ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
ΡΟΖΑΝΗ
Η κριτική και
η θεωρία της. Αυτή ήταν η θεματική του αφιερώματος που ο Κώστας Βούλγαρης και ο
γράφων επεχείρησαν, επιστρατεύοντας τους συγγραφείς και τα κείμενά τους, να
διερευνήσουν, να διαυγάσουν και/ή κριτικά να προσεγγίσουν. Άρα, πρόκειται
μάλλον για ένα εγχείρημα κριτικής της κριτικής, ή ίσως για μια προσπάθεια να
αναδειχθεί η κριτική των ορίων, η οποία διολισθαίνει μέσα στα όρια της
κριτικής.
Κανένα
εγχείρημα σε αυτό το δύσβατο πεδίο δεν μπορεί να επικαλεσθεί την επιτυχία,
διότι δεν σκοπεύει στην επιτυχία, δεν είναι δηλαδή η επιτυχία που τίθεται ως
τελικός προορισμός των κειμένων και των συγγραφέων τους. Δεν είναι άλλωστε
λίγες οι φορές που τα κείμενα, διεισδύοντας στον πυρήνα της προβληματικής τους,
αναστατώνονται και εμφανίζονται αμήχανα μπροστά στα όριά τους, τα οποία
επιχειρούν να υπερβούν, προκειμένου να διατυπώσουν έναν λόγο σύμπλοκο, που εξ
ανάγκης περιλαμβάνει την κριτική ως πεδίο άσκησης του λόγου και συγχρόνως την
κριτική τού διατυπωμένου περί της κριτικής λόγου.
Η αλήθεια
είναι ότι τα κείμενα, που συναποτέλεσαν το αφιέρωμα, ακολούθησαν διαφορετικές
μεθοδολογικές αρχές και επεκτάθηκαν σε διαφορετικά γνωστικά πεδία και επίσης σε
διαφορετικά είδη γραφής και αφηγηματικότητας. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι
αυτή η πολυμορφία και πολυσημία των κειμένων και των πεδίων ανάπτυξής τους
κομίζει ένα σημάδι ανομοιογένειας, όμως μιας ανομοιογένειας η οποία είναι
εγγενής σε κάθε εγχείρημα του είδους αυτού, και διόλου δεν συνιστά αρνητικό
στοιχείο αλλά αντίθετα μάλιστα επισημαίνει την πολλαπλή ενδεχομενικότητα η
οποία είναι το ουσιώδες της γραφής, όταν η γραφή επισκοπεί τον εαυτό της, τα
όριά της και τις κριτικές της ικανότητες.
Σε κάθε
περίπτωση, πιστεύω ότι οι συγγραφείς φώτισαν με επάρκεια, γνώση και διεισδυτικότητα
πτυχές ουσιώδεις του κριτικού λόγου, και μάλιστα μέσα σε συνθήκες δύσκολες για
την κριτική αντίληψη των νεοελληνικών μας. Θέλω να πω ότι στα νεοελληνικά μας,
από αρκετό καιρό τώρα, η κριτική αντίληψη μοιάζει να έχει αποσταθεροποιηθεί, να
μην είναι βέβαιη κατά πόσον διαθέτει πράγματι κριτήρια και/ή να εξαντλείται σε
ιμπρεσσιονιστικές εντυπώσεις, σε γενικές, περιγραφικές, κάποιες φορές,
διατυπώσεις και τέλος σε μια σύγχυση αξιολογική, σύγχυση που προκαλεί ένα θολό
τοπίο και, γιατί όχι, ένα τοπίο που δεν μπορεί πειστικά να υπερασπισθεί τον
εαυτό του και την αξιοπιστία του.
Αυτός άλλωστε
ήταν ο κίνδυνος που έκανε τους επιμελητές του αφιερώματος, διαπιστώνοντάς τον,
να αιστανθούν την ανάγκη να προχωρήσουν στο εγχείρημά τους. Το ελάχιστο που θα
μπορούσε να πει κάποιος είναι ότι τελικά οι συγγραφείς των κειμένων τού
αφιερώματος "εξαναγκάσθηκαν", κατά κάποιον τρόπο, να αντιμετωπίσουν
πολυπρισματικά το αντικείμενό τους, και έτσι να προκύψει ένας λόγος που
εμπλέκει την αισθητική με την πολιτική και την πολιτική με την αξίωση ενός
συναρθρωμένου συνόλου, εντός του οποίου η αισθητική παίζει έναν πρωταρχικό
ρόλο, προκειμένου η αφηγηματικότητα και η ενδοκειμενικότητα να λειτουργήσουν
δημιουργικά, πέρα από τις συμβατικές γραμμές του τρέχοντος αισθητικού ή άλλου
λόγου.
Κατά πόσον
τώρα το εγχείρημα ολοκληρώθηκε, είναι μάλλον αβέβαιο. Τουλάχιστον, σε μια
γενικότητα τέθηκαν κάποιες κατευθύνσεις και κάποια σημεία στήριξης, προκειμένου
ο προβληματισμός περί της ανάγκης μιας κριτικής της κριτικής να αποτελέσει
πεδίο ανανέωσης της ίδιας της κριτικής και πεδίο άσκησης ενός λόγου που θα
ξεκινά από το εγχείρημα συνειδητοποίησης του εαυτού του, οπότε η εξακτίνωσή του
στις επιμέρους περιοχές να καταστεί δυνατή.
Τελικά,
πιστεύω ότι φανερώθηκε καθαρά το γεγονός πως η θεωρία δεν είναι τίποτε
περισσότερο από μια κριτική θεώρηση κυρίως του εαυτού της, καθώς τα έργα και οι
ημέρες της δημιουργικής γραφής, σε κάθε χώρο ανάπτυξής της, προηγούνται της
θεωρίας, ή μάλλον είναι εκείνα που υποβάλλουν την ανάγκη της θεωρίας, έτσι ώστε
η θεωρία να συμπυκνώνει και/ή να συμφιλιώνει τις δικές τους αστάθειες,
αναταράξεις και αντιθέσεις. Όπως, ιστορικά τουλάχιστον, δεν μπορεί να υπάρξει
τέχνη χωρίς θεωρία, έτσι ακριβώς δεν μπορεί να υπάρξει θεωρία χωρίς τέχνη.
Αυτές οι δύο εκφάνσεις της ανθρώπινης εκφραστικής δημιουργικότητας φαίνεται να
συνοδοιπορούν, ή έστω να προχωρούν σε παραλληλία, κατά τρόπον ώστε να
αλληλοσυμπληρώνονται, και αλληλοσυμπληρούμενες να συγκροτούν ένα ενιαίο
κοσμοείδωλο, παρά την, ορισμένες φορές, σύγκρουση και αναντιστοιχία θεμελίων
και στόχων.
Οπωσδήποτε,
τα κείμενα και οι συγγραφείς αυτού του αφιερώματος άφησαν με τον ιδιαίτερο
τρόπο της έκφρασής τους να διαφανεί κάτι σημαντικό: ότι η κριτική και η θεωρία
της δεν είναι χώρος αυθαιρεσίας ή επιβολή ιδεολογικών προκαταλήψεων πάνω στο
έργο τέχνης, αλλά αντίθετα είναι εγχείρημα θεμελίωσης αρχών, οι οποίες
γεννώνται από τη θεώρηση του έργου τέχνης, και επιστρέφουν σε αυτό για να το
εμπλουτίσουν ως μορφή και περιεχόμενο, ακυρώνοντας την πλαστή διάκριση μορφής
και περιεχομένου και προσδίδοντας, αντιθέτως, περιεχόμενο στη μορφή και μορφή
στο περιεχόμενο. Και αυτό δεν είναι ένα credo του γράφοντος, αλλά ένας βέβαιος
προσανατολισμός που συνάγεται από τα ίδια τα κείμενα τα οποία συναποτέλεσαν το
αφιέρωμα. Αλλά επίσης αυτό είναι κι ένα είδος "ξεκαθαρίσματος" μέσα
στη θολή ατμόσφαιρα της νεοελληνικής μας κριτικής, η οποία πολύ εύκολα
παραδρομεί, ονομάζει άλλο αντί άλλου, συγχέει τα είδη, αγνοεί τα ίδια τα έργα
της τέχνης, και μιλά από καθέδρας εκεί που οφείλει να μιλά με σωφροσύνη, γνώση
του αντικειμένου και επίγνωση του εαυτού της και των δυνατοτήτων της.
Οι επιμελητές
του αφιερώματος ελπίζουν και προσδοκούν τα ήδη δημοσιευμένα κείμενα να
αποτελέσουν δημιουργικό έναυσμα και αφετηρία για μια περαιτέρω διερεύνηση της
κρίσιμης προβληματικής σχετικά με τα όρια της κριτικής, τη θεωρία των ορίων και
τα όρια της θεωρίας. Επιπλέον, ελπίζουν και προσδοκούν ότι ένα πλήθος άλλων
κειμένων θα εμφανισθεί ως λόγος και αντίλογος στα ήδη δημοσιευμένα κείμενα, ως
λόγος και αντίλογος δημιουργικός, που διανοίγει τη θεματική και κομίζει τον
πλούτο που οι ιδέες, αισθητικές ή άλλες, είναι αυτές μόνο σε θέση να
προσφέρουν.
Έτσι, το
παρόν κείμενο δεν φιλοδοξεί να είναι μόνον ένας απολογισμός, δηλαδή μια σύνοψη
κεντρικών θέσεων και απόψεων που ήδη εκφράστηκαν. Φιλοδοξεί κάτι περισσότερο:
να λειτουργήσει ως παρότρυνση, ως μια αιχμηρή απόληξη, η οποία θα ωθήσει
κείμενα και συγγραφείς, θα δημιουργήσει μιαν ατμόσφαιρα εντός της οποίας η
θεωρία της κριτικής θα κάνει να αναδυθούν νέα πεδία άσκησης του κριτικού λόγου
και μετουσίωσης των αρχών που τον διέπουν, προς χάριν του καλλιτεχνικού έργου
αλλά και εξαιτίας του καλλιτεχνικού έργου. Τίποτε δεν μπορεί να προσφέρει ο
άκριτος έπαινος ή ο άκριτος ψόγος. Το πρόβλημα της κριτικής, αλλά και της
θεωρίας της, δεν είναι ούτε ο έπαινος ούτε ο ψόγος. Είναι μια διαρκής
επαγρύπνηση προς χάριν του καλλιτεχνικού-λογοτεχνικού έργου και επιπλέον μια
διαρκώς καινούργια δυναμική επαναπροσδιορισμού και επανασημασιοδότησης. Μόνο
μέσα σ' αυτή τη σφαίρα η κριτική δικαιώνει τη θεωρία και η θεωρία δικαιώνει την
κριτική.
Ο Στέφανος
Ροζάνης είναι καθηγητής φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου