3/3/12

Η δημοκρατία έναντι της λαϊκής δικτατορίας

ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΜΠΙΤΣΩΡΗ

Το κείμενο εν είδει «Διαλόγου» του Δημήτρη Παπανικολόπουλου στις «Αναγνώσεις», 12-2-2012 (σχετικά με τη δική μου βιβλιοπαρουσίαση (επίσης στις «Αναγνώσεις», 5-2-2012») του πρόσφατου βιβλίου του Μπαντιού Le réveil de l’histoire (Η αφύπνηση της ιστορίας), μου δίνει το έναυσμα να επεκτείνω διευκρινιστικά την κριτική μου και να απαντήσω σε μια φίλια αλλά και οξύτατη, στενώς δημόσια επίκριση, επειδή στο κείμενό μου έγραψα το εξής:
«Αυτό που με θλίβει στο κείμενο του Μπαντιού είναι η μασκαρεμένη επανεμφάνιση της ‘δικτατορίας του προλεταριάτου’ υπό την επωνυμία ‘λαϊκή δικτατορία’, τουτέστιν η ‘σφιχτή και αμείλικτη’ επιβολή της μειοψηφίας επί της πλειοψηφίας. Εδώ φυσικά μεταβαπτίζεται το ‘προλεταριάτο’, ευδιάκριτο και κοινωνικά εντοπισμένο στην εποχή του Μαρξ, στη γενική και εν πολλοίς ποικιλόμορφη και άκρως ετερόκλιτη σύσταση του ‘λαού’».

Για τον Μαρξ, σύμφωνα με τον Μπαντιού, η δικτατορία του προλεταριάτου είναι μια «σφιχτή και αμείλικτη μεταβατική δικτατορία» και συνάμα αναγκαία για να αναιρεθεί το χάσμα μεταξύ της «ταραχιακής δημοκρατίας» και του «καταπιεστικού, τυφλού συστήματος των κρατικών αποφάσεων – ακόμη και κυρίως όταν αυτές διατείνονται ότι είναι δημοκρατικές» (αυτ., σ. 72). Εν ολίγοις, για να επιβληθεί η καλώς εννοούμενη «κομμουνιστική δημοκρατία» (που θα είναι το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης διαδικασίας του «μαρασμού του κράτους», με το οποίο συνδέεται άρρηκτα η καπιταλιστική «αστική δημοκρατία») είναι αναγκαία η προσωρινή επιβολή της «σφιχτής και αμείλικτης» δικτατορίας του προλεταριάτου.
     Είναι φανερό ότι η μαρξική εννόηση της επιβολής της δικτατορίας του προλεταριάτου προϋποθέτει την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας. Ο Μπαντιού όμως έχει εξοβελίσει από την αναβίωση της «κομμουνιστικής υπόθεσης» τόσο την επανάσταση όσο και την κατάληψη της εξουσίας. Όθεν και η σφοδρή κριτική: πώς λοιπόν ισχυρίζομαι ότι η μπαντιουζική «λαϊκή δημοκρατία» είναι «η μασκαρεμένη επανεμφάνιση της ‘δικτατορίας του προλεταριάτου’»; Ο Μπαντιού τριτοδιεθνιστής;
     Απαντώ λοιπόν. Η έννοια της «δικτατορίας του προλεταριάτου» δεν είναι στατική, οριστικά παγιωμένη, αλλά έχει υποστεί πολλούς μετασχηματισμούς, από τον ίδιο τον Μαρξ έως, τουλάχιστον, τον Γκράμσι. Αρκεί να διαβάσει κανείς το λαμπρό οικείο λήμμα που έχει συντάξει ο Ετιέν Μπαλιμπάρ στο Dictionnaire critique du marxisme (PUF, Παρίσι 1982, σσ. 266-274) για να δει, επί παραδείγματι, ότι ο Λένιν το 1905 επινόησε τον σύνθετο όρο «επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προελεταριάτου και της αγροτιάς», ενώ κατά τη μετασταλινική περίοδο στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού επικρατεί ο όρος «λαϊκή δημοκρατία» ή «κράτος όλου του λαού» ή των «εργαζομένων». Εδώ έχει ήδη ολοκληρωθεί το «μασκάρεμα» της δικτατορίας του «προλεταριάτου» με το προσωπείο της «λαϊκής» δημοκρατίας, η οποία όμως ταυτίζεται με την άσκηση της δικτατορικής εξουσίας του αποκλειστικά ενός και μόνον κόμματος, το οποίο, με τη σειρά του, ταυτίζεται με το κράτος (κόμμα-κράτος). Τώρα το δικό μου ερώτημα είναι το εξής: Γιατί ο Μπαντιού διατηρεί εμφατικά τη λέξη «δικτατορία», μολονότι υποστηρίζει την κατάλυση του κράτους και συνάμα αποδοκιμάζει οιανδήποτε μορφή κόμματος; Γιατί του χρειάζεται η λέξη δικτατορία στη λεγόμενη από τον ίδιο εξισωτική (λίαν αμφιλέγομενη κατ’ εμέ) ή «μαζική», ταραχιακή», «άμεση», «κινηματική», δημοκρατία;
     Ας δούμε όμως τα πράγματα εκ του σύνεγγυς. Ο Μπαντιού ισχυρίζεται ότι μέσα στην Πλατεία Ταχρίρ οι παρευρισκόμενοι συγκροτούσαν μια «ταραχιακή», «μαζική», «εξισωτική» δημοκρατία, τουτέστιν όλοι, παρά την μειοψηφική κοινωνική ποικιλομορφία τους, ήσαν παροντικά ίσοι, τουτέστιν μέσω της διηνεκούς παρουσίασής τους (présentation) στον ίδιο χώρο αποτελούσαν  την αντιπροσώπευση (représentation) του συνόλου του αιγυπτιακού λαού. Από την άλλη μεριά όμως, έξω από την πλατεία, έξω από τον τόπο της ταραχής, στο έξωθι της ταραχής, αυτή η «εξισωτική», «ειρηνική», «άοπλη» «ταραχιακή δημοκρατία» «συνεχίζεται αναπόφευκτα» ως «λαϊκή δικτατορία» «προς την κατεύθυνση των εχθρών και των υπόπτων» (αυτ., σσ. 72-73).
     Ιδού, λοιπόν πώς περιγράφει εκτενώς ο ίδιος ο Μπαντιού τη «λαϊκή δικτατορία»: «Ως εκ τούτου μπορεί να μιλήσει κανείς πολύ περισσότερο περί λαϊκής δικτατορίας παρά περί δημοκρατίας. Η λέξη ‘δικτατορία’ είναι μια λέξη ευρέως απεχθής, στη δική μας ‘δημοκρατική’ περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Και πολύ δικαιολογημένα οι εξεγερμένοι στιγματίζουν τους διεφθαρμένους δεσπότες με το όνομα ‘δικτάτορες’. Αλλά όπως η κινηματική, εξισωτική και άμεση δημοκρατία αντιτίθεται απολύτως στην ανισωτική και αντιπροσωπευτική ‘δημοκρατία’ των πληρεξούσιων της εξουσίας του Κεφαλαίου, παρομοίως η δικτατορία που ασκείται από το λαϊκό κίνημα αντιτίθεται  ριζικά στις δικτατορίες ως μορφές του χωριστού και καταπιεστικού κράτους. Με τη ‘λαϊκή δικτατορία’ κατονομάζουμε μια αυθεντία [autorité] που είναι νόμιμη ακριβώς επειδή η αλήθειά της εκπορεύεται από το γεγονός ότι η ίδια δεν νομιμοποιείται παρά μόνο από τον εαυτό της: ουδείς είναι ο εκπρόσωπος οιουδήποτε» (αυτ., σ. 91).
     Εδώ έχω να παρατηρήσω ότι στο δεύτερο ήμισυ του εν λόγω βιβλίου βρίθουν τα ουσιαστικά και τα επίθετα, «δικτατορία», «δικτατορικός», «αυθεντία» (autorité) «αυταρχικός» (autoritaire) (βλ. αυτ., σσ. 91, 92, 93, 97, 101, 136, 146, όπου κατ’ ουσίαν έχουμε να κάνουμε με τη φιλοσοφική μπαντιουζική έννοια της «δικτατορίας του Αληθούς», με την «αυθεντία της αλήθειας».) Λόγω έλλειψης χώρου θα παραθέσω μόνο την εξής αλλά εξαιρετικά σημαίνουσα φράση: «Η ‘μαζική δημοκρατία’ επιβάλλει σε όλο το έξωθί της τη δικτατορία των αποφάσεών της σαν να είναι αυτές της γενικής βούλησης» (αυτ., σ. 91). Η αναφορά στη ρουσσωική έννοια της γενικής βούλησης φέρνει στο προσκήνιο το ακανθώδες ζήτημα της αντιπροσώπευσης, η οποία συσχετίζεται άμεσα με την αντιπροσώπευση του λαού. Ο Μπαντιού επικρίνει τον Ρουσσώ, γιατί ενώ δείχνει, στο έργο του Περί του κοινωνικού συμβολαίου, ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία ειναι «απάτη», ενδίδει και επικροτεί την εκλογική διαδικασία. Αυτό που δεσπόζει στον μπαντιουζικό όρο «λαϊκή δικτατορία» είναι η αυταρχική επιβολή μιας μειοψηφίας, η οποία μέσω της αφενός (δήθεν, κατ’ εμέ) εξισωτικής και αφετέρου συμπυκνωμένης ταραχιακής παρουσίασής της διατείνεται ότι εκπροσωπεί όλο τον υπόλοιπο λαό που δεν συμπαρουσιαζεται στους τόπους της ταραχής.
     Αυτήν την απόφαση της μειοψηφίας που επιβάλλεται δικτατορικά, αυταρχικά ως απόρροια μιας συμπυκνωμένης και τοπικά συναθροισμένης «λαϊκής» γενικής βούλησης ο Μπαντιού τη στηρίζει σε μια δική του φιλοσοφική έννοια, στην έννοια του «γενολογικού» (le générique, δάνειο από τα μαθηματικά και δη από τη θεωρία των συνόλων του Πωλ Κοέν), σύμφωνα με την οποία, στο δικό μας παράδειγμα, οι συγκεντρωμένοι στην Πλατεία Ταχρίρ είναι μια πολύμορφη γενολογική πολλαπλότητα η οποία, το λέω πολύ απλουστευτικά, καθολικεύει το μερικό (το κλασικό παράδειγμα που καταθέτει επανειλημμένα περί αυτού ο Μαντιού είναι το προλεταριάτο, η κατ’ εξοχήν καθολική τάξη σύμφωνα με τον Μαρξ): «Τό ζήτημα που τίθεται, όπως στον Κοέν, είναι να βρούμε ή να δημιουργήσουμε ένα μέρος της ολότητας της ζωής που θα είναι γενολογική. Σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει πάντοτε κάτι σαν τη δικτατορία, η οποία είναι αυτό που ο Ρουσσώ ονόμαζε δεσποτισμό της ελευθερίας και το οποίο όμως, στις μέρες μας, είναι περισσότερο ο δεσποτισμός της ισότητας. [...] Είμαι απολύτως σύμφωνος με τον Σλάβοϊ Ζίζεκ όταν θεωρεί ότι το ζήτημα της γενικής βούλησης είναι σήμερα το κεντρικό ζήτημα της πολιτικής. Απλώς θα πρότεινα να αλλάξουμε το επίθετο και να αντιπαραθέσουμε στις κανονικές επιθυμίες όχι τη γενική βούληση [volonté générale] αλλά τη γενολογική βούληση [volonté générique] [1]».
     Συμφωνώντας κι εγώ απολύτως για τη σπουδαιότητα του εν λόγω ζητήματος, διατυπώνω εν τάχει και ως εκ τούτου ελλειπτικότατα τις αντιρρήσεις μου. Η πεμπτουσία της δημοκρατίας στηρίζεται πρώτον στην καθολική δυνατότητα να εκφράζεσαι δημοσίως, δεύτερον στη διαβούλευση του λαού στην εκκλησία του δήμου (ή στο σύγχρονο κοινοβούλιο). Το τρίτο ουσιαστικό χαρακτηριστικό της είναι ο διαχωρισμός πλειοψηφίας και μειοψηφίας και η επιβολή της πρώτης επί της άλλης κατόπιν διαβουλεύσεων και ψηφοφορίας. Εξ ου το ακανθώδες πρόβλημα της εκλογικής αντιπροσώπευσης. Εν ολίγοις, στον κομμουνιστή αντιδημοκράτη Μπαντιού η μειοψηφική παρουσίαση εξαφανίζει ολοσχερώς και δικτατορικά την πλειοψηφική αντιπροσώπευση, η οποία από την πλευρά της περιστέλλει δημοκρατικά την άμεση μειοψηφική παρουσίαση. Το δίλημμα είναι υπαρκτό. Για μένα όμως η μπαντιουζική εμμονή στη διατήρηση του δικτατορικού χαρακτήρα της παρουσίασης με ανακουφίζει: μπορώ να συναινέσω πλέον ευκολότερα στη διαδικασία της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης. Βεβαίως όλα αυτά δεν συνεπάγονται ότι δεν πρέπει να ασκείται κριτική και μάλιστα οξεία στην «υπαρκτή δημοκρατία», από την αρχή της εμφάνισής της έως σήμερα. (Ιδιαίτερα σήμερα, και δη στην Ευρώπη. Αυτό βεβαίως απαιτεί μιαν άλλη αρθρογραφία.)
     Κλείνω, λέγοντας ότι εξ όσων γνωρίζω η δικτατορία στη Ρώμη ήταν δοτή, την εκχωρούσε η σύγκλητος στον δικτάτορα για μικρό χρονικό διάστημα, έως ότου εκλείψει ο κίνδυνος που απειλούσε τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Στη σύγχρονη εποχή συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: οι δικτάτορες αποδίδουν αφ’ εαυτών εις εαυτόν το δικτατορικό «αξίωμα». Τουτέστιν κάνουν, κατ’ αναλογίαν, αυτό για το οποίο εγκωμιάζει ο Μπαντιού τη «λαϊκή δικτατορία» με την οποία κατονομάζει «μια αυθεντία [autorité] που είναι νόμιμη ακριβώς επειδή η αλήθειά της εκπορεύεται από το γεγονός ότι η ίδια δεν νομιμοποιείται παρά μόνο από τον εαυτό της: ουδείς είναι ο εκπρόσωπος οιουδήποτε».

Μεταφραστικό υστερόγραφο
Στη θεωρητική και πρακτική μεταφραστική ενασχόλησή μου διακονώ την κατά γράμμα μετάφραση. Ένα από τους τόπους όπου αυτή αναδεικνύεται είναι η μετάφραση συνώνυμων λέξεων. Εδώ απαιτείται κάθε ξένη λέξη να αποδίδεται με μία και αποκλειστική αντίστοιχη της μεταφράζουσας γλώσσας. Έτσι στο εν λόγω βιβλίο του Μπαντιού έχω μεταφράσει ως εξής τα ακόλουθα γαλλικά συνώνυμα: 1) émeute = ταραχή. 2) révolte = εξέγερση 3) soulèvement = ξεσηκωμός. 4) insurrection = εξανάσταση. Εδώ εκδηλώθηκε πάλι μια εντονότατη και οργίλη ένσταση: η λέξη émeute (ταραχή), με τη οποία χαρακτηρίζει ο Μπαντιού τις σημερινές ανά τον κόσμο αναστατώσεις, έπρεπε να αποδοθεί ως εξέγερση. Ωστόσο στα ελληνικά η λέξη εξέγερση αποδίδει στη συντριπτική πλειονότητα των μεταφράσεων τη γαλλική λέξη révolte. Θα έλεγα δηλαδή ότι η θέση της είναι «κατειλημμένη». Στο λήμμα émeute του Dictionnaire des synonymes et nuances (Le Robert) διαβάζουμε: «Η λέξη émeute και révolte χρησιμοποιούνται και οι δύο για έναν ξεσηκωμό εναντίον μιας πολιτικής αυθεντίας. Η émeute χαρακτηρίζεται από την αυθορμησία της, από την απουσία οργάνωσής της· προκαλείται από εξαιρετικές καταστάσεις, ενίοτε περιορίζεται σε ταραχώδεις συγκεντρώσεις. [...] Η révolte προϋποθέτει ότι μια ομάδα, που αρνείται την αυθεντική πολιτική ή έναν κοινωνικό κανόνα, προσπαθεί να τις καταστρέψει μέσω μιας συλλογικής δράσης, γενικώς βίαιης».
     Φρονώ ότι η λέξη «révolte» («εξέγερση») στη γραφίδα του Μπαντιού συνδηλώνει γενικότερα τη μηδενιστική καταστροφή, την άρνηση, τις οποίες βεβαίως αποδοκιμάζει. Αυτό φαίνεται πιο καθαρά στην ακόλουθη φράση του (αυτ., σ. 57): «Η ταραχή [émeute] γίνεται ιστορική [...] όταν τελικά τα αρνητικά γρυλλίσματα της καθαρής εξέγερσης [révolte pure] τα διαδέχονται η κατάφαση ενός κοινού αιτήματος, η ικανοποίηση του οποίου δίνει ένα πρώτο νόημα στη λέξη ‘νίκη’».
     Τέλος, και σημαντικότερα, η ετυμολογική ανάλυση της λέξης émeute εξηγεί και την προνομιακή επιλογή της από τον Μπαντιού. Η σύγχρονη γαλλική λέξη ανάγεται στη μεσαιωνική esmuette (που σημαίνει «θυμική αναστάτωση» αλλά και «κίνηση», «έκρηξη πολέμου»), η οποία παραπέμπει ετυμολογικά στο μεσαιωνικό ρήμα esmouvoir και, καταληκτικά, στο λατινικό emovere που σημαίνει «θέτω σε κίνηση», «κινητοποιώ» (σύγχρονο γαλλικό émouvoir = κινητοποιώ, ταράσσω, κλονίζω). Εν ολίγοις, οι ταραχές είναι κινηματικές, αφυπνίζουν την ιστορία προοιωνιζόμενες αυτό που επαγγέλλεται ο Μπαντιού, τον «κινηματικό κομμουνισμό», «communisme de mouvement» (αυτ., σσ. 86, 158, 159, 161). Δυστυχώς, στάθηκε αδύνατον να μεταφράσω την émeute με μια ελληνική λέξη όπου θα δηλωνόταν ρητά, δηλαδή ετυμολογικά, η «κίνηση». (Αλλά και στη λέξη εξέγερση το ίδιο συμβαίνει.) Αναπόφευκτη συνέπεια της πύρρειας νίκης τής κατά γράμμα μετάφρασης...

Ο Βαγγέλης Μπιτσώρης είναι συγγραφέας, μεταφραστής άνευ επιτηδεύματος

[1] Alain Badiou, La relation énigmatique entre philosophie et politique, Germina, Παρίσι 2011, σσ. 83-84.

Δεν υπάρχουν σχόλια: