17/11/12

Η μνήμη του νερού και η μνήμη των κτερισμάτων

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΓΡΩΡΓΙΟΥ, Η Χελώνα του Κεραμεικού, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 32

Σε είκοσι όλα κι όλα ποιήματα που είναι ζωντανοί μάρτυρες του πόσο ο λυρισμός μπορεί να συμπορεύεται και να συνυφαίνεται με το στοχαστικό βάθος της γλώσσας της σύγχρονης ποίησης, η Τασούλα Καραγεωργίου περιηγείται και μας οδηγεί στην αρχαία νεκρόπολη της Αθήνας, τον Κεραμεικό. Με αυτή την περιπλάνησή της η περσόνα της ποιήτριας μπαίνει στην αρχή και βγαίνει στην συνέχεια από έναν υποθετικό κύκλο, αφού μπαίνει στον χώρο αφήνοντας πίσω της όπως λέει το «βουητό των υπόγειων συρμών» και τις βασανιστικές εικόνες της τρέχουσας βίαιης πραγματικότητας που την τραβούν προς τα πίσω, στον παρόντα χρόνο του άγχους. Για να κερδίσει ή να ξανακερδίσει, γιατί η περιπλάνηση αυτή υποδηλώνει σε όλο το βιβλίο μια επανάληψη, μια κερδισμένη ήδη εξοικείωση με τον χρόνο και τον χώρο, την ισορροπία ανάμεσα στο άχρονο και στο χρονολογημένο, ανάμεσα στον δεσμευμένο στη χρονικότητα κόσμο που αφήνει προσωρινά πίσω της και στον «αδέσμευτο» από χρονικότητες κόσμο των μνημείων και των νεκρών. Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν η περιπλάνηση είναι ένα προσκύνημα και ένα πρόσχημα διαλόγου.
Και πράγματι, η επίσκεψη αυτή είναι μεταφορικά μια νέκυια, ένας διάλογος εσωτερικός, όχι μόνο με τις ψυχές των νεκρών που τα ονόματά τους διασώζονται στις επιτύμβιες στήλες και στα ανάγλυφα, αλλά και με το γύρω τοπίο που εν πολλοίς έχει μείνει απείραχτο εδώ και αιώνες. Η περσόνα της Καραγεωργίου (η δασκάλα που περιηγείται το τοπίο) αισθάνεται οικείο της τον λιτό, ασκητικό χώρο της νεκρούπολης, με «τη λιγοστή πανίδα» και «τον φτωχικό βιότοπο». Της δημιουργεί μάλιστα, όπως λέει, την αίσθηση της «παλιάς πατρίδας», δηλαδή τη χοϊκή και μυθολογική αίσθηση ενός τόπου που σε κάθε σημείο του προκαλεί στον ψυχικό κόσμο της μια θαυμαστή συναίρεση του χρόνου. Της υποβάλλει την εντύπωση ότι το τοπίο αυτό της ανήκει, είναι κατά κάποιο τρόπο και δικό της, καθώς η εξοικείωσή της με όλα τα στοιχεία του την μεταβάλλει κι αυτήν σε ένα κομμάτι του.
Σχεδόν σε κάθε ποίημα της Χελώνας του Κεραμεικού, το βλέμμα σταματά ρεμβαστικά στα λαξευμένα μαρμάρινα ή λίθινα ευρήματα, στα εγχάρακτα πήλινα, προσπαθώντας να ανασυνθέσει νοερά, με τη φαντασία της, τις ζωντανές στιγμές που ενσωματώθηκαν στις ανάγλυφες παραστάσεις και στις επιγραφές. Από το πολύ γνωστό ανάγλυφο του Δεξίλεω έως τους ταπεινούς μικρούς άτεχνους κίονες που γνωρίζουμε ότι ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, τύραννος των Αθηνών, επέβαλλε ως τη μόνη επιτρεπτή κατασκευή ταφικών τεκμηρίων της εποχής του, ανεξαρτήτως του αν οι πολίτες της Αθήνας του 300 π.Χ., στη μνήμη των οποίων κατασκευάστηκαν αυτά τα όμοια αναθήματα, ήταν φτωχοί ή πλούσιοι, άσημοι ή φημισμένοι. Η διαδικασία ανάπτυξης του κάθε ποιήματος στο βιβλίο της Καραγεωργίου βασίζεται στη συνειρμική μετάβαση από το απτό στο ασύλληπτο. Από το κτέρισμα στις νοητές συνθήκες που το καθόρισαν. Όπως είπαμε, το βλέμμα σταματά στην εικόνα, στη φθαρμένη από το χρόνο μορφή, στα θραύσματα ενός εδωλίου, στην έκφραση ενός προσώπου, όπως το αποτύπωσε ο καλλιτέχνης, ή ακόμα, στις «εξαίσιες λέξεις» που αναγράφονται στις πινακίδες. Και από το σημείο αυτό αρχίζει και αναπτύσσεται η επινόηση της ποιήτριας. Η Καραγεωργίου επινοεί με τον τρόπο της αυτό που υποδηλώνεται. Και όπως τα ταφικά και άλλα ευρήματα είχαν πάντοτε, σε όλους τους πολιτισμούς, μια τελετουργική και συμβολική σημασία, τόσο για τους ζωντανούς όσο και για τους νεκρούς, στην ουσία με το ποίημα ξαναρχίζει η ζωή από εκεί που κόπηκε. Δίνει τόνο στο άχρωμο και λευκό, αναβιώνει συνήθειες και ήθη μιας καθημερινότητας που ξαφνικά υπερπηδά τους φραγμούς της χρονικότητας και ξαναφτιάχνεται μπροστά μας με τους χυμούς και τα χρώματά της: «Τα χρώματά του τα ‘σβησε παντοτινά το φως˙/ δεν έχει πια γαλάζιο για το φόντο/ μήτε κίτρινο για τα μαλλιά/ μήτε στα πόδια κόκκινη κορδέλα/ κι έχει απομείνει ολόλευκη η ιδανική μορφή/ ακίνητη μες στην αισθητική τελείωση/ του εξαισίου κάλλους.// Δεν λέω πως δεν συγκινεί το στήθος του/ μισό γυμνό, μισό κρυμμένο μέσα στον χιτώνα˙/ -ηδονική απάντηση της τέχνης στη φθορά-/ μα ενώ βυθίζεται ωχρός στην κλασική ομορφιά του,/ μια θλίψη ανεξίτηλη με σπρώχνει μακριά. // (Είναι λευκό το αιώνιο κι ανήκει του θανάτου.) («Εύφηρος», σελ.18)
Αυτή η συνειρμική μετάβαση που ανοίγει τον ορίζοντα της ποιητικής φαντασίας και μετατρέπει το στατικό σε ρέον, κινητικό, ασφαλώς οφείλει πολλά στον καβαφικό ποιητικό κανόνα, τον οποίο άλλωστε οικειώθηκαν με τον δικό τους τρόπο, στις δικές τους νέκυιες, ο Γιώργος Σεφέρης στα Ημερολόγια Καταστρώματος, όπως και ο Γιάννης Ρίτσος σε πολλές από τις ενότητες της Τέταρτης Διάστασης. Θα μπορούσα να πω εδώ ότι η γραμμή που φθάνει ως την ποίηση της Καραγεωργίου, μεταλλάσσοντας το θάνατο σε ζωή και την αγαλμάτινη ή αναγλυφική ακινησία των στηλών και των επιτυμβίων επιγραφών σε διαρκή ροή, φέρει πάνω της τη συγκίνηση, τη συναισθηματική κατάσταση της ποιήτριας στη στιγμή της δημιουργικής ρέμβης. Χωρίς τη συγκίνηση, τη συναισθηματική και θυμική διέγερση του σώματος και της ψυχής, δεν θα υπήρχε ο μυστικός διάλογος με τον κόσμο του Κεραμεικού. Καθισμένη η περσόνα σ’ ένα παγκάκι, κάτω από τον ίσκιο μιας συκιάς, αισθάνεται να νοσταλγεί αυτό που της υποβάλλει ως άλλη πραγματικότητα το γύρω τοπίο, ως μια πραγματικότητα που αποτελεί την ιαματική αλληγορία της άλλης, δυσοίωνης πραγματικότητας η οποία την περιμένει έξω, στην πόλη: «αισθάνομαι πως γίνεται ένας περίεργος νόστος/ γιατί είναι η ώρα που οι ψυχές βγαίνουν/ [...] κάνουν τις πικροδάφνες να λυγούν/ και τις μυρτιές να σειούνται/ κι όλο ζητούν τα μυστικά σημάδια/ για να ριγήσει η μνήμη του νερού,/ να γίνει η αναγνώριση». Ομολογουμένως μια υποβλητική εικόνα της νερομαντείας που εδώ προσκαλεί τη ζωή να επιστρέψει σ’ έναν αρχαίο τόπο, όπου διαχέονται τα όρια των εποχών. Και πόσο επιπλέον συγκινητική, αν σκεφθούμε ότι το νερό που η φαντασία του ποιήματος περιμένει να ριγήσει, δείχνοντας το αμέτρητο βάθος της ροής του μέσα στον χρόνο, είναι το νερό του Ηριδανού, ενός ποταμού που ρέει μυστικά κάτω από τα πόδια μας σαν ένας απόκρυφος δεσμός μας με την «παλιά πατρίδα», όπως είναι ο τίτλος του εναρκτήριου ποιήματος αυτής της συλλογής της Καραγεωργίου.
Η διαδρομή του ποταμού, τα ξαφνικά του ίχνη σε μια αρκετά μακριά πορεία στη νοτιοανατολική μεριά της Αθήνας, το πέρασμά του από τους Αέρηδες και το Μοναστηράκι, η όλο ανυψώσεις και καταβυθίσεις κίνησή του, κυρίως όμως η διάρκειά του, η διαχρονία του, παίρνει στα ποιήματα της Χελώνας του Κεραμεικού, όπως και σε ποιήματα άλλων, λ.χ. του Νίκου Φωκά και του κύπριου Γιώργου Μοράρη, μια μορφή χθόνιας εσωτερικής μνήμης της αττικής γης: «νοήμων μνήμη πολυδάκρυτη κυλάει στο ταπεινό του ρείθρο» και αντιστέκεται έτσι στον γύρω χαλασμό που προκαλεί ο χρόνος και η ιστορία. Αν ο Ηριδανός είναι ένα δομικό στοιχείο στη συλλογή αυτή της Καραγεωργίου, ένα άλλο είναι σίγουρα η χελώνα, την οποία χρησιμοποιεί και ως σύμβολο πολλαπλό. Γιατί σ’ αυτό το περιβάλλον της αρχαίας νεκρόπολης, μάλλον δεν είναι τυχαία η παρουσία της και η υπόρρητη σημασία της. Η χελώνα ζει πολλά χρόνια και συνεπώς ο συμβατικός χρόνος, έτσι όπως τον εννοούμε εμείς, δεν την αγγίζει. Της είναι απολύτως αδιάφορος. Κομμάτι του «φτωχικού βιότοπου» του Κεραμεικού, ας γίνεται αντιληπτή σαν μέρος του ακινητοποιημένου σχεδόν χρόνου. Μπροστά στον δικό της βιολογικό χρόνο, τα επικαιρικά δεινά και οι προσωρινές χαρές του ανθρώπου χάνουν τη σπουδαιότητα που τους δίνουμε, αλλά και η αργή κίνησή της, ο βραδύς και σταθερός ρυθμός του βαδίσματός της, μοιάζει αρκετά με την αργή και αναλλοίωτη μέσα στο χρόνο κίνηση του Ηριδανού. Όμως η βραδύτητα είναι επίσης ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της σοφίας της φύσης, κάτι που το έχουμε ξεχάσει γιατί έχουμε απαρνηθεί τον χρόνο της. Λοιπόν, αυτή την αίσθηση της διαχρονικής σοφίας διασώζει η ποίηση της Τασούλας Καραγεωργίου. Χωρίς να αποσυνδέεται από τη θλίψη για το παρόν όπως το προβάλλει η καθημερινότητά μας (και ίσως γι’ αυτό ακριβώς), η ποίησή της προσέχει το δίδαγμα των γήινων πραγμάτων, των χορταριών ανάμεσα στους τύμβους που τα συντηρεί η υπόγεια υγρασία του ποταμού και τα παραμερίζει με το αργό βάδισμά της η χελώνα.

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: