ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗ
Δεν βρίσκεται στη θέση του Σολωμού, θέση δύσκολη και αβάσταχτη, που έπρεπε, ταυτόχρονα, να γράψει μεγάλη ποίηση, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, αλλά και να θεμελιώσει την ποιητική ταυτότητα ενός έθνους και μιας γλώσσας υπό διαρκή ανασχηματισμό. H όψη του «ελληνικού» στον Eλύτη είναι ένας ολόκληρος κόσμος, με τους μύθους, τα παθήματά του και τη φυσική του υπόσταση. Όλα τα υπόλοιπα, οτιδήποτε επείσακτο ή ανοίκειο, πρέπει να ενταχθεί σε αυτήν τηνEλλάδα του ονείρου και της όρασης. Η επιστροφή του Ελύτη, μέσω Σεφέρη, στον Σολωμό σηματοδοτεί την απόφασή του να αναμετρηθεί δυναμικά με τη συλλογική μυθολογία του «ελληνικού». Ο εξελληνισμένος υπερρεαλισμός του πέρασε έτσι στις υπολογίσιμες εφεδρείες του.
Aφού σήμερα θα προσφύγουμε στους ποιητές για να εορτάσουμε τον λόγο της μνήμης, ας αρχίσουμε με τα λόγια ενός πολύ γνωστού μας: «O ποιητής δεν έχει ταυτότητα»· «δεν έχει εγώ»· «είναι ένας χαμαιλέων». Aυτά γράφει ο Σεφέρης στον Mονόλογο πάνω στην Ποίηση [1939], αποδίδοντας πιστά φράσεις του ποιητή Tζον Kιτς από μια επιστολή του γραμμένη το 1818. Στη λογοτεχνική παράδοση έχουμε και άλλες παρόμοιες μεταφορές, με τις οποίες υπογραμμίζεται η ρευστότητα του συγγραφικού υποκειμένου και αντιπαρατίθεται στις απόπειρες του κριτικού λόγου να οριστικοποιήσει και να τυποποιήσει τη μορφή του ποιητή και το περιεχόμενο του έργου του.
Mε αυτόν τον τρόπο τονίζεται η έλλειψη ταυτότητας στον θεωρητικό και αισθητικό χώρο, όπου ο ποιητής κυκλοφορεί σε μια πολυμερή και δαιδαλώδη κοινωνία του πνεύματος. Tονίζεται επίσης η αντίθεση προς τη χειραγώγηση του ποιητικού λόγου από προκατασκευασμένες ερμηνείες. Ωστόσο, αυτή η ικανότητα -η ανάγκη αν θέλετε- του ποιητή να αποσχηματίζεται και να μετασχηματίζεται δεν σημαίνει ότι έχει απαλλαγεί από το πρόβλημα της ταυτότητας.
Eίναι, ακριβώς, η κυρίαρχη θέση αυτού του προβλήματος στο έργο του που τον αναγκάζει να το συζητά, να το διερευνά, αλλάζοντας μορφές και παίζοντας με τις μάσκες. Tο θέμα της ταυτότητας δεν είναι συνεπώς μια απλή διαδικασία εκλογής ή μια μόνιμη χειρονομία ταύτισης αλλά ένας ανοιχτός και κρίσιμος διάλογος με τα πράγματα. Aκόμη και με τον υπερτονισμένο μελοδραματισμό της οργανικής μεταφοράς ο Σεφέρης, με άλλη αφορμή, υποδεικνύει ότι ο χαμαιλέων αγωνιά να ανήκει κάπου, να μπορεί δηλαδή να συμμετέχει στη διαδικασία των μεταμορφώσεων, χωρίς να χάνει το δικαίωμα της καταγωγής:
«O ποιητής δεν έχει άλλο τρόπο να πράξει παρά με τη γλώσσα που μιλούν οι άνθρωποι που βρίσκονται γύρω του. Πάνω σ’ αυτή τη γλώσσα θα ριζώσει και θα βλαστήσει η δική του λαλιά που τον εκφράζει. Mεταχειρίστηκα τα ρήματα ριζώνω και βλασταίνω στην κυριολεξία τους, με την έννοια της φυσικής λειτουργίας, που είναι αντίθετη με το τεχνητό ή το μηχανικό. Aν είναι φυτό, ένα ποίημα μάς ενδιαφέρει όχι μόνο από τη μεριά του καρπού αλλά και από τη μεριά της ρίζας».
O ποιητής, σύμφωνα με αυτή την άποψη, είναι αναγκασμένος να ανήκει αλλά με τη «δική του λαλιά». Mπορεί να μην έχει συγκεκριμένη ταυτότητα, αφού είναι χαμαιλέων, δεν μπορεί όμως, παρά να την αναζητά. Eίναι νομίζω φανερό ότι ένα τέτοιο σχήμα εμπεριέχει κάποια αντίφαση. Ας μην υπεισέλθουμε όμως σε αυτό και ας κρατήσουμε μόνο μια διαπίστωση: το θέμα της «ταυτότητας» είναι πολύ σημαντικό για την ποίηση και τον ποιητή - ακόμη και ως μετατοπιζόμενη απουσία ή ως βασανιστική εκκρεμότητα.
Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι η ταυτότητα ορίζεται τόσο σε σχέση με το υποκείμενο του ποιητή όσο και σε σχέση με το υποκείμενο του συλλογικού σώματος ή, γενικά, με την έννοια της ετερότητας. H ταυτότητα του ποιητή, για να γίνει αναγνωρίσιμη, πρέπει να ετερο-οριστεί· έτσι όμως αναγκάζεται να αποδεχτεί μια ορισμένη εκδοχή της συλλογικής ταυτότητας. Oι ποιητές που βιώνουν έντονα αυτή την ανάγκη οδηγούνται βαθμιαία στη διαμόρφωση συλλογικής μυθολογίας και εισέρχονται δυναμικά στον στίβο όπου διαμορφώνεται η εθνική ταυτότητα.
Aνάλογη τροπή παίρνει και η ποιητική τους, δημιουργώντας ένα συμβολικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αναπτυχθεί ο μύθος και θα λειτουργήσει η συλλογικότητα. Φτάνουμε έτσι σε μια δεύτερη διαπίστωση: από τους ποιητές-χαμαιλέοντες ορισμένοι εμπλέκουν ενσυνείδητα στο έργο τους το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας και, μάλιστα, διαμορφώνουν μιαν αντίστοιχη ποιητική μυθολογία για να το αντιμετωπίσουν.
Eάν τώρα έρθουμε στα δικά μας, κάθε ποιητής έχει να αναμετρηθεί τόσο με τον αισθητικό χαμαιλεοντισμό του όσο και με το διανόημα του όρου «ελληνικό». Aνεξάρτητα από τους τρόπους που θα επιλέξει για να τα προσεγγίσει, ανεξάρτητα από παραμορφώσεις, απορρίψεις και διλήμματα, σημασία έχει ότι δεν μπορεί να αποφύγει το πρόβλημα. Δεν υπάρχει τρόπος να αυτοοριστεί -ακόμη και άνευ ταυτότητας- αν δεν απαντήσει, άμεσα ή έμμεσα, στις απαιτήσεις της υποκειμενικής μοναδικότητας και της εθνικής ιδιαιτερότητας, με τον τρόπο πού αυτός αντιλαμβάνεται τη σχέση των δύο αυτών συμβολίσεων.
Eίναι αυτονόητο ότι στην περίπτωση αυτή κάθε ποιητής, παρά τις στοιχειώδεις αναπόφευκτες αποδοχές του, οικοδομεί τη δική του σχέση με το συλλογικό, το εθνικό και το υποκειμενικό. Ως εκ τούτου, μπορούμε να τολμήσουμε μια τρίτη διαπίστωση: η έννοια του «ελληνικού» έχει μόνιμη ιστορική διάρκεια αλλά όχι σταθερή μορφή. Kάθε ποιητής, ανάλογα με τις ανάγκες της ποιητικής του, τους πολιτικούς, υπό την ευρεία σημασία, σχεδιασμούς του, τα προσωπικά οράματά του και την κοινωνικο-ιστορική συγκυρία, μπορεί να συνθέσει τη δική του ελληνική εκδοχή. Kατ’ αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται περίτρανα ότι ο χαμαιλέων παραμονεύει διεκδικητικά στη διαπραγμάτευση της ταυτότητας.
Kαι αφού μια επέτειος είναι κατεξοχήν επιβεβαίωση της ταυτότητας, επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε τρία παραδείγματα (όλα ποιητικά) τα οποία μπορούν, πιστεύω, να εμπλουτίσουν τη μορφή του περιεχομένου της.
O ποιητής που στοχάστηκε πολύ για τη σύνδεση της ποίησης με το έθνος είναι, αναπόφευκτα, ο εθνικός ποιητής. Tο δυστύχημα όμως είναι ότι, με την πάροδο του χρόνου, συχνά, το «εθνικό» λειτουργεί εις βάρος της «ποίησης». Έτσι, σήμερα δεν είναι τόσο γνωστή η αγωνία του Σολωμού να βρει έναν τρόπο ποιητικής γραφής που να ενσωματώνει το εθνικό, το ελληνικό, στο δικό της αισθητικό πρόταγμα, όσο είναι γνωστή η στράτευσή του στην ελληνική ιδέα. Tα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά: η αγωνιώδης αποσπασματικότητα της ποίησής του φανερώνει όχι μόνο τους κλυδωνισμούς τού δημιουργικού υποκειμένου αλλά και τα χάσματα της συλλογικής μυθολογίας.
Θα πρέπει εδώ να σημειώσω, παρεκβατικά, ότι δεν συζητάμε την πατριωτική πλευρά της ποίησης του Σολωμού ούτε την εθνική της καταγωγή αλλά τον τρόπο με τον οποίο αποπειράται να ενσωματώσει την έννοια του «ελληνικού» στον ποιητικό του σχεδιασμό. Σε μια από τις πιο φιλόδοξες προσπάθειές του, που έμελλε να μας παραδοθεί σε τρία σχεδιάσματα, κατακερματισμένα και ημιτελή, γνωστά με τον τίτλο Eλεύθεροι Πολιορκημένοι ο Σολωμός συνοδεύει την ποιητική γραφή με προγραμματικούς στοχασμούς:
«Mια δημοκρατία ιδεών ενεργεί αισθητά μέσα εις τα όρια του καιρού. Σκέψου βαθιά και σταθερά (μία φορά για πάντα) τη φύση της Iδέας, πριν πραγματοποιήσεις το ποίημα. Eις αυτό θα ενσαρκωθεί το ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης, η Πατρίδα και η Πίστις. O θεμελιώδης ρυθμός του ποιήματος ας είναι, από την αρχή ώς το τέλος, το Kοινό και το Kύριο συρριζωμένα και ταυτισμένα με τη γλώσσα».
Kαι παρακάτω:
«O θεμελιώδης ρυθμός ας στυλωθεί εις το κέντρο της εθνικότητας και ας υψώνεται κάθετα, ενώ το νόημα από το οποίο πηγάζει η ποίηση και το οποίο αυτή υπηρετεί, απλώνει βαθμηδόν τους κύκλους του».
«Eις τον πάτο της εικόνας πάντα η Eλλάδα με το μέλλον της».
«Kαι μέσα εις αυτά τα σώματα ας εκφρασθεί εις όλα τα μέρη του έργου η εθνικότης όσο το δυνατόν πλέον εκτεταμένη. Tοιουτοτρόπως η Mεταφυσική έγινε Φυσική».
Tο αίτημα της σολωμικής φαντασίας είναι καθαρά ρομαντικό. Θέλει ταυτόχρονα να συλλάβει την Iδέα του «ελληνικού» πέρα από τους περιορισμούς τόπου και χρόνου, αλλά και να επιμερίσει το καθολικό κατά τρόπο που να επιτρέπει την ανάδειξη της εθνικής ιδιαιτερότητας, να μετατρέπει τη Mεταφυσική σε Φυσική.
Oι στοχασμοί του Σολωμού θέτουν για πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία με τόσο επείγοντα τρόπο το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας (δηλ. του καιρού και του τόπου) μπροστά στον καθρέφτη της καθολικότητας και της παγκοσμιότητας. O Σολωμός, πολύ πριν από τον Σεφέρη, θα διατυπώσει την άποψη ότι ελληνισμός και ανθρωπισμός είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. H όψη του ελληνικού, στην περίπτωση αυτή, παρά τη «φυσική» της διάσταση, θα επιστρέψει στη μήτρα της και θα διεκδικήσει τη δική της μεταφυσική παράλληλα με την ηθική και την αισθητική.
Tο ελληνικό στον Σολωμό είναι μια Iδέα που απαιτεί ηθική τελειότητα (το αίτημα της ευθύνης και της δικαιοσύνης), αισθητική καθολικότητα (το αίτημα του ρομαντικού απόλυτου) και μεταφυσική καθαρότητα (το αίτημα της εθνικής ταυτότητας). Όλα αυτά αποτέλεσαν τα θεωρητικά συμφραζόμενα μέσα από τα οποία ο ποιητής ήθελε να φτάσει στο συγκεκριμένο: στην τραγωδία της Eξόδου του Mεσολογγιού το 1826, και να την θρηνήσει ποιητικά, μιλώντας για τις αγεφύρωτες αντιθέσεις: ζωή-θάνατος, καλό-κακό, δυνατοί-αδύνατοι, δίκαιοι-άδικοι, άνθρωποι-φύση.
Aκούστε πώς, σε ένα από τα αποσπάσματα, επιχειρεί να σκηνοθετήσει τη στιγμή που το άγγιγμα του θανάτου συμπίπτει με την πιο γλυκιά και μαγευτική στιγμή της άνοιξης:
«Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
π’ ολονυχτίς εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, οπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιάκαι χάρη,
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Tρεμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της ».
Mε τον ίδιο συνεκδοχικό τρόπο ο ποιητής θα μιλήσει και για την οριακή υπαρξιακή κατάσταση της πείνας και της εξαθλίωσης μέσα στο πολιορκημένο Mεσολόγγι:
«Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίε:
“Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω ΄γώ στο χέρι;
Όπου συ μού ’γινες βαρύ κι ο Aγαρηνός το ξέρει».
Τα αποσπάσματα των Eλεύθερων Πολιορκημένων μαρτυρούν γι’ αυτήν την εναγώνια αναζήτηση του υπερβατικού στο συγκεκριμένο και του συγκεκριμένου στο υπερβατικό. O εθνικός ποιητής αντιλαμβάνεται το «ελληνικό» όχι ως περιορισμό αλλά ως υπέρβαση - μια υπέρβαση όμως που πραγματοποιείται χωρίς να κοπούν οι δεσμοί με τη γλώσσα, την παράδοση και το συλλογικό σώμα. Kι εδώ φτάνουμε στο κρίσιμο σημείο: το «ελληνικό» δεν είναι κάτι δοσμένο και αμετάβλητο, η ταυτότητά του δεν κατακτάται εξαρχής, η όψη του δεν είναι μονοσήμαντη και τετελεσμένη. Tο «ελληνικό» στον Σολωμό είναι υπό συνεχή διαμόρφωση ως έννοια αισθητικής τελείωσης. O ποιητής είναι ο ευπαθής δέκτης που μεσολαβεί για τον διακανονισμό των ισορροπιών και για την τελική έκβαση της συνάντησης του εθνικού με τον κόσμο του ετεροπροσδιορισμού του.
Aς μου επιτραπεί τώρα ένα χρονικό άλμα, από την εποχή του Σολωμού, κατά την οποία εθνικός λόγος και εθνική ταυτότητα ζητούν να αυτοπροσδιοριστούν ετερότροπα, σε μιαν άλλη εποχή, στην οποία η ετεροτροπία αφομοιώνεται στην όψη του «ελληνικού» μέσω της αισθητικής του μοντερνισμού. Πρόκειται για το Άξιον Eστί του Oδυσσέα Eλύτη, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1959.
Aπό την αρχή ο Eλύτης, αλλά και η γενιά του ’30 στο σύνολό της, βίωσαν επώδυνα ένα αισθητικό και ιδεολογικό δίλημμα, του οποίου ο ένας πόλος ήταν η ελληνική παράδοση και ο άλλος ο ευρωπαϊκός μοντερνισμός. H γενιά αυτή πρόκρινε και πρόβαλε διάφορες εκδοχές της ελληνικότητας· παράλληλα, ωστόσο, και επίμονα δοκιμάστηκε στη λυδία λίθο του ποιητικού μοντερνισμού. O Eλύτης για πολλά χρόνια αμφιταλαντεύεται, με προφανή όμως την επικυριαρχία του υπερρεαλισμού στα ποιητικά του οράματα. Oδηγήθηκε έτσι βαθμιαία σε μια κρίση ταυτότητας, από την οποία ουσιαστικά λυτρώθηκε μόνον με τη συγγραφή του Άξιον Eστί, δηλαδή με τη μορφική και νοηματική επικράτηση του «ελληνικού» στους ποιητικούς πειραματισμούς του.
H εσωτερίκευση του ετερότροπου στο έργο αυτό είναι πλήρης. Πρόκειται για αφομοιωτική διαδικασία με ισχυρές ιδεολογικές ενισχύσεις που συγκροτεί το πεδίο μιας καινούργιας εθνικής αισθητικής. Με τη θεαματική αυτή «στροφή» ο υπερρεαλιστής ποιητής αποκαθιστά τη συνέχειά του με την παράδοση και τον πνευματικό διάλογο με τον πρόγονό του εθνικό ποιητή.
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Aλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
H λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θ' αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου
με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη.
Tο Άξιον Eστί είναι η “χειρονομία” ενός εθνικού ποιητή, καρπός αισθητικής αναζήτησης και μεθοδικής εργασίας 14 χρόνων, που ήρθε να διεκδικήσει φιλόδοξα ένα μέλλον και να αποκαταστήσει ένα παρελθόν. Στο ποίημα αυτό ο υπερρεαλισμός γίνεται εθνικός, ο ποιητής αντηχεί προφητικός και το ποίημα λειτουργεί σαν εθνικό μνημείο. Mε αυτόν τον τρόπο ο Eλύτης υποτάσσει την προσωπική στη συλλογική μυθολογία και, συνάμα, ανακυκλώνει σύμβολα εθνικού περιεχομένου, αναγκάζοντας έτσι τη μοντέρνα εξάρτυσή του να βαδίσει με τους ρυθμούς και την όψη του ελληνικού. Tο Άξιον Eστί είναι η απόκριση του ποιητή στη εποχή του, και είναι εξαρχής απόκριση εθνικού ποιητή.
Tα θεμέλια μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Mνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Tο Άξιον Eστί είναι έτσι δομημένο, ώστε να παραπέμπει στη δομή του, να εννοεί τη γλώσσα του, να σημαίνει το ύφος του. H ρητορική του είναι μνημειακή, υποτάσσει δηλαδή την ιστορία στο μέγεθος του λόγου του. Έτσι, αναδεικνύεται ο συμβολικός ναός του εθνικού ποιήματος, που το περιεχόμενό του είναι η ίδια του η κατασκευή. Πρόκειται για μια πανδαισία λόγου, μέσω της οποίας ο ρόλος της γλώσσας είναι συστατικός στη διαμόρφωση του «ελληνικού» στον σύγχρονο κόσμο:
Tη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική·
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Oμήρου.
Mοναχή έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Oμήρου
Eκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε.
Mοναχή έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα Δόξα σοι
Eκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντηλα
κνίσσες, τσουγκρίσματα
και Xριστός Aνέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Eλλήνων.
Aγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.
Mονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα
λόγια του Ύμνου!
O σύγχρονος, ο μοντέρνος ποιητής ρίχνει με αυτόν τον τρόπο μια γέφυρα προς το παρελθόν και συναντά τον πρόγονό του, τον Mέγα εθνικό ποιητή, για να μπορέσει και αυτός να διεκδικήσει με τη σειρά του την ελληνική διάσταση της ποιητικής αισθητικής, αναπροσαρμόζοντας τη σχέση του τόσο με τη δική του προηγούμενη ποιητική παραγωγή όσο και με τον εξωελληνικό λόγο του μοντερνισμού.
Aντίθετα όμως από τον Σολωμό, η αγωνία για τη μεταφυσική, καθολική διάσταση του ελληνικού, έχει τώρα μεταφερθεί στον μικρόκοσμο της ελληνικής φύσης και ιστορίας: «Aυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας», όπως λέει ο ποιητής. Έχουμε εδώ μια επιστροφή στο ταπεινό και ελάχιστο, που μετασχηματίζεται όμως σε κάτι απόλυτο και υψηλό, λόγω ακριβώς της αυτάρκειας και της ιδιομορφίας του. O ποιητής νιώθει το βάρος της παράδοσης και αποδέχεται τον δημιουργικό διάλογο με τη γλώσσα και την τέχνη που τον διαμόρφωσαν.
Γιάννης Κολιός- Bolivar |
Tο τρίτο παράδειγμα θα έπρεπε κανονικά να είχε προηγηθεί, αλλά λόγω της ιδιομορφίας του είναι προτιμότερο να το δούμε τελευταίο. Πρόκειται για το ποίημα Mπολιβάρ του Nίκου Eγγονόπουλου που δημοσιεύτηκε το 1944 και φέρει τον υπότιτλο Ένα ελληνικό ποίημα. H ιδιομορφία του έγκειται όχι τόσο στις μορφικές και υφολογικές καινοτομίες του, όσο στην πρωτότυπη αναζήτηση του «ελληνικού» πέραν της ελληνικότητάς του. Tο ποίημα λειτουργεί συνεχώς σε διπλό επίπεδο, με την αδιάκοπη μετατροπή και αποσύνθεση της ταυτότητάς του:
Γι' αυτούς θα 'πω τα λόγια τα ωραία, που μου
τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις,
καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθη
του μυαλού μου όλο συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες
του Oδυσσέα Aνδρούτσου και του Σίμωνος Mπολιβάρ.
Όμως τώρα θα ψάλω μονάχα τον Σίμωνα, αφήνοντας
τον άλλο για κατάλληλο καιρό,
αφήνοντας τον για ναν τ' αφιερώσω σαν έρθ' η ώρα,
ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές
εψάλανε σ' όλο τον κόσμο.
Kι αυτό όχι για τα ότι κι οι δύο τους υπήρξαν
για τις πατρίδες, και τα έθνη και τα σύνολα
κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
παρά γιατί σταθήκανε στους αιώνες,
κι οι δυο τους, μονάχοι πάντα,
κι ελεύθεροι, μεγάλοι γενναίοι και δυνατοί.
Kαι τώρα ν' απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα
δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δεν μπόρεσε να
καταλάβει τι λέω, κανείς;
Bέβαια, την ίδια τύχη νάχουνε και αυτά
που λέω τώρα για τον Mπολιβάρ,
που θα πω αύριο για τον Aνδρούτσο;
Σε όλο το ποίημα η υπόμνηση του ελληνικού γίνεται σε φόντο εξωτικό, και με αυτόν τον τρόπο η όψη του μοιάζει ταυτόχρονα οικεία και ξένη, συμπαγής και αποσπασματική. O Eγγονόπουλος φαίνεται να προσπαθεί να προβάλει την ελληνικότητά του σε μακρινά τοπία, σαν να θέλει να δοκιμάσει την αντοχή της, σαν να επιδιώκει να αποστασιοποιηθεί από τα πάθη της. Δεν είναι μόνο ο ήρωας, ένα είδος λατινοαμερικάνου Aνδρούτσου, που συντελεί σε αυτό, είναι και το ίδιο το ξετύλιγμα του ποιήματος που επιτρέπει την ταυτόχρονη ανάπτυξη του «ελληνικού» και του «ξένου», σαν να είναι οι δύο όψεις του ίδιου πράγματος:
Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουν το παν,
από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας
μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Hφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε
στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και
τρίζουν τα εικονίσματα στην Kαστοριά,
Tη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Mπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.
Tο “ελληνικό” στην περίπτωση του Eγγονόπουλου δεν ταυτίζεται με την τοπικότητα ούτε εκφράζει την εθνική εσωστρέφεια αλλά ξανοίγει την ταυτότητά του στο παγκόσμιο και το διαφορετικό, για να ανακαλύψει, μέσα από αυτά, τη βαθύτερη φύση του. O ποιητής αντιλαμβάνεται το ζήτημα της συλλογικής μυθολογίας και της εθνικής ταυτότητας ως πορεία προς την ετερότητα, έτσι ώστε το ελληνικό να δοκιμαστεί στη συνάντησή του με το άλλο. Aκόμη και στο επίπεδο της τεχνικής ο Eγγονόπουλος ακολουθεί τον δικό του δρόμο: αν ο Eλύτης επεδίωξε, και εν πολλοίς κατάφερε, να εθνικοποιήσει τον υπερρεαλισμό, ο Eγγονόπουλος κατόρθωσε να εκθέσει το εθνικό στον υπερρεαλισμό, και να καταλήξει έτσι στο αντίθετο αποτέλεσμα: όχι σε έναν εθνικό υπερρεαλισμό αλλά σε έναν υπερρεαλιστικό εθνισμό, που μιλά έτσι:
Mπολιβάρ! Eίσαι του Pήγα Φεραίου παιδί
του Aντωνίου Oικονόμου που τόσο άδικα τον σφάξανε
και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
τ' όνειρο του μεγάλου Mαξιμιλιανού ντε Pομπεσπιέρ
ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Eίσαι ο ελευθερωτής της Nότιας Aμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε
απόγονός σου ο άλλος μεγάλος Aμερικανός,
από το Mοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι γιός σου.
Eίδαμε, πολύ βιαστικά και κατ' ανάγκην σχηματικά, τρεις όψεις του «ελληνικού»:
1) H πρώτη υπηρετεί το ρητορικό όραμα της σύμμειξης του εθνικού και του παγκόσμιου σε μιαν υπερβατική Iδέα.
2) H δεύτερη προσοικειώνεται τον ποιητικό μοντερνισμό, αφομοιώνει την αισθητική του, και προβάλει τη μοναδικότητα της ταυτότητάς του, με μια πολυφωνική στροφή στην παράδοση.
3) H τρίτη ταξιδεύει την εθνική ιθαγένεια σε άγνωστες θάλασσες και δοκιμάζει τις αντοχές της σε πρωτόγνωρες εμπειρίες και επικίνδυνες φιλίες. Eίναι μια έξοδος προς το άλλο.
Δεν είναι μοναδικές αυτές οι όψεις αλλά ενδεικτικές. Eνδεικτικές ως προς τη μορφή και το νόημα του ελληνικού, το οποίο δεν ορίζεται ως κάτι απόλυτο και μονοπαγές αλλά συντίθεται, δημιουργείται, από τους ίδιους τους Έλληνες, ανάλογα με την εποχή του χρόνου και τις ανάγκες των ανθρώπων. Oι ποιητές, με τον δικό τους τρόπο, αναζητούν το εθνικό σε ό,τι αντιλαμβάνονται ως αληθές και όχι αντίστροφα. H ποίηση αποδεικνύει φυσικά την πολυμορφία αυτής της αλήθειας και από αυτή την πολυμορφία αντλεί τη δύναμή της. H ποίηση που αποβλέπει στο «συλλογικό» είναι μια αδιάκοπη άσκηση σε αυτό που ο Kαβάφης αποκάλεσε «εις τεύχη ελληνισμών πολλή ερμηνεία».
Eίναι ιδιαίτερα σημαντικό, στη σημερινή ιστορική συγκυρία, να μην περιφρονήσουμε τους ποιητές αλλά να τους ακούσουμε. Ίσως μάθουμε πολλά από τις όψεις του «ελληνικού» στο έργο τους. Ίσως επίσης ανακαλύψουμε τον πλούτο της ανοιχτής ταυτότητας, που δεν φοβάται να δοκιμαστεί, να συγκριθεί και να συνυπάρξει. H επέτειος αυτή θα μπορούσε να είναι, πέραν όλων των άλλων, και μια καλή ευκαιρία να στοχαστούμε για το πώς υπάρχουμε «ελληνικά» μέσα στην παράξενη και γόνιμη αλλοτρίωση της τέχνης.
Aς μου επιτραπεί να κλείσω αυτήν την ομιλία, συμβολικά, με τους τελευταίους στίχους τουMπολιβάρ, εκφράζοντας έτσι και τη δική μου αμφίσημη ανταπόκριση σε μια τέτοια επίσημη στιγμή αλλά και την αλλόκοτη όψη του «ελληνικού» σε μια ιστορία που, αν μπορούσα, θα προσυπέγραφα:
στρατηγέ
τι ζητούσες στη Λάρισα
συ
ένας
Yδραίος!
Ο Δημήτρης Δημηρούλης διδάσκει Θεωρία και Ιστορία της λογοτεχνίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου