ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ
ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΩΣΤΗΣ
ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ, Για να μάθεις να πετάς. Ιστορίες για μικρούς και μεγάλους,
ζωγραφική Γιάννης Ψυχοπαίδης, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 85
Στο σύντομο
βιογραφικό που υπάρχει στο τέλος του βιβλίου, ο Κωστής Γκιμοσούλης μάς
πληροφορεί ότι του αρέσει να ταξιδεύει. Πού όμως, θα μπορούσε να ρωτήσει
κανείς, σε ποια μέρη και σε ποιες περιοχές; Σε χώρες ξένες, σε βουνά και σε
περιοχές διάφορες της Ελλάδας, θα απαντούσε, σίγουρα, ο ίδιος.
Εγώ όμως,
διαβάζοντας και πάλι διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, είμαι πεπεισμένος περισσότερο
από κάθε άλλη φορά ότι ο Κωστής Γκιμοσούλης ουσιαστικά δεν ταξιδεύει παρά μόνο
στις σφαίρες του μέσα κόσμου του, στις σφαίρες ενός δικού του εσωτερικού
σύμπαντος. Ενός σύμπαντος που το κατοικούν κοπέλες ξωτικές, με τα μάτια τους
μαγνητικά πεδία, που δεν θέλησαν να χάσουν ποτέ τη νεότητά τους, δεν θέλησαν να
σμίξουν με κάποιον που δεν τον δεχόταν η καρδιά τους, μια και το ένστικτό τους
τις ειδοποιούσε ότι κάτι τέτοιο θα τις βύθιζε σε ένα αιώνιο πένθος∙ κοπέλες
ταχύπλοα σκάφη, "κοπέλες ατρόμητες όπως οι μελλοθάνατοι", καθώς πολύ
χαρακτηριστικά ο ίδιος μας λέει, αλλά και άντρες αλαφροΐσκιωτοι σαν αερικά,
απόκοσμα αερικά.
Πέραν τούτων,
λίμνες υπάρχουν σε αυτό το σύμπαν, μέσα σε σπηλιές, πολλές λίμνες λαμπερές στον
πυθμένα του σκοταδιού, που έρχονται και επανέρχονται, αφού ο Γκιμοσούλης
δείχνει να πιστεύει πως μόνο όποιος έχει τον τρόπο ή το κουράγιο να κατεβεί
μέχρι εκεί, θα γνωρίσει την ουσία της ζωής. Και ποιος ή ποιοι είναι αυτοί;
Άνθρωποι στην πλειοψηφία τους μονήρεις∙ μονήρεις κατ' επιλογήν όμως, μια και
μέσα στη μοναξιά τους αυτοί "ανθίζουν", όπως ο ίδιος μας αναφέρει στο
υπό τον τίτλο "Ηχώ" κείμενο, στο οποίο, αφού περιγράφει με μοναδική
μαεστρία τη φρίκη της καθημερινότητας, με έναν αποθεωτικό τρόπο στο τέλος, μας
κάνει να δραπετεύσουμε μπροστά στη φωτογραφία της Κάλας, στο υπόγειο του metro
-στα βάθη της γης δηλαδή και πάλι- με την αξεπέραστη φωνή της να ακούγεται
κρυφά, μυστικά, στα αυτιά όλων όσων δεν θέλησαν να ενταχθούν σε αυτόν τον
τραγικό, παχύρρευστο πολτό του εφιαλτικού πλήθους.
Γι' αυτό και
πολλές φορές αυτοί, οι μοναχικοί, μεταμορφώνονται σε πράγματα διάφορα, όπως
πουλιά π.χ. ή άνθη ή φυτά, για να βρίσκονται στο μπαλκόνι αυτής που ήδη είχαν
αγαπήσει προτού να τη δουν, προτού να τη συναντήσουν, ενώ ξαναγίνονται άνθρωποι
και πάλι στη συνέχεια, άνθρωποι πλασμένοι να συνυπάρξουν με το ιδανικό ταίρι
που η εύνοια της μοίρας θέλησε να τους στείλει, κρατώντας όμως βαθιά μέσα του ο
καθένας ένα πανάκριβο μυστικό του παρελθόντος, μόνο και μόνο για να μη ραγίσει
αυτή η από λεπτεπίλεπτο γυαλί φτιαγμένη ομορφιά, όπως ακριβώς συμβαίνει στο
άλλο, εξίσου αριστουργηματικό κείμενο, με τον τίτλο "Πεζόδρομος
Δράκου".
Και τούτο
ακόμη: ο Γκιμοσούλης με μοναδική μαεστρία σε κάνει, σε ολόκληρο το βιβλίο, να
μην ξέρεις πότε βρίσκεσαι στο όνειρο, πότε στο παραμύθι, πότε στην
πραγματικότητα, και πότε στα πανέμορφα, στα άυλα σύννεφα μιας ουράνιας ποίησης.
Χρησιμοποιεί άψογα αρχετυπικά σύμβολα, όπως φωτιά, αίμα, φεγγάρι, μεταπλάθει
μύθους από τη φυλή των Εσκιμώων Ινουίτ ή των Ινδιάνων Τσερόκι, που όμως δεν
ξέρεις αν πράγματι είναι μύθοι αυτών των λαών ή δικοί του, με αποτέλεσμα να σε
θέλγουν ακόμη περισσότερο. Επίσης, δεν λείπει από κανένα αφήγημα, με τον ένα ή
τον άλλο τρόπο, η γυναίκα, στην πιο μαγική της, κάθε φορά, εκδοχή, ενώ όλα όσα
συμβαίνουν, συντελούνται συνήθως στο βάθος του κόσμου, σε θαλασσινές σπηλιές,
σε ποτάμια, στα τούνελ των τρένων -όπως ανέφερα και παραπάνω- αλλά και στο
βάθος του ύπνου. Και μια και αναφέρθηκα στον ύπνο, θέλω να τονίσω ότι αυτός
παίζει κεφαλαιώδη ρόλο στο βιβλίο, αφού δεν είναι εφιαλτικός, αλλά αντιθέτως
γλυκύτατος και ήσυχος, τόσο που βοηθάει το άτομο να ξανασυναντήσει τη
"φωτογένεια της αθωότητας" –για να χρησιμοποιήσω μια δική μου
παλαιότερη φράση- για να ξαναντικρίσει την πραγματική πλευρά της ζωής.
O Γιώργος Μαρκόπουλος είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου