Michael
Hardt
& Antonio
Negri
Προδημοσίευση από το, νέο,
ομώνυμο βιβλίο τους, που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα
Ο
Χρεωμένος
Το χρέος γίνεται σήμερα η γενική συνθήκη της
κοινωνικής ζωής. Είναι σχεδόν αδύνατο να ζει κανείς χωρίς να σωρεύει χρέη – ένα
φοιτητικό δάνειο για το πανεπιστήμιο, μια υποθήκη για το σπίτι, ένα δάνειο για
το αυτοκίνητο, ένα άλλο για ιατρικές δαπάνες, και ούτω καθεξής. Το δίχτυ της
κοινωνικής ασφάλειας έχει μετατραπεί από σύστημα πρόνοιας (welfare) σε σύστημα χρέους (debtfare), καθώς τα δάνεια γίνονται το
κύριο μέσο για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Η υποκειμενικότητά σου
διαμορφώνεται με βάση το χρέος. Επιβιώνεις με χρέη, και ζεις κάτω από το βάρος
της ευθύνης σου για αυτά.
Το χρέος σε ελέγχει.
Πειθαρχεί την κατανάλωσή του, επιβάλλοντάς σου τη λιτότητα και περιορίζοντάς σε,
συχνά, σε στρατηγικές επιβίωσης, αλλά πέρα απ’ αυτό υπαγορεύει ακόμη και τους
ρυθμούς εργασίας σου και τις επιλογές σου. Αν τελειώσεις το πανεπιστήμιο με
χρέη, πρέπει να αποδεχθείς την πρώτη έμμισθη θέση που σου προσφέρεται για να
πληρώσεις το χρέος σου. Αν αγόρασες ένα διαμέρισμα με υποθήκη, πρέπει να
προσέξεις ώστε να μη χάσεις τη δουλειά σου, ή να αποφύγεις να κάνεις διακοπές ή
να πάρεις άδεια για σπουδές από την εργασία σου. Το αποτέλεσμα του χρέους, όπως
κι εκείνο της ηθικής της εργασίας, είναι να σε κρατά υπό πίεση, να σου βγαίνει
το λάδι στη δουλειά. Ενώ η ηθική της εργασίας γεννιέται μέσα στο υποκείμενο, το
χρέος είναι αρχικά ένας εξωτερικός περιορισμός αλλά σύντομα φωλιάζει μέσα σου.
Το χρέος ασκεί μια ηθική εξουσία, πρωταρχικά όπλα της οποίας είναι η ευθύνη και
η ενοχή, τα οποία μπορούν γρήγορα να γίνουν εμμονές. Είσαι υπεύθυνος για τα
χρέη σου και ένοχος για τις δυσκολίες που δημιουργούν στη ζωή σου. Ο χρεωμένος
είναι μια δυστυχής συνείδηση, που καθιστά την ενοχή, μορφή ζωής. Λίγο λίγο, οι
χαρές της δράσης και της δημιουργίας μετατρέπονται σε εφιάλτης, για εκείνους
που δεν έχουν τα μέσα για να απολαύσουν τις ζωές τους. Η ζωή έχει πουληθεί στον
εχθρό.
Η διαλεκτική κυρίου-δούλου
στον Γκ. Φ. Χέγκελ επανεμφανίζεται εδώ, αλλά με μια μη διαλεκτική μορφή, επειδή
το χρέος δεν είναι κάτι αρνητικό που μπορεί να σε εμπλουτίσει αν εξεγερθείς,
ούτε μια υποτέλεια που προάγει μια μορφή δραστηριότητας, ούτε μια ορμή
απελευθέρωσης, ούτε μια προσπάθεια περάσματος σε μια ελεύθερη δραστηριότητα. Το
χρέος μπορεί μόνο να βαθύνει τη φτώχεια της ζωής σου και την αποδυνάμωση της
υποκειμενικότητάς σου. Απλώς σε εξαθλιώνει, εγκλωβίζοντάς σε στην απομόνωση της
ενοχής και της μιζέριας. Το χρέος βάζει τέλος σε όλες τις ψευδαισθήσεις που
περιβάλλουν τη διαλεκτική – την ψευδαίσθηση, για παράδειγμα, ότι η υποτελής
εργασία της δυστυχούς συνείδησης θα μπορούσε να κερδίσει την ελευθερία ή να
προβάλει τη δική της δύναμη, ανακτώντας τις δυνάμεις που της έχουν αφαιρεθεί ή,
μάλλον, ότι η έκφραση της εργασίας θα μπορούσε να διαλυθεί σε μια ανώτερη
σύνθεση, και ότι η καθορισμένη άρνηση θα μπορούσε να αχθεί στο ύψος της
απελευθέρωσης. Η μορφή του χρεωμένου δεν μπορεί να λυτρωθεί, παρά μόνο να
καταστραφεί.
Μια φορά κι έναν καιρό
υπήρχε μια μάζα μισθωτών εργατών∙ σήμερα υπάρχει ένα πλήθος επισφαλών εργατών.
Οι πρώτοι ήταν θύματα εκμετάλλευσης του κεφαλαίου, αλλά εκείνη η εκμετάλλευση
συγκαλυπτόταν από το μύθο μιας ελεύθερης και ίσης συναλλαγής ανάμεσα σε
κατόχους εμπορευμάτων. Οι δεύτεροι εξακολουθούν να αποτελούν θύματα
εκμετάλλευσης, αλλά η κυρίαρχη εικόνα της σχέσης τους με το κεφάλαιο δεν
παρουσιάζεται πλέον ως μια ίση σχέση συναλλαγής αλλά ως μια ιεραρχική σχέση
δανειζόμενου προς πιστωτή. Σύμφωνα με τον εμπορικό μύθο της καπιταλιστικής
παραγωγής, ο κάτοχος κεφαλαίου συναντά τον κάτοχο εργασιακής δύναμης στην
αγορά, και κάνουν μια δίκαιη και ελεύθερη συναλλαγή: σου δίνω την εργασία μου
και μου δίνεις ένα μισθό. Αυτή ήταν η Εδέμ, όπως γράφει ειρωνικά ο Καρλ Μαρξ,
της «ελευθερίας, της ισότητας, της ιδιοκτησίας, και του Μπένθαμ». Δεν
χρειάζεται καθόλου να σας υπενθυμίσουμε πόσο ψευδής και απατηλή είναι στην
πραγματικότητα αυτή η υποτιθέμενη ελευθερία και ισότητα.
Αλλά οι καπιταλιστικές
σχέσεις εργασίας έχουν αλλάξει. Το κέντρο βάρους της καπιταλιστικής παραγωγής
δεν εντοπίζεται πλέον στο εργοστάσιο αλλά έχει μετακινηθεί έξω από τους τοίχους
του. Η κοινωνία έχει γίνει ένα εργοστάσιο, ή, μάλλον, η καπιταλιστική παραγωγή
έχει εξαπλωθεί, έτσι ώστε η εργασιακή δύναμη όλης της κοινωνίας τείνει να υπαχθεί
στον καπιταλιστικό έλεγχο. Το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται, όλο και περισσότερο, όλο
το φάσμα των παραγωγικών μας ικανοτήτων, τα σώματά μας και τα μυαλά μας, τις
ικανότητές μας για επικοινωνία, τη νοημοσύνη και τη δημιουργικότητά μας, τις
συναισθηματικές μας σχέσεις με τους άλλους, και όχι μόνον. Η ίδια η ζωή έχει
υποχρεωθεί να εργάζεται.
Με αυτή τη μεταστροφή, η
πρωταρχική σχέση ανάμεσα στον καπιταλιστή και τον εργάτη αλλάζει και αυτή. Η
τυπική σκηνή της εκμετάλλευσης δεν είναι πλέον ο καπιταλιστής που επιβλέπει το
εργοστάσιο, διευθύνοντας και πειθαρχώντας τον εργάτη ώστε να παράγει κέρδος.
Σήμερα, ο καπιταλιστής έχει απομακρυνθεί περισσότερο από τη σκηνή, και οι
εργάτες παράγουν πλούτο πιο αυτόνομα. Ο καπιταλιστής συσσωρεύει πλούτο
πρωταρχικά μέσω της προσόδου, όχι του κέρδους – αυτή η πρόσοδος παίρνει
συχνότερα μια χρηματοοικονομική μορφή και διασφαλίζεται με χρηματοοικονομικά
εργαλεία. Εδώ μπαίνει στη σκηνή το χρέος, ως ένα όπλο για να διατηρηθεί και να
ελεγχθεί η σχέση παραγωγής και εκμετάλλευσης. Η εκμετάλλευση σήμερα βασίζεται
πρωταρχικά όχι στην (ίση ή άνιση) συναλλαγή, αλλά στο χρέος, στο γεγονός,
δηλαδή, ότι το 99 τοις εκατό του πληθυσμού είναι υποτελές –οφείλει εργασία,
οφείλει χρήματα, οφείλει υπακοή- στο 1 τοις εκατό.
Το χρέος συσκοτίζει την
παραγωγικότητα των εργατών αλλά φωτίζει την υποταγή τους. Η εργασία-αντικείμενο
εκμετάλλευσης παίρνει τη μορφή μιας απατηλής σχέσης –το καθεστώς της έμμισθης
εργασίας- αλλά η παραγωγικότητά της μετριέται ξεκάθαρα σύμφωνα με τον κανόνα:
τον χρόνο εργασίας. Τώρα, απεναντίας, η παραγωγικότητα αποκρύπτεται όλο και
περισσότερο, καθώς θολώνουν διαρκώς οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο χρόνο
εργασίας και το χρόνο ζωής. Για να επιβιώσει, ο χρεωμένος ή η χρεωμένη, πρέπει
να πουλήσει όλο το χρόνο της ζωής της. Όσοι υπόκεινται σε χρέη με αυτόν τον
τρόπο, εμφανίζονται έτσι, ακόμη και στον εαυτό τους, πρωτίστως ως καταναλωτές
και όχι ως παραγωγοί. Ναι, φυσικά και παράγουν, αλλά εργάζονται για να
πληρώσουν τα χρέη τους, για τα οποία είναι υπεύθυνοι επειδή καταναλώνουν. Σε
αντίθεση με το μύθο της ίσης συναλλαγής, λοιπόν, η σχέση δανειζόμενου-πιστωτή έχει
το πλεονέκτημα ότι ξεσκεπάζει τις τεράστιες ανισότητες στη βάση της
καπιταλιστικής κοινωνίας.
Και πάλι, η εξέλιξη που
ιχνηλατούμε, από την εκμετάλλευση στην κατάσταση του χρεωμένου, εκφράζει το
μετασχηματισμό της καπιταλιστικής παραγωγής, από μια τάξη πραγμάτων που
βασίζεται στην ηγεμονία του κέρδους (δηλαδή στη συσσώρευση της μέσης αξίας της
βιομηχανικής εκμετάλλευσης) σε μια τάξη πραγμάτων όπου κυριαρχεί η πρόσοδος
(δηλαδή η μέση αξία της εκμετάλλευσης της κοινωνικής ανάπτυξης) και συνεπώς η
συσσώρευση της αξίας που παράγεται κοινωνικά σε μια όλο και πιο αφηρημένη
μορφή. Η παραγωγή, έτσι, σε αυτό το πέρασμα, στηρίζεται όλο και περισσότερο σε
κοινωνικοποιημένες, όχι ατομικές, μορφές εργασίας, δηλαδή στους εργάτες που
συνεργάζονται άμεσα πριν την πειθαρχία και τον έλεγχο του καπιταλιστή. Ο
προσοδούχος εισοδηματίας βρίσκεται μακριά από τη στιγμή της παραγωγής τού
πλούτου και συνεπώς δεν μπορεί να αντιληφθεί τη βάναυση πραγματικότητα της
εκμετάλλευσης, τη βία της παραγωγικής εργασίας και τα βάσανα που προκαλεί στην
παραγωγή της προσόδου. Από τη Γουόλ Στρητ δεν μπορεί να δει κανείς πώς
βασανίζεται ο κάθε εργάτης στην παραγωγή αξίας, εφόσον η αξία έχει την τάση να
βασίζεται στην εκμετάλλευση ενός τεράστιου πλήθους, έμμισθου και άμισθου. Όλα
αυτά θολώνουν και κρύβονται στο χρηματοοικονομικό έλεγχο της ζωής.
Αναδύεται μια νέα μορφή του
φτωχού, που δεν περιλαμβάνει μόνο τον άνεργο και τους επισφαλείς εργαζόμενους
με άτακτη εργασία μερικής απασχόλησης, αλλά επίσης και τους σταθερούς έμμισθους
εργαζόμενους και τα πτωχευμένα στρώματα της λεγόμενης μεσαίας τάξης. Η φτώχεια
τους χαρακτηρίζεται κυρίως από τις αλυσίδες του χρέους. Η αυξανόμενη γενίκευση
του χρέους σηματοδοτεί σήμερα μια επιστροφή σε σχέσεις δουλείας, που θυμίζουν
άλλες εποχές. Και όμως πολλά έχουν αλλάξει. Ο Μαρξ χρησιμοποίησε σαρδόνια τον
όρο Vogelfrei
για να χαρακτηρίσει τη βελτιωμένη κατάσταση των προλετάριων που οφειλόταν στη
βιομηχανική εποχή –οι προλετάριοι είναι ελεύθεροι σαν πουλιά, εφόσον είναι
διπλά ελεύθεροι από την ιδιοκτησία. Οι προλετάριοι δεν είναι ιδιοκτησία των
κυρίων τους και συνεπώς είναι ελεύθεροι από τα μεσαιωνικά δεσμά της δουλείας
(αυτό είναι το καλό μέρος), αλλά είναι επίσης ελεύθεροι από ιδιοκτησία, με την
έννοια ότι δεν έχουν καμία. Οι σημερινοί νεόπτωχοι είναι ακόμη ελεύθεροι με τη δεύτερη
έννοια, αλλά μέσω του χρέους είναι, και πάλι, ιδιοκτησία των κυρίων, κυρίων που
τώρα εξουσιάζουν μέσω του χρηματοοικονομικού συστήματος. Έχουν ξαναγεννηθεί οι
μορφές του δουλοπάροικου και της δεσμευμένης, αναγκαστικής εργασίας. Σε μια
παλιότερη εποχή, οι μετανάστες και οι ιθαγενείς πληθυσμοί στις Αμερικές και την
Αυστραλία έπρεπε να εργαστούν για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους από το
χρέος, αλλά συχνά το χρέος τους αυξανόταν συνεχώς, καταδικάζοντάς τους στη
δουλεία επ’ αόριστον. Αδυνατώντας να ξεφύγει από την εξαθλίωση στην οποία έχει
καταδικαστεί, ο χρεωμένος είναι δεμένος με αόρατες αλυσίδες, που πρέπει να
αναγνωριστούν, να κατανοηθούν και να σπάσουν για να μπορέσει αυτός να
ελευθερωθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου