11/2/12

Ζωή από πρώτο χέρι

ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΑΝΤΩΝΙΑ ΜΠΟΤΟΝΑΚΗ, Ασ’ το κι ας αποθάνει ή «Το νεραγδαλλαγμένο», μυθιστόρημα, εκδόσεις Ιβίσκος, σελ. 291

Πρώτη εμφάνιση στη λογοτεχνία της Αντωνίας Μποτονάκη, κι ας δούμε ποια είναι η συγγραφέας, σύμφωνα με τα γραφόμενα στο αυτί του βιβλίου. Αξίζει τον κόπο, γιατί διαγράφουν σε αδρές γραμμές το πλαίσιο εντός του οποίου εξελίσσεται το έργο: «Γεννήθηκα στην Κάντανο Χανίων [1962]. Έζησα στην Κάντανο, στα Χανιά, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Θέλω να ζήσω κι αλλού. Εργάζομαι από τα έντεκά μου. Πωλήτρια στην αρχή, αργότερα εργάτρια, υπηρέτρια στα δεκάξι μου, καθαρίστρια, νοσοκόμα, σερβιτόρα, τραγουδίστρια, και άλλα πολλά. Σπούδασα οδοντοτεχνίτρια, ηθοποιός και διαιτολόγος. Ήθελα να ’ρχονταν τα πράγματα αλλιώς. Αγαπώ το χώμα, τη θάλασσα, τον αέρα και τα πουλιά. Είμαι ευγνώμων για ό,τι στερήθηκα. Ζω και εργάζομαι στην Αθήνα. Έχω έναν γιο, που μου χάρισε και μου χαρίζει ευτυχισμένες μέρες».

Το μυθιστόρημα ανοίγει και κλείνει μ’ έναν πρόλογο κι έναν επίλογο. Ο πρόλογος αναφέρεται στην ψυχανάλυση, που ξεκίνησε κάποια στιγμή στη ζωή της η αφηγήτρια, κι έτσι η ιστορία που ακολουθεί, μοιρασμένη σε τρία μέρη και δεκαεφτά αριθμημένα κεφάλαια, παρουσιάζεται ως εξομολόγηση στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Ο επίλογος πάλι επανέρχεται στο θέμα του προλόγου, αλλά κυρίως φέρνει στο φως τα τεκμήρια του θανάτου της γιαγιάς Αντιγόνης και μάνας του Λευτέρη, η οποία πέθανε ατιμασμένη, γιατί δεν τόλμησε να αποκαλύψει το βιασμό της, τεκμήρια που η φερώνυμη εγγονή και αφηγήτρια εντόπισε τελικά, παρά τη συνωμοσία σιωπής που επέβαλαν δικοί της και ξένοι, για να σβήσουν την «ντροπή».
Η ιστορία αρχίζει με το γενεαλογικό δέντρο της μικρής Αντιγόνης Κοτρωνάκη κι αρχίζει έτσι, όχι τόσο για να διαγραφεί πλήρως ο κύκλος ζωής της ηρωίδας όσο γιατί ό,τι δυσάρεστο ακολουθήσει θα αποδοθεί, κατά τη λαϊκή αντίληψη, στο κακό ριζικό των προγόνων. Η Αντιγόνη γεννιέται στον οικισμό των Σκοτιδιανών, στην Κάνδανο, ένα ορεινό χωριό των Χανίων, και είναι το δεύτερο, μετά τη Βασιλική, παιδί του Λευτέρη και της Ευτυχίας, κορίτσι ατυχώς. Ατυχώς, γιατί μάνα και πατέρας ήθελαν αγόρι. Εξού κι ο τίτλος Άσ’ το κι ας αποθάνει, φράση που αμέσως μετά τη γέννα ξεστόμισε η μάνα, η οποία έκτοτε είναι Μα, μισή μάνα, για την Αντιγόνη, ενώ ο υπότιτλος «Το νεραγδαλλαγμένο», κουβέντα κι αυτός της, μετανιωμένης πια,  μάνας, υποδηλώνει την ομορφιά του κοριτσιού και κυριολεκτικά σημαίνει πως οι νεράιδες, αστειευόμενες, έβαλαν στη θέση του δικού της παιδιού το δικό τους. Ο πατέρας, ψεύτης κι αδιόρθωτος, δε στεριώνει πουθενά κι έτσι το κενό έρχεται να καλύψει η γυναίκα του ξενοδουλεύοντας, η οποία γι’ αυτόν το λόγο δεν τον έχει σε καμιά εκτίμηση, κι ας τον παντρεύτηκε από έρωτα. Διαρκείς συγκρούσεις ανάμεσα στους δυο κι ανάμεσα στη γυναίκα και τη γιαγιά του πατέρα (γρα), διαρκής κι ο έλεγχος της Αντιγόνης. Κάποια στιγμή η γρα πεθαίνει κι ο Λευτέρης, που, αν και είχε χάσει τον πατέρα του στην Αλβανία, ήταν πάντα ο γιος της «πουτάνας» και το μπαίγνιο των συγχωριανών, σκοτώνει τρεις από αυτούς σε μια κακή συγκυρία, αλλά, κατά το γνωστό έθιμο, δολοφονείται κι ο ίδιος από τους συγγενείς των θυμάτων. Η οικογένεια μετακομίζει στα Χανιά, όπου τα παιδιά πηγαίνουν σχολείο και δουλεύουν τα καλοκαίρια, ενώ η Αντιγόνη γνωρίζει και ωραίες στιγμές, παρόλο που μάνα κι αδερφή δεν παύουν να την επιτηρούν και να την ξυλοφορτώνουν, για να μη γίνει «πουτανάκι», έτσι όμορφη που ήταν. Τελικά ένας βιασμός στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, τον οποίο η Αντιγόνη θα αποσιωπήσει, όπως και η γιαγιά της, θα την αναγκάσει να εγκαταλείψει τα Χανιά, για να φοιτήσει σε μια σχολή τουριστικών επαγγελμάτων στη Θεσσαλονίκη.
Η διήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, από την ίδια την Αντιγόνη, και είναι ευέλικτη αλλά και άκρως αποτελεσματική στην αναπαράσταση των γεγονότων και τη διαγραφή των ηρώων. Το πρώτο πρόσωπο εν προκειμένω είναι διφυές, γιατί κινείται ανάμεσα στο εγώ του παιδιού που έζησε τα γεγονότα και το εγώ της ενήλικης γυναίκας που τα εξιστορεί, κι αυτή η διφυΐα, ως γνωστόν, από τη μια διασώζει τη γνησιότητα του βιώματος κι από την άλλη επιτρέπει τις σχολιαστικές παρεμβάσεις. Κατά τ’ άλλα, η αφήγηση ακολουθεί τη φυσική σειρά της ιστορίας, διακόπτεται όμως κάθε τόσο από τις αναδρομές, τις αποστροφές και τις μεταβάσεις στο παρόν, ενίοτε και στο μέλλον, αλλά κι από τις μεστές σκέψεις, τις οξυδερκείς παρατηρήσεις και τα αιχμηρά σχόλια της κεντρικής ηρωίδας, στοιχεία που ανατρέπουν τη μονοτονία της εξιστόρησης και φωτίζουν τα δρώμενα. Παράλληλα, με εξαιρετική γλαφυρότητα αποδίδονται τα γεγονότα και διαγράφονται οι χαρακτήρες, στην αλήθεια των οποίων συμβάλλουν ιδιαίτερα οι ολοζώντανοι διάλογοι, ενώ παραστατικότατες είναι και οι περιγραφές της φύσης, οι οποίες όμως δεν αντιμετωπίζουν τη φύση ξέχωρα αλλά πάντα δεμένη με το σώμα και τα αισθήματα της αφηγήτριας. Η γλωσσική έκφραση πάλι διανθίζεται με λέξεις ιδιωματικές, κατανοητές οι περισσότερες στο πλαίσιο των συμφραζομένων, ενώ, αν είναι δυσνόητες, όπως συχνά συμβαίνει στους διαλόγους, ερμηνεύονται στο τέλος της σελίδας. Αντίθετα, εντελώς ιδιωματική είναι η γλώσσα των ηρώων, αφού εκείνοι αυτήν μονάχα γνωρίζουν, και τη γνωρίζουν καλά, είναι αλήθεια. Σε κάθε περίπτωση πάντως έχουμε να κάνουμε με ένα λόγο μεστό, ακριβή και διαυγή, σίγουρο σε κάθε του βήμα.
Δεν ξέρω τι απ’ όσα γράφονται είναι αλήθεια και τι ψέμα, τι επινόηση και τι εμπειρία. Αυτό που διαπιστώνω είναι ότι η Μποτονάκη μεταπλάθει με τέτοιο τρόπο το υλικό της, ώστε να μας πείθει πως ό,τι λέει συνέβη και πως ό,τι συνέβη αφορά κι εμάς. Αλλά πάλι, σκέφτομαι, το στήσιμο ενός τόσο ζωντανού κόσμου θα μπορούσε να μην υποστηρίζεται από την ίδια της τη ζωή; Νομίζω πως όχι. Η συγγραφέας, χωρίς καμιά αμφιβολία, ξέρει από πρώτο χέρι τον κόσμο της επαρχίας, ανθρώπους και φύση, ζει κι ανασαίνει μαζί τους, γι’ αυτό και οι λέξεις βγαίνουν από το ίδιο της το σώμα κι από το χώμα που το ’χτισε, γι’ αυτό κι όλα είναι γνήσια στο έργο της και τίποτα δήθεν, γανωμένο ψέμα. Έτσι, ενώ μιλάει για μια παλαιότερη εποχή, του ’60 και του ’70 κυρίως, κατορθώνει να αποφύγει τη γραφικότητα της ηθογραφίας και να αναδείξει ένα δυναμικό ρεαλισμό, βγάζοντας στην επιφάνεια την ασχήμια αυτού του σκοτεινού, του εγκαταλειμμένου στην άγνοια και τη μοίρα του,  κόσμου,  με τις προκαταλήψεις και τις προλήψεις, τα ξωτικά και τα ξόρκια, τις αγωνίες και τις φοβίες, το μάταιο πόνο και τον άδικο θάνατο.
Η γραφή της Αντωνίας Μποτονάκη, άνετη, παραστατική και πολύτροπη, φέρνει ένα φρέσκο αέρα στην πεζογραφία μας και δείχνει για άλλη μια φορά πως, αν κάποιος έχει κάτι να πει, βρίσκει τον τρόπο να το πει και πως αυτό που συχνά λείπει από τα μυθιστορήματα του καιρού μας δεν είναι ο τρόπος αλλά η εμπειρία ζωής, το χώμα και το αίμα.

Ο Θανάσης Μαρκόπουλος είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: