ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Το βιβλίο
κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις «Κίχλη», σε νέα, φροντισμένη έκδοση,
με αναλυτικό Χρονολόγιο, και Σημείωμα των επιμελητών για την ιστορία των εκδόσεων
των βιβλίων του Καχτίτση. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια συνοπτική
εκδοχή κειμένου από το Επίμετρο.
Ο αναξιόπιστος εξομολογούμενος
Ο αναξιόπιστος εξομολογούμενος
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ
ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗ
Προκειμένου να αποφύγει τις
συνέπειες των εγκληματικών του πράξεων, η φύση των οποίων παραμένει για τον
αναγνώστη μέχρι τέλους αδιευκρίνιστη, ο Στοππάκιος Παπένγκους εγκατέλειψε την
Ευρώπη και εγκαταστάθηκε σε μιαν αφρικανική χώρα που δεν κατονομάζεται. Έπειτα
από επταετή παραμονή στην Αφρική, δύο εφιαλτικά περιστατικά ανασύρουν στην
επιφάνεια της συνείδησής του ένα ζοφερό και απωθημένο παρελθόν και γίνονται
αφορμή πρόκλησης ενός αφόρητου ψυχικού βασανισμού. Παρωθούμενος ωστόσο από την
επιτακτική ανάγκη της νοηματοδότησής τους, ο Σ.Π. δεν αρκείται στην
ημερολογιακή τους καταχώριση, αλλά προβαίνει και στην αφηγηματική τους επανεγγραφή
(που είναι η προκείμενη νουβέλα).
Μέσω της ένταξης των γεγονότων στο οργανωμένο
και συνεκτικό σύνολο που συστήνει η πλοκή και της παρεπόμενης αναλυτικής
εξιστόρησής τους, ο πρωταγωνιστής-αφηγητής επιχειρεί να τα κατανοήσει και να τα
ερμηνεύσει, ούτως ώστε να εξαλειφθούν η αγωνία και το άγχος που του προξενούν.
Η πράξη τής (γραπτής) αφήγησης συνιστά επομένως απόπειρα να ανακοπεί η πορεία
προς την ψυχική κατάρρευση και να επέλθει η λύτρωση και η γαλήνη: «έχω απόλυτη
ανάγκη από κάποιο λυτρωμό».
Έτσι, για να
οδηγηθεί στην κάθαρση και την απολύτρωση, ο Σ.Π. θέτει ως στόχο την εκφορά ενός
αφηγηματικού λόγου αξιόπιστου και απαλλαγμένου από την παραμικρή επέμβαση της
φαντασίας· συχνές είναι οι κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις του για την ακρίβεια
των αναμνήσεών του, για την αυθεντικότητα και τη γνησιότητα των εξιστορούμενων
συμβάντων, κ.ο.κ. Διόλου τυχαία, ο αφηγητής χαρακτηρίζει το κείμενό του ως
εξομολόγηση: ρητή πρόθεσή του είναι η διατύπωση της αλήθειας, όσο επώδυνη κι αν
είναι αυτή. «Θα τα πω, θα τα πω όλα. Δεν έχω τίποτα πλέον να κρύψω», δηλώνει
εμφατικά. Την ομολογία της αλήθειας καλείται να συνδράμει το ρητορικό σχήμα της
επανόρθωσης: ο Σ.Π. επιστρέφει επανειλημμένα σε αυτό που μόλις
έχει πει, άλλοτε για να το ενισχύσει και άλλοτε για να το αποδυναμώσει ή ακόμα
και να το αναιρέσει.
Η επανόρθωση
εγκαθιδρύει μια μικρότερη ή μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα σε δύο εκφωνήματα που
αναφέρονται στην ίδια πραγματικότητα, εκ των οποίων το πρώτο παρουσιάζεται ως
ανεπαρκές, ανακριβές ή εσφαλμένο, ενώ το δεύτερο επαναδιατυπώνει ορθά το πρώτο.
Οι επανορθώσεις στον Εξώστη εκφράζουν
εκ πρώτης όψεως την πίστη του αφηγητή στη δυνατότητα επίτευξης της μέγιστης
δυνατής ακρίβειας. Μοιάζουν επίσης να συνιστούν τεκμήριο ειλικρίνειας και
αξιοπιστίας, καθώς ο αφηγητής σπεύδει ο ίδιος να αναγνωρίσει και να διορθώσει
την ελλιπή ή εσφαλμένη διατύπωση. Κατά συνέπεια, το σχήμα της επανόρθωσης δίνει
καταρχάς την εντύπωση ότι συνεισφέρει στην αποτελεσματικότερη χρήση του λόγου,
με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αυτό συμβαίνει στο πλαίσιο της παραδοσιακής
ρητορικής. Μια προσεκτικότερη ωστόσο εξέταση της λειτουργίας του στον Εξώστη καταδεικνύει ότι η συστηματική
χρήση τού προσδίδει έναν ολωσδιόλου διαφορετικό χαρακτήρα. Επιστρέφοντας
διαρκώς στα εκφωνήματα που έχουν προηγηθεί, προκειμένου να διορθώσει,
ανασκευάσει ή ανατρέψει το περιεχόμενό τους, ο λόγος του αφηγητή εισάγει ένα
στοιχείο ριζικής αμφιβολίας, μια δυσπιστία και μια καχυποψία απέναντι σε κάθε
μορφή κατάφασης, απέναντι σε κάθε διαβεβαίωση και αξίωση αμετάκλητης επιλογής.
Οτιδήποτε εκλαμβάνεται αρχικά ως αληθές είναι ανά πάσα στιγμή επιδεκτικό
διαψεύσεως.
Συστατικό
στοιχείο της επανόρθωσης είναι η κίνηση προς τα πίσω, η επιστροφή δηλαδή σε
προηγούμενη λέξη, φράση ή αφηγηματική ενότητα με σκοπό τη διόρθωσή της. Με τον
τρόπο αυτό η επανόρθωση συνεργεί στην εμπέδωση της παλινδρομικής κίνησης την
οποία δρομολογεί το κείμενο του Εξώστη
και η οποία διέπει την ανέλιξη της αφήγησης. Η αδιαλείπτως επαναλαμβανόμενη
κίνηση της μνήμης του αφηγητή προς τα πίσω, όχι μόνο προς τα δύο πρόσφατα
τραυματικά γεγονότα αλλά και προς ορισμένα περιστατικά που ανήκουν σε ένα πιο
μακρινό παρελθόν, βρίσκεται στην αφετηρία της αφηγηματικής διαδικασίας. Η
επιμονή δε με την οποία η μνήμη επιστρέφει αδιάκοπα στο συμβάν του εξώστη
προσδίδει στην κίνηση αυτή τον χαρακτήρα αναμασήματος και μηρυκασμού.
Ανήσυχη και
ανικανοποίητη, διστακτική και αναποφάσιστη, η σκέψη τού αφηγητή αναδιπλώνεται
αδιάκοπα στον εαυτό της, χωρίς εντούτοις να συμπίπτει ποτέ με αυτόν. Ο τωρινός
συλλογισμός ελέγχει τα συμπεράσματα του προηγούμενου ως άκυρα, αποφάσεις
λαμβάνονται τη μια στιγμή για να απορριφθούν την επόμενη, σχέδια εκπονούνται για
να εγκαταλειφθούν ευθύς αμέσως.
Η
διστακτικότητα και η αναποφασιστικότητα του αφηγητή οδηγούνται στο αποκορύφωμά
τους στο τέλος της νουβέλας. Αφού εγκαταλείψει κάθε σκέψη να εγκατασταθεί στην
Ευρώπη ή στην Αμερική, ο Σ.Π. αποφασίζει να διώξει τους υπηρέτες και τον
κηπουρό του, να αφήσει τη βλάστηση να πνίξει από παντού την έπαυλή του και ο
ίδιος να καταδικαστεί, εξαντλημένος από την πείνα, σε θάνατο από ασφυξία. Μόλις
διατυπωθεί το σχέδιο αυτό, τίθεται σε κίνηση η διαδικασία αναθεώρησής του...
Ως
έξοδος από τον ιλιγγιώδη στροβιλισμό των αλλεπάλληλων ανταγωνιστικών εκδοχών
προβάλλει κάποτε η παραίτηση από οποιαδήποτε διαδικασία επιλογής. Η εκφορά δύο
αλληλοσυγκρουόμενων προτάσεων δεν αποβλέπει τότε ούτε στην επανόρθωση του
περιεχόμενου της πρώτης από τη δεύτερη ούτε στην ανάδυση ενός τρίτου όρου,
ικανού να διανοίξει την προοπτική μιας διαλεκτικής συμφιλίωσης και σύνθεσης,
αλλά στην αποδέσμευση του ομιλούντος υποκειμένου από την υποχρέωση να κρίνει,
να ιεραρχήσει και να επιλέξει. Το κείμενο τείνει τότε να μετατραπεί σε ένα χώρο
όπου συμπαρατίθενται αλληλοαποκλειόμενες εκδοχές, χωρίς η μια να υποσκελίζει ή
να παραγκωνίζει την άλλη.
Το ρητορικό
σχήμα της επανόρθωσης μεταπλάθεται στον Εξώστη
σε δομική συνιστώσα της αφηγηματικής συγκρότησης του κειμένου και επενεργεί
καταλυτικά στις αφηγηματικές προθέσεις μιας ειλικρινούς εξομολόγησης, στο βαθμό
που υποσκάπτει καίρια την εγκυρότητα και την αξιοπιστία της εξιστόρησης του
Σ.Π.[1]
Ένα δεύτερο
ρητορικό σχήμα που σφραγίζει τη ματαίωση του αφηγηματικού προγράμματος της εξομολόγησης
είναι εκείνο της αποσιώπησης. Το
κατεξοχήν αντικείμενο αποσιώπησης στον Εξώστη
είναι τα «αποτρόπαια ανομήματα» και τα «πραγματικά εγκλήματα» που έχει
διαπράξει ο ήρωας. Μπροστά σε εκείνα, όπως τονίζει δύο φορές ο ίδιος, αυτά που
διηγήθηκε «δεν είναι τίποτα». Η φράση αυτή αντιδιαστέλλει τα αληθινά,
ανομολόγητα εγκλήματα, οι διαστάσεις των οποίων αναπόφευκτα μεγεθύνονται στη
φαντασία του αναγνώστη, προς τα αφηγούμενα περιστατικά που εμφανίζονται εντέλει
ως ήσσονος σημασίας. Αντιπαραβάλλεται έτσι η «αληθινή» ιστορία, που δεν μπορεί
παρά να είναι αποκαλυπτική και συναρπαστική, προς το ανά χείρας βιβλίο, το
οποίο, εφόσον αποκρύπτει την αλήθεια, διαψεύδει τις προσδοκίες του αναγνώστη.
Κατά συνέπεια, η αποσιώπηση αποδεικνύεται δραστικό μέσο υποτίμησης του προκείμενου
αφηγήματος, με την έννοια ότι φέρει στην επιφάνεια την τελεσίδικη αδυναμία του
να ανταποκριθεί στο επιτακτικό αίτημα της αλήθειας που το ίδιο έχει ρητά θέσει.Το εγχείρημα του Σ.Π. να συλλάβει το νόημα των δύο τραυματικών γεγονότων και να τα θέσει υπό πλήρη έλεγχο και εποπτεία, ούτως ώστε να αποκατασταθεί η διασαλευθείσα έλλογη τάξη, καταλήγει σε ματαίωση. Το ιδεώδες κατόπτευσης και διαύγασης της πραγματικότητας που εκφράζεται στην αρχή της εξιστόρησης του πρώτου συμβάντος, μεταστρέφεται στο αντίθετό του, καθώς το εποπτεύον υποκείμενο εκπίπτει της προνομιακής σκοπιάς του και μετατρέπεται σε αντικείμενο του καχύποπτου και εξεταστικού βλέμματος των άλλων.
Αν
και προσηλωμένος μέχρις εσχάτων στην αφήγηση και τη γραφή, ο Σ.Π. αποτυγχάνει
να ανασυστήσει μια ιστορία μεστή νοήματος. Παρά τη συστηματική και επίπονη
επεξεργασία στην οποία ο αφηγηματικός λόγος υποβάλλει το υλικό της ιστορίας, ο
καταλυτικός ρόλος της αμφιβολίας και της απροσδιοριστίας του νοήματος καθιστά
την ερμηνευτική προσπέλαση των γεγονότων εξαιρετικά επισφαλή. Το καθαρτήριο
εγχείρημα της γραφής αποδεικνύεται ατελέσφορο και παραπλανητικό. Δεν είναι η
γραφή αλλά ο θάνατος που έχει την τελευταία λέξη στον Εξώστη.
Ο Γιάννης Δημητρακάκης διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο
Πανεπιστήμιο Κρήτης
[1]
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα παρουσίαζε μια συγκριτική μελέτη της λειτουργίας της
επανόρθωσης στον Εξώστη και σε
ορισμένα κείμενα των Κάφκα και Μπέκετ. Για
την επανόρθωση στους συγγραφείς αυτούς, βλ. Florence Godeau, «Métatextualité et crise de la représentation: la figure
de l’épanorthose dans "Der Bau" ("Le terrier") de Franz
Kafka et L’Innommable de Samuel
Beckett», στο «La
métatextualité», Narratologie (Publications
de la Faculté des Lettres, Arts et Sciences Humaines de Nice), τχ. 3, 2000, σ. 137-148, καθώς και Bruno Clément, L’œuvre sans qualités. Rhétorique de Samuel
Beckett, Seuil, Παρίσι
1994, σ. 179-195.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου