Προσλήψεις της Ελληνικής Επανάστασης από το ΕΑΜ
ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΤΖΟΥΚΑ
Είναι αναμφισβήτητο ότι η συγκρότηση του αντιστασιακού κινήματος της περιόδου 1941-44 συνιστά μια ανεπανάληπτη κοινωνική εμπειρία, που άφησε σημαντικές παρακαταθήκες στις επόμενες γενιές. Η ίδρυση και ανάπτυξη του ΕΑΜ, της σημαντικότερης μαζικής οργάνωσης της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, έχει έκτοτε απασχολήσει τους ερευνητές ποικιλοτρόπως. Στο σημείωμα αυτό θα επιχειρηθεί η συνοπτική επισκόπηση του τρόπου με τον οποίο επιχειρήθηκε η σύνδεση της εαμικής Αντίστασης με την Επανάσταση του 1821, το άλλο μεγάλο «ιστορικό προηγούμενο».
Η ίδρυση του ΕΑΜ, το Σεπτέμβριο του 1941, αποτελούσε γεγονός καταλυτικής σημασίας για την ανάπτυξη ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος που όμως εκ των πραγμάτων έθετε ταυτόχρονα και το ζήτημα της άρνησης της προπολεμικής πολιτικής τάξης πραγμάτων. Η αρχική αμηχανία του κινήματος σε επίπεδο συμβολικής παρουσίας του στο δημόσιο χώρο φανερώνεται από το γεγονός ότι ένα από τα πρώτα συνθήματα που χρησιμοποιήθηκαν το 1941 (κατά την πρώτη επέτειο της 28ης Οκτωβρίου) ήταν και το ΕΑΜ-Τσαρούχι. Με την πάροδο όμως του χρόνου και την εξάπλωση του εαμικού κινήματος σε εκτεταμένες περιοχές της χώρας, η παρουσία συνθημάτων και προκηρύξεων που καλούσαν ανοικτά σε συστράτευση στο νέο απελευθερωτικό μέτωπο πολλαπλασιάσθηκε. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή διαδραμάτισε το εμβληματικό κείμενο του Δημήτρη Γληνού Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ, που κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1942 και έγινε γνωστό σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Σταδιακά, και ενώ το βάρος μετατοπιζόταν στον ένοπλο αντάρτικο αγώνα, οι απόπειρες σύνδεσης της τότε συγκυρίας με την Επανάσταση του 1821 άρχισαν να γίνονται πιο ευδιάκριτες. Η διαδικασία αυτή εξελισσόταν ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα: σε εκείνο της συμβολικής επένδυσης της νέας κατάστασης με σαφείς αναφορές στις κυρίαρχες ιστοριογραφικές προσλήψεις της τότε Αριστεράς για το «Μεγάλο ξεσηκωμό» του ‘21 και σε αυτό της πραγματικής απήχησης που είχε η εν εξελίξει απόπειρα δημιουργίας αντάρτικου στρατού στα αγροτοποιμενικά στρώματα που παρέμεναν μακριά από τις διαδικασίες αστικού εκσυγχρονισμού.[1] Δεν επρόκειτο για μια απλή διαδικασία, καθώς η ίδια η αντιμετώπιση του 1821 από τα λόγια περιβάλλοντα της Αριστεράς είχε ήδη γνωρίσει αρκετές περιπέτειες στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Τελικά όμως η ανάγκη αναζήτησης προτύπων στο παρελθόν οδήγησε στην υιοθέτηση της ταύτισης έθνους και λαού, και στον εξοβελισμό των πολιτικών αντιπάλων στη σφαίρα των συνεχιστών μιας Αντίδρασης που διαχρονικά και σε συνεργασία με τις ξένες δυνάμεις παρεμποδίζει την εκπλήρωση των λαϊκών οραμάτων.[2] Σε αυτό το πλαίσιο οι συνειρμοί θα ήταν ευδιάκριτοι, σαφείς και κατανοητοί από το κοινωνικό ακροατήριο που επρόκειτο σύντομα να στελεχώσει το αντιστασιακό κίνημα. Ο πρώτος που αντιλήφθηκε τη νέα πραγματικότητα ήταν βέβαια ο αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ, ο Άρης Βελουχιώτης.
Από τα τέλη του 1942, μια νέα πραγματικότητα, αυτή της Αντίστασης, άρχισε να επιβάλλει τη δυναμική της σε εκτεταμένες περιοχές της ορεινής Ελλάδας. Το αντάρτικο χαρακτηρίσθηκε, μέσω της συνολικής κινητοποίησης της αγροτικής κοινωνίας, από τη μεγάλη συμμετοχή του πληθυσμού στη συγκρότηση πολιτικών επιτροπών και ενόπλων τμημάτων. Στις περισσότερες ορεινές περιοχές, η ενεργοποίηση των αντιστασιακών ομάδων έγινε από το «κέντρο», στηρίχθηκε όμως στις ευρύτερες διαθεσιμότητες, που καθιστούσαν δυνατή την επιβίωση του αντάρτικου.
Η Αντίσταση λοιπόν προέκυπτε από το συνδυασμό μιας παραδοσιακού τύπου «παράδοσης ανταρσίας» και ενός νεωτερικού πνεύματος ριζικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας, που εκπροσωπούσε κυρίως το ΕΑΜ. Η αναφορά της εξέγερσης ενάντια στα κατοχικά στρατεύματα και στο «κράτος της Αθήνας» ανακαλούσε αξίες του έθνους-κράτους, γίνονταν όμως αντιληπτή από τα αγροτοποιμενικά στρώματα με έναν ιδιαίτερο τρόπο, που ήταν πιο κοντά στη βίωση του αντάρτικου ως συνέχειας της Μεγάλης Επανάστασης, το «νέο ‘21» όπως λεγόταν χαρακτηριστικά. Ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας αποδίδει με τον ιδιαίτερο τρόπο του το «πνεύμα των καιρών», περιγράφοντας την ομιλία ενός στελέχους του ΕΛΑΣ Άρτας:
«Ολούθε ξεπρόβαλαν αντάρτες. Τα γενναία Ελληνόπουλα, οι απόγονοι του Εικοσιένα, βγήκαν πάλι στο κλαρί. Νέα κλεφτουριά σχηματίζεται, αλλά με καινούργιες βάσεις, με οργάνωση και πειθαρχία. Από τα βουνά του Ραντοβιζιού ως πέρα στ’ Άγραφα και στη Γκιώνα κι ακόμα μακρύτερα, δημιουργείται ο καινούριος στρατός μας, όλο από εθελοντές. Άναψε πάλι το ντουφέκι, ξαναζεί το κλεφτικό των προγόνων μας. Ο Άρης στον Παρνασσό, ο Ερμής στο Καρπενήσι…».[3]
Τα παραδείγματα λοιπόν αφθονούν. Αρκεί να αναφέρει κανείς τις ενέργειες, τις πρακτικές και το λόγο του πρωτοκαπετάνιου Άρη Βελουχιώτη, τα ψευδώνυμα πολλών αγωνιστών, την προσφυγή στους όρους «Νέα Φιλική Εταιρεία» και «Νέα Κλεφτουριά», ακόμη και τη συμμετοχή κληρικών (όπως του παπα-Ανυπόμονου) στο αντάρτικο. Από κάθε άποψη δεσπόζει η χρησιμοποίηση του όρου «καπετάνιος» στο οργανωτικό σχήμα του ΕΛΑΣ, αλλά και η υποδοχή του όρου αυτού από τα αγροτοποιμενικά στρώματα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην περιοχή της Άρτας συγκροτήθηκαν το 1944 τα ελασίτικα τμήματα των «Καραϊσκάκηδων» και των «Σκουφάδων», ενώ από τις συνεδριάσεις και τους εορτασμούς της ΠΕΕΑ δεν έλειπαν τα σύμβολα και οι παραπομπές στον «παλλαϊκό ξεσηκωμό» του ‘21. Τέλος, ουδείς μπορεί να παραβλέψει τη σημασία του συνθήματος «φωτιά και τσεκούρι», καθώς σταδιακά οι συγκρούσεις με τα Τάγματα Ασφαλείας πολλαπλασιάζονταν.
Την ίδια περίοδο σε όψεις του λαϊκού πολιτισμού, όπως αυτός εκφραζόταν π.χ. από το αντάρτικο τραγούδι, ανευρίσκονται απόπειρες σαφούς ταύτισης με το προηγούμενο παράδειγμα. Αν και η σχέση των τραγουδιών αυτών με τη δημοτική παράδοση είναι πιο σύνθετη από ό,τι θα περίμενε κανείς, στην πραγματικότητα δύσκολα θα μπορούσε να αμφισβητηθεί η αξία της παραγωγής και διάχυσης αυτού του λόγου στα ευρύτερα αγροτικά στρώματα που υπήρξαν η βάση του αντάρτικου.[4]
Το τέλος της Κατοχής έβρισκε τη χώρα καθημαγμένη και διχασμένη. Η περίοδος της Αντίστασης είχε μετασχηματίσει ριζικά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και παλαιές διαιρέσεις είχαν δώσει τη θέση τους σε νέες, χωρίς όμως να δίνεται απάντηση στο κεντρικό θέμα της κεφαλαιοποίησης της εαμικής κοσμογονίας σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής σκηνής. Στο λόγο που εκφώνησε στην απελευθερωμένη Λαμία ο Άρης Βελουχιώτης οι αναφορές στο ηρωικό παρελθόν και στην Επανάσταση του ‘21 παρέπεμπαν ευθέως σε μια επανερμηνεία της πρόσφατα βιωμένης εμπειρίας, απηχώντας, μεταξύ άλλων, και τον τρόπο θέασης του επαναστατικού παρελθόντος από το εαμικό περιβάλλον.[5]
Οι μετέπειτα εξελίξεις και ο πολυαίμακτος Εμφύλιος δεν ευνοούσαν εκ νέου αναφορές στο ένδοξο παρελθόν. Η νέα σύγκρουση θα διεξαγόταν με εντελώς διαφορετικούς όρους και η νικήτρια πλευρά θα απέδιδε στους πολιτικούς και στρατιωτικούς της αντιπάλους τις κατηγορίες του «συμμορίτη» και του «εαμοβούλγαρου», θέλοντας να εξορίσει από το πεδίο της «εθνικής κοινότητας» ανθρώπους που είχαν εξεγερθεί εναντίον των Αρχών Κατοχής, και να εξαφανίσει τους επικίνδυνους συσχετισμούς κοινωνικών στρωμάτων ώστε να διασφαλίσει με κάθε τρόπο το δικό της και μόνο «δικαίωμα στην εξουσία».
Ο Βαγγέλης Τζούκας είναι διδάκτωρ κοινωνιολογίας
[1] Βλ. Παναγιώτης Στάθης, «Αριστερές Αναγνώσεις του ‘21», Η Αυγή, 27/3/2011.
[2] Βλ. Νίκος Κοταρίδης-Νίκος Σιδέρης, «Εμφύλιος Πόλεμος: Ιδεολογικά και Πολιτικά διακυβεύματα», στο: Ηλ. Νικολακόπουλος-Αλ. Ρήγος-Γρ. Ψαλλίδας (επιμ.), Ο Εμφύλιος Πόλεμος (Από τη Βάρκιζα στο Γράμμο. Φεβρουάριος 1945-Αύγουστος 1949), Αθήνα, Θεμέλιο, 2002, σσ. 115-124.
[3] Βλ. Γιώργος Κοτζιούλας, Όταν ήμουν με τον Άρη, Αθήνα, Θεμέλιο, 1977, σ. 6.
[4] Για μια ανάλυση του όλου θέματος, βλ. R,V. Boeschoten, From Armatolik to People’s Rule-Investigation into the collective memory of Rural Greece 1750-1949, Amsterdam , Hakkert, 1991.
[5] Βλ. Κωστής Παπακόγκος-Νίκος Κοταρίδης, Ο Άρης στη Λαμία, Αθήνα, Φιλίστωρ, 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου