ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΤΣΟΥΠΡΟΥ
Σ. ΓΚΙΚΑΣ, Ανέκδοτα των αρχαίων Ελλήνων. Το αρχαίο ελληνικό πνεύμα στην πιο διασκεδαστική εκδοχή του, Σαββάλας, 2011
«Ο φιλόσοφος Αντισθένης συμβούλευε τους Αθηναίους να ανακηρύξουν διά ψηφοφορίας τα γαϊδούρια σε άλογα. Και όταν του είπαν ότι κάτι τέτοιο είναι έξω από κάθε λογική, ο Αντισθένης παρατήρησε: Μήπως και στρατηγούς δεν αναδεικνύετε άντρες απλώς με την ψήφο σας, χωρίς να έχουν πάρει καμιά απολύτως εκπαίδευση;»
Ο Πρόλογος και το κείμενο του οπισθόφυλλου της συγκεκριμένης έκδοσης μας ενημερώνουν τόσο για τις πηγές όσο και για τον στόχο της. Ως προς τις πρώτες, πληροφορούμαστε ότι: «Τα αρχαία ελληνικά ανέκδοτα δεν είναι συγκεντρωμένα σε ένα συγκεκριμένο αρχαίο κείμενο. Θα τα βρούμε διασκορπισμένα σε έργα του Πλουτάρχου, στις βιογραφίες του Διογένη του Λαέρτιου, στο Ανθολόγιο του Στοβαίου, στα αστεία του Ιεροκλή κ.λπ. Τα περισσότερα προέρχονται από τον 4ο αιώνα π.Χ. Τότε πλάστηκε η λέξη ‘σπουδαιογέλοιον’ που σήμαινε την ανακάλυψη της αστείας πλευράς ακόμα και των πιο σοβαρών γεγονότων της ζωής».
Όσο, δε, για το σκεπτικό και τον στόχο της έκδοσης, διαβάζουμε τα εξής: «Διακρίνουμε στα ανέκδοτα αυτά την ευφυΐα (που μερικές φορές μεταβάλλεται σε σοφιστική), τη χιουμοριστική αντιμετώπιση των καταστάσεων, τη νοοτροπία και τις ιδέες των αρχαίων Ελλήνων […] Διαβάζοντας αρχαιοελληνικά ανέκδοτα πετυχαίνουμε μια εύκολη και ευχάριστη επαφή με τις ιδέες και τον τρόπο σκέψης και δράσης των αρχαίων Ελλήνων. Από τα αρχαία ελληνικά ανέκδοτα (που δίνουμε εδώ σε ελεύθερη μετάφραση) κάναμε μια επιλογή. Το επιλεκτικό μας κριτήριο δεν απέκλεισε ανέκδοτα με έντονα ρεαλιστικό περιεχόμενο. Μας ενδιαφέρει να δώσουμε μια πραγματική και όχι εξιδανικευτική εικόνα για τους Αρχαίους».
Τα «Ανέκδοτα» συγκροτούν το πρώτο και μεγαλύτερο από τα δύο Μέρη τού βιβλίου, ενώ το δεύτερο τιτλοφορείται «Ευφυολογήματα». Η έκδοση συμπληρώνεται με έναν εκτενή και χρήσιμο «Πίνακα Ονομάτων και Πραγμάτων», ο οποίος εντάσσει τα παρατιθέμενα «ανέκδοτα» και «ευφυολογήματα» στον πολιτιστικό χώρο και στο ανθρώπινο τοπίο της συγκεκριμένης περιόδου, ολοκληρώνοντας, κατά το δυνατόν, την εικόνα για τον αναγνώστη.
Τα Ευφυολογήματα (στο Δεύτερο Μέρος) παρατίθενται υπογεγραμμένα από τις διασημότητες της ελληνικής αρχαιότητας, ορισμένες από τις οποίες συνιστούν ταυτόχρονα θεμέλιους λίθους τού παγκόσμιου φιλοσοφικού στερεώματος, ενώ τα Ανέκδοτα παρατίθενται, βέβαια, ανωνύμως, έχοντας, ωστόσο, συχνά ως πρωταγωνιστές άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο γνωστά ιστορικά πρόσωπα. Ανάμεσα σε όσους πρωταγωνιστούν, λοιπόν, βρίσκονται, αρκετές φορές, ο Σωκράτης, οι τύραννοι των Συρακουσών Διονύσιος Α′ και Διονύσιος Β′, ο Διογένης (αναμενόμενο ίσως), αλλά και ο Θεόδωρος ο Άθεος· αυτός ο τελευταίος, πάντως, θα πρέπει να είναι για τους νεότερους, αν όχι και για τους μεγαλύτερους στην ηλικία αναγνώστες, μάλλον άγνωστος. Όμως, ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο του Παναγιώτη Σουλτάνη στο περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη του περασμένου Σεπτεμβρίου φροντίζει να μας διαφωτίσει σχετικά.
Και πρώτα πρώτα για την αθεΐα στην αρχαιότητα: «Στην αρχαιότητα ο όρος άθεος είχε στην πραγματικότητα δύο έννοιες. Κατ’ αρχάς σήμαινε ‘ασεβής’ και δήλωνε εκείνους που δεν επιδεικνύουν σεβασμό στην επίσημη θρησκεία ή που επιδιώκουν να εισαγάγουν σε αυτήν νεωτερισμούς. Ο όρος είχε όμως και τη σύγχρονη έννοια, δήλωνε δηλαδή εκείνον που δεν δέχεται την ύπαρξη των θεών. Συνώνυμο του όρου άθεος είναι η φράση θεοίς εχθρός. Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι τα ουσιαστικά αθεότης και αθεΐα χρησιμοποιούνται εναλλακτικά για να δηλώσουν α) τη στάση τού ασεβούς ανθρώπου που δεν πηγαίνει στα ιερά, που απορρίπτει τις τελετουργίες και αδιαφορεί για τους παραδοσιακούς θεούς, με άλλα λόγια επιδεικνύει ακραία ασέβεια· β) την ίδια στάση, αλλά απέναντι σε κάποια άλλη πίστη· και γ) το να μη πιστεύει κανείς στην ύπαρξη των θεών». «Ο αθεϊσμός δεν απέκτησε ποτέ χαρακτηριστικά οριοθετημένου και δημοφιλούς κινήματος· υπήρξε ήπιος, και κυρίως χρησιμοποιήθηκε ως μέσο δυσφήμισης αντιπάλων. Δεν έλειψαν όμως αυτοί που αμφισβήτησαν ή και απέρριψαν τους αρχαίους θεούς· στον μικρό κατάλογό τους συμπεριλαμβάνεται ο κυρηναϊκός φιλόσοφος Θεόδωρος ο Άθεος, που έγινε μάλιστα ιδρυτής τής θεοδωρείου αιρέσεως». Ο Σουλτάνης παραθέτει στο κείμενό του και την βασική αρχαία πηγή για τον Θεόδωρο τον Άθεο, δηλαδή, τον Διογένη τον Λαέρτιο, ο οποίος στους Βίους Φιλοσόφων στο Β′ βιβλίο γράφει, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «Εκείνοι πάλι που αποκλήθηκαν Θεοδώρειοι, πήραν την ονομασία τους από τον Θεόδωρο που ανέφερα πιο πάνω, και υιοθέτησαν τις διδασκαλίες του. Αυτός απέρριπτε εξ ολοκλήρου τις περί θεών δοξασίες. Βρήκα και ένα, όχι ευκαταφρόνητο, βιβλίο του που φέρει τον τίτλο Περί θεών. Απ’ αυτό λένε πήρε ο Επίκουρος τα περισσότερα από όσα είπε». Ο Θεόδωρος, ο οποίος μαζί με τον Διαγόρα τον Μήλιο θεωρούνταν οι κατεξοχήν άθεοι της αρχαιότητας, «σαν υπέρτατο καλό και κακό θεωρούσε τη χαρά και τη λύπη, που προέρχονται η μεν πρώτη από τη φρόνηση, και η δεύτερη από την αφροσύνη. Αγαθά θεωρούσε τη φρόνηση και τη δικαιοσύνη, κακά τα αντίθετα σε αυτές, και ενδιάμεσα την ηδονή και τον πόνο».
Ανέκδοτα για την ζωή και τις απόψεις τού Θεόδωρου του Άθεου παρατίθενται και στο άρθρο του περιοδικού Ιστορία Εικονογραφημένη, ενώ η ύπαρξή τους στην ανά χείρας έκδοση φωτίζει την αρχαιότητα και από μία διαφορετική, μάλλον ασυνήθιστη, οπτική γωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου