ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ
Κάποτε
είχα την τιμή και τη χαρά να πιω
καφέ από τα χέρια του, πάνω στο μικρό πατάρι του φαρμακείου του, στην Τσιμισκή,
δίπλα στο βιβλιοπωλείο Μόλχο. Μια μέρα που τον συνάντησα στην οδό Αγίας Θεοδώρας
–πάροδος της Αγίας Σοφίας– την τελευταία γειτονιά του, μου είπε με κείνη την
ήρεμη και μειλίχια φωνή του, σαν να έλεγε το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου και
γι’ αυτό καθόλου μακάβριο, «Μαρία θέλω εσύ να γράψεις τον επικήδειό μου». Ήδη
ήταν άρρωστος. Πέθανε το 1970 σε ηλικία 80 χρονών. Δεν έκανα την «παραγγελία»
του, αυτό το δύσκολο χρέος το είχε αναλάβει ο συγγραφέας Γιώργος Δέλιος.
Όταν
το 1998 μου πρότεινε ο Τηλέμαχος Αλαβέρας να μιλήσω, αν θέλω, για τον Ηλία
Κατσόγιαννη στην αίθουσα της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης κάθισα και τον
σκέφτηκα πολύ. Του το όφειλα αυτό, αντί για «κείνο» που του είχα σιωπηλά
αρνηθεί τότε. Έτσι γράφτηκε αυτή η αναφορά στο πρόσωπό του κι έμεινε ένα χρόνο
στο συρτάρι μου, επειδή το 1999 εκδόθηκε από τον Ιανό το βιβλίο του Τηλέμαχου
Αλαβέρα «Με τον Μπαρμπαλιά». Αναρωτιόμουν τι θα πρόσθετε τάχα η δική μου μικρή
κατάθεση εν όψει του εξαιρετικού, συναρπαστικού βιβλίου του Αλαβέρα για τον
Ηλία Κατσόγιαννη. Ας είναι.
Τον
αποκαλούσαν Μπαρμπαλιά. Τρυφερή, λαϊκή προσφώνηση. Μου άρεζε. Για να σε λένε
όμως μπάρμπα πρέπει και να είσαι, ενώ ο Ηλίας Κατσόγιαννης, ο φαρμακοποιός, ο
ποιητής δηλαδή, δεν ήταν για μένα παρά ένας αριστοκράτης με γκρίζα έως άσπρα
κυματιστά μαλλιά και με ρεπούμπλικα συνήθως, ένας αριστοκράτης φερμένος από τα
πλούτη μιας φυσικής και γνήσιας ευγένειας, μιας τρυφερής συμπεριφοράς και μιας
μελαγχολίας η οποία άρχιζε πίσω από τα
σκούρα γυαλιά του –ποτέ δεν μπόρεσα να δω τι λογής ήταν τα μάτια του– και
συνεχιζόταν ως εκεί απ’ όπου αντλούσε τα λυρικά τραγούδια του.
Πιστός στον παραδοσιακό ομοιοκατάληκτο στίχο ο ποιητής Κατσόγιαννης, ο
ερωτικός θα ‘λεγα, δεν θέλησε ποτέ, απ’
ό,τι ξέρω, να μοντερνίσει στη γραφή του. Η σχέση του με το χώμα, δηλαδή τη
φύση, ήταν σχέση μνήμης, χώρου και περιβάλλοντος, άρρηκτος δεσμός σαν άκοπος
ομφάλιος λώρος του ποιητή, φυσικώ τω λόγω, εφόσον οι καταβολές, καταγωγές,
προέρχονταν, έρχονταν από τα λαγκάδια της Γορτυνίας.
Ξέρω
απ’ έξω αυτό το υπέροχο τετράστιχο από την ποίησή του:
Τον
κάμπο να κοιτάς της Έδεσσας
Κόμπος να δένεται η ψυχή σου
Σαν
να κοιτάζεις μέσα σ’ έκσταση
Κάποια γωνιά του παραδείσου.
Ποιος
με είχε πληροφορήσει τότε για το στέκι του Μπαρμπαλιά και πώς έγινα κι εγώ,
έστω περιστασιακά, θαμών του φαρμακείου-εντευκτηρίου, δεν θυμάμαι πια. Να
κατεβαίνω απ’ τ’ αψηλά της οδού Λαγκαδά, Αγία Παρασκευή και βάλε, άβγαλτη ακόμα
στο χώρο των γραμμάτων, μόλις να ‘χει σπάσει το τσόφλι του αυγού, χωρίς να ξέρω
τι πουλί θα βγάλει.
Συστάσεις του Κατσόγιαννη: από δω η νέα ποιήτρια, χειραψίες, χαμόγελα,
αβρότητες. Πότε ένας ποιητής, πότε ένας πεζογράφος στο αγιασμένο στέκι του φαρμακείου, περάσματα πρωινά συνήθως, μάλλον
προς το μεσημέρι οι αφίξεις-σμίξεις, «η συνοδεία των ποιητών» που θα ‘λεγε και
η μοναδική Ζωή Καρέλλη. Εκεί και ο ευθυτενής, κλειστός Γιώργος Θέμελης, ο
αριστοκράτης Γιώργος Δέλιος, ο πανύψηλος ωραίος μυστακοφόρος Τηλέμαχος Αλαβέρας, η γλυκύτατη Χρυσάνθη
Ζιτσαία, εκεί ο Παύλος Παπασιώπης, μια εκδοχή γάλλου ευπατρίδη, ο Χρήστος
Ντάλιας πρόσωπο ρομαντικής ομορφιάς του περασμένου αιώνα, θεραπεύονταν θαρρείς
όλοι με πνευματώδεις σχολιασμούς για πρόσωπα και πράγματα, με διαλόγους... ιαματικούς.
Δεν υπήρχε χώρος για καθίσματα εκεί μέσα,
στιγμιαίες ανταλλαγές όλο κι όλο, σώμα με σώμα σχεδόν, έπιναν-δεν έπιναν έναν
καφέ, όρθιοι, που έψηνε-δεν έψηνε πίσω απ’ τον μπερντέ η υπάλληλος-κουμπάρα,
δεξί χέρι, να πούμε, του ποιητή. Εκείνος χωμένος συνήθως στο παράπλευρο του
φαρμακείου του, έμενε περίεργα σιωπηλός κι όταν ακόμα μιλούσε, παράξενα ακίνητο
σώμα, ήρεμη έκφραση, σαν να είχε από καιρό μελετήσει τις ανθρώπινες
συμπεριφορές κι είχε αποφασίσει για μια λιτή αλλά γεμάτη αίσθημα από τον εαυτό
του ανταπόδοση.
Μέσα
στη γνήσια και αφειδώλευτη προσφορά του στους άλλους δεν γινόταν να μη χωρέσει
και η φροντίδα του για τους νέους ποιητές. Ήταν καλοκαίρι του 1957. Είχαν
ξηλώσει από την Εγνατία τις ράγες του τραμ.
Προφητικά πράγματα βλέπεις ή τι κάνει νιάου
νιάου στα κεραμίδια˙ θέλω να πω: για να διαβούνε άνετα κι ελεύθερα τα
τετρακίνητα και τα δικίνητα του μέλλοντός μας!
Ήδη λοιπόν είχε αρχίσει η ασφαλτόστρωση και μια μέρα που σεργιάνιζα τα
νέα οδικά έργα από το σπίτι μιας φίλης μου στην Εγνατία, διέκρινα άξαφνα
ανάμεσα στους άντρες εργάτες και μια γυναίκα μπαρμπουλωμένη ως τα μάτια με μια
καφέ σκούρα μαντίλα, να ρίχνει πίσσα σ’ αυτήν την μεταμόρφωση του δρόμου. Όταν
έφυγα από το σπίτι της φίλης μου πήγα κι έψαξα αυτήν την γυναίκα για να
επιβεβαιώσω του βλέμματός μου το αληθές.
Αυτή
η εντυπωσιακή τότες για μένα εικόνα είχε σαν αποτέλεσμα ένα κοινωνικοφεμινιστικό
ποίημα με τίτλο «Μια γυναίκα στο νέο δρόμο». Το ‘δωσα στο Μπαρμπαλιά, το άρεσε πολύ
–ήτανε βλέπεις στα δικά του άρμενα– κι εκείνος με τη σειρά του το ενεχείρησε
στον Τηλέμαχο Αλαβέρα, ακραιφνή φίλο του, για το περιοδικό Νέα Πορεία. Ο
Αλαβέρας αυστηρός πάντα στις λογοτεχνικές του θεωρήσεις και προσμετρήσεις, και
παρ’ όλη την αγάπη του για τον Μπαρμπαλιά του αρνιόταν αυτή τη χάρη επί μακρόν
και φυσικά δια παντός. Άλλωστε , ο τίτλος και μόνο του περιοδικού (Νέα Πορεία)
σηματοδοτούσε ήδη νέες πλεύσεις – κατευθύνσεις σε διαφορετικά νερά.
Ο
ποιητής Ηλίας Κατσόγιαννης, δεν ήταν ούτε χωρικός, ούτε χωριάτης, ούτε εργάτης,
ούτε αγρότης, κι όμως είχε μια καταπληκτική αίσθηση και προσέγγιση της μοίρας
της εργατικής τάξης γενικά, πήγαινε δηλαδή μαζί της σαν βάρδος, θαρρείς για να
τους προστατεύει, να τους παρηγορεί και να τους δικαιώνει μ’ ένα τραγούδι,
κατάθεση δικής του ψυχής. Οι στίχοι του έχουν και του χώματος τη μυρουδιά και
του έρωτα το πάθος, μ’ ένα τρόπο που πείθει κι ομορφαίνει την ψυχή σου.
Παρακολουθεί κανείς την καθαρότητα κι εκείνη τη στιλπνότητα της λέξης και θαρρώ
ότι είναι ένας μύστης ο Κατσόγιαννης, ένας μύστης που όμως έχει αντιληφθεί τι
σημαίνει ο στοχασμός στη σχέση του και με το αίσθημα και με τον ρεαλισμό του
πράγματος.
Εκείνο το έκθαμβο και εκστατικό του ποιητικού βλέμματός του στη γνήσια
και ανεπιτήδευτη εκδοχή του, εκείνη η φυσιολατρία του που μοσχοβολάει ζωντανό
σώμα δεν είναι ένας λυρισμός για τον λυρισμό, φρούδος, κενός ζωής, αλλά μια
μαρτυρία ανθρώπου που ξέρει να αισθάνεται της φύσης τα θαύματα, να τα υμνεί
γονατιστός με μια θρησκευτική θαρρείς πίστη. Κάποτε ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης
μου είπε πως, όταν στους ατέλειωτους περιπάτους του στην εξοχή βλέπει ένα ωραίο χαμολούλουδο, του έρχεται η
επιθυμία να γονατίσει μπροστά του και να κάνει έρωτα μαζί του, κι αυτό το βλέπω
όχι απλώς σαν κατάφαση στην ομορφιά αλλά και σαν έναν πόθο ταύτισης, ένωσης με
το άλλο, κατ’ επέκτασιν και καθ’ υπέρβασιν, επιθυμία πνευματικής ολοκλήρωσης
μέσα από μια σωματική έκφραση και πράξη.
Δεν
ξέρω αν είναι απαραίτητο να αναρωτηθώ κατά πού βαραίνει η μπαλάντζα του Ηλία
Κατσόγιαννη, του Μπαρμπαλιά: από τη μεριά του αξιολάτρευτου φαρμακοποιού, ή απ’
τη μεριά του λυρικού ποιητή. Μπορείς να τα ξεχωρίσεις αυτά;
Κακά
τα ψέματα. Εκείνος έφυγε. Το πολύτιμο στέκι του φαρμακείου του εξαφανίστηκε δια
παντός κι αυτό. Μείνανε τα ποιητικά βιβλία του, μοναδικά τεκμήρια ζωής˙ scripta manent, σου λέει ο άλλος. Λίγο το ‘χεις; Ήδη η
πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης Χαρά Συμεωνίδου, μου ζήτησε, το
2006, βοηθήματα για την Διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία της πάνω στην ποίηση
και τη ζωή του Ηλία Κατσόγιαννη.
Η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου