθύς εξ αρχής ότι σκοπεύει να επικεντρωθεί σε ορισμένα διαρκή
ιστορικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας που βοηθούν στην κατανόηση της
τρέχουσας κρίσης. Ως εκ τούτου αντιπαρέρχεται τα ζητήματα που τίθενται σε σχέση
με τους «ατελέσφορους, καταστρεπτικούς και ορισμένες φορές εγκληματικούς
χειρισμούς των κατά καιρούς πολιτικών εξουσιών». Με δεδομένη όμως τη συνύφανση
πολιτικής εξουσίας και κοινωνίας το πολιτικό σύστημα έχει παίξει ιστορικά τον μείζονα ρόλο στην εκποίηση της χώρας,
παροχετεύοντας τη συσσώρευση στην κατανάλωση κι όχι στην παραγωγή. Όσον αφορά
δε τους μεταπολιτευτικούς χρόνους, η αντιστροφή της πελατειακής σχέσης από
προκαπιταλιστική-πατριαρχική σε σχέση εξάρτησης των κομμάτων από τους
ψηφοφόρους έθεσε και θέτει ως πρωταρχικό στόχο της πολιτικής εξουσίας την
αναπαραγωγή της και μόνον. Καμμία ιστορική και κοινωνιολογική ανάλυση δεν
μπορεί να είναι επαρκής εάν δεν λάβει υπ’ όψιν τη δομή και τη λειτουργία της
πολιτικής εξουσίας. Πολύ δε περισσότερο όταν γνωρίζει ότι στην Ελλάδα ουδέποτε
υπήρξε ο «τυπικός» διαχωρισμός κράτους και κοινωνίας των πολιτών.
Η
εκτενής κριτική του Τσουκαλά στον ευρωπαϊκό σχηματισμό, όπου η Ελλάδα έχει
προσανατολίσει τον ορίζοντα των προσδοκιών της, φαίνεται ν’ αντισταθμίζει αυτό
το σημείο. Όπως τονίζει κι ο ίδιος οι ριζικές λύσεις δεν μπορεί παρά να ’ναι
πολιτικές. Σήμερα όμως στην Ευρώπη κυριαρχεί η θεοδικία της αγοράς, που
αποσκοπεί στη εξουδετέρωση όσων ερωτημάτων θα μπορούσαν να συμβάλλουν σε μια
επικίνδυνη ή ίσως και θανάσιμη (για την αγορά) επάνοδο του πολιτικού.
Επάνοδος
του πολιτικού σημαίνει, λοιπόν, την ανανοηματοδότηση του κοινωνικού ζητήματος.
Σημαίνει τη σύγκρουση με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, σύμφωνα με την οποία για
την εξαθλίωση των λαών ευθύνεται η ανεπάρκεια των ατόμων και, κατά συνέπεια, τα
προβλήματα της κατανομής των βαρών στους ανταγωνισμούς της παγκοσμιοποίησης δεν
ανήκουν στην αρμοδιότητα της πολιτικής εξουσίας. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία
πασχίζει να αποδείξει με ηθικολογίες την ενοχή ατόμων και λαών, επιβραβεύοντας
τους νομάδες εκλεκτούς της, ενώ αποδομεί το θεμελιώδες ηθικό ζήτημα της
κατανομής των βαρών, προϋπόθεση για την κοινωνική συνοχή. Η ευρωπαϊκή
ολοκλήρωση, λέει ο Τσουκαλάς, δεν περνά μέσα από την πανουργία των αγορών παρά μέσα
από τη δημοκρατία που είναι η πολιτισμική συνεισφορά της αρχαίας Ελλάδας στην
Ευρώπη. Η δημοκρατία δημιούργησε το συμβολικό πλαίσιο για να αμφισβητηθούν όλα
τα έσχατα θεμέλια του «καλού», και για να συμπεριληφθεί το κάθε ριζικά «άλλο».
Η
αναλυτική ικανότητα του Κ. Τσουκαλά δεν αποβλέπει στη συμφιλίωση των αντιθέσεων·
αποκρύπτει όμως κάποιες απ’ αυτές κι έτσι τις
συγκαλύπτει. Ο νομοτελειακός (με ή χωρίς εισαγωγικά) σύμφωνα με τον ίδιο,
εκσυγχρονισμός που –προσθέτουμε- λειτούργησε ως πρόσχημα για την εκποίηση, ή οι
πολιτικοί ανταγωνισμοί για την ηγεμονία στην Ευρώπη, από μια Γερμανία που –προσθέτουμε- διεκδικεί το imperium μέσω της επιβολής αγοραίων νόμων, δεν είναι
το δίχως όνομα απόλυτο κακό. Η κριτική και η αυτοκριτική παραμένει αμφίσημη
όταν κινείται στη σφαίρα της διαλεκτικής παράθεσης, όπως ο μετέωρος υπότιτλος
του βιβλίου «από τη μακρά εφηβεία στη βιαία ενηλικίωση». Αυτός μπορεί να
σημαίνει τόσο την αναγνώριση και την καθυπόταξη στις νομοτέλειες, όσο και την
αμφισβήτησή τους για να καθιδρυθεί ένας άλλος νόμος. Σε κάθε περίπτωση, η διαφυγή
με το πρόσχημα ότι η Ελλάδα είναι πειραματόζωο, και από την άλλη ότι ο κόσμος
έχοντας στραμμένο το βλέμμα σ’ αυτήν αναμένει μιαν απάντηση στα αδιέξοδα του
νεοφιλελευθερισμού, ισορροπεί πάνω από την άβυσσο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου