ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑ ΡΙΚΟΥ
Με αφορμή την έκθεση του φωτογράφου Παύλου Φυσάκη, που τιτλοφορείται Land Ends (Μουσείο Μπενάκη, Κτήριο οδού Πειραιώς, διάρκεια:14 Δεκ.2011-29 Ιαν.2012).
Για την κριτική αποτίμηση της έκθεσης δεν διαθέτω ούτε την αναγκαία κατάρτιση απέναντι στο μέσο που χρησιμοποιεί ο Φυσάκης ούτε τις εξειδικευμένες γνώσεις ενός κριτικού τέχνης. Θέλω να αποτυπώσω την εμπειρία μου, ως επισκέπτριας και μόνο. Ανυποψίαστη για το τι θα συναντούσα- ίσως γιατί έτυχε να τον γνωρίσω σε άλλα συμφραζόμενα, ως υπεύθυνο φωτογραφίας στις μονάδες απεξάρτησης του 18 Ανω, όπου η δική του τέχνη έπρεπε να παραμείνει επικουρική- κάποιες εικόνες του με κατέλαβαν εξ απροόπτου.
Ανεβαίνοντας στον δεύτερο όροφο του μουσείου, ένιωσα γρήγορα τα σημάδια της συνάντησης με ένα έργο που, με κάποιον αδιευκρίνιστο τρόπο, τυχαίνει να σου απευθύνεται προσωπικά. Η σχέση αυτή, όποτε προκύπτει, δύσκολα ευτυχεί, διότι οι συμβάσεις του κόσμου της τέχνης που ελέγχουν την επαφή με το έργο, παρότι έχουν φαινομενικό στόχο να τη διευκολύνουν, λειτουργούν μάλλον ως όριο που δημιουργεί αξία επιβάλλοντας απόσταση. Δεν κατόρθωσα να καθίσω μέσα στην αίθουσα για όσον χρόνο είχα ανάγκη, να απομονωθώ, να οικειοποιηθώ τα εκθέματα ή για την ακρίβεια να βρεθώ στην κατάσταση εκείνη που θα επέτρεπε στις εικόνες να με οικειοποιηθούν. Φεύγοντας, όμως, η εντύπωση ότι το έργο μού «απευθύνθηκε» παρέμεινε.
Τελευταία, γίνεται πολύς λόγος στην ανθρωπολογία για την εμπρόθετη δράση του ίδιου του έργου τέχνης. Την ιδέα αυτή μπορούμε να την κατανοήσουμε μέσω της μεταφοράς της παγίδας, όταν, για παράδειγμα, το έργο, ως δεξιοτεχνική εννοιολογική σύλληψη, κατορθώνει να συλλάβει, με την πολυπλοκότητά του, τον θεατή που έχει τις κατάλληλες υποδοχές για να παραδοθεί στην σαγήνη της (Gell 1996, Vogel’s Net; Gell 1997, Art and Agency). Η θεωρία του Gell είναι θελκτική και αποδεικνύει την εμβέλειά της όταν χρησιμεύει για την κατανόηση ενός βιώματος, όπως αυτό που επιχειρώ να περιγράψω. Καθώς προσπαθώ να καταλάβω καλύτερα τους μηχανισμούς της γοητείας που μπορεί να ασκήσει η τέχνη, μου φαίνονται τόσο πιο σύνθετοι όσο πιο απλό παρουσιάζεται το καλλιτεχνικό εγχείρημα.
Πράγματι, οι φωτογραφίες του Φυσάκη διακρίνονται για την απλότητά τους, διαθέτουν μάλιστα τη σοφία να μην υπερτονίζουν τη φόρμα. Είναι τοποθετημένες στην αίθουσα κατά τρόπο ώστε να υπηρετούν με προφάνεια την βασική σύλληψη του εγχειρήματος: καταγραφές από τα τέσσερα άκρα της Ευρωπαϊκής ηπείρου, τοπία, κατοικίες, άτομα. Συνοδεύονται από κάποιες φράσεις: από τα λόγια ανθρώπων των «άκρων» για την ζωή τους σ’εκείνα τα μέρη ή από τις γνωστές περιγραφές του ταξιδιώτη, που τόσο μοιάζουν με του εθνογράφου, οι οποίες περιλαμβάνονται στα κείμενα του καταλόγου· λιτές, στην περίπτωση του Φυσάκη, σημειώσεις των μετακινήσεών του προς τον βορρά, την ανατολή, τη δύση, τον νότο της Ευρώπης.
Ηδη η συμπερίληψη τοπίων της Ελλάδας στο νότιο άκρο, θα μπορούσε να αναζωπυρώσει επίκαιρους προβληματισμούς, αλλά και να υπενθυμίσει διερευνήσεις διαρκείας, ευρείας διάδοσης, σχετικά με τους όρους μιας ενιαίας Ευρωπαϊκής ταυτότητας. Η επιλογή των θεμάτων ώστε, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να χαρακτηρίζουν τον εκάστοτε τόπο, μέσω της αποτύπωσης λεπτομερειών των εθίμων, των ενδυμασιών ή άλλων στοιχείων της ατμόσφαιράς τους, μεταξύ των οποίων και οι ίδιες οι φιγούρες των ανθρώπων ως εκπροσώπων αυτών των περιοχών, θα μπορούσε, επίσης, να προκαλέσει συζητήσεις για το πώς διηθείται, πώς αποτυπώνεται, πώς διαδίδεται μια αναπαράσταση για μια πολιτισμική πραγματικότητα και πολλά άλλα. Παρότι ενδιαφέροντα, όλ’αυτά θα ήταν, κατά την γνώμη μου, εντελώς δευτερεύοντα.
Οι εικόνες αυτές μοιάζουν να καταγράφουν ένα ταξίδι προς τον άλλο, με την επίγνωση, όμως, ότι αυτός δεν υφίσταται εκεί έξω, εκ των προτέρων, ως αυτονόητο πέρας του κόσμου. Η σχέση μαζί του στήνεται ως όριο απέναντι στην επιθυμία να υπερβεί κανείς την παρουσία του, να ταξιδέψει πέραν αυτής, προς έναν ορίζοντα που αέναα μετατίθεται.
Αναρωτιέμαι μήπως οι φωτογραφίες αυτές με γοητεύουν διότι παραπέμπουν σε ενός είδους σενάριο μιας πρωτογενούς σχέσης. Μήπως πιστοποιούν τη στιγμή μιας «πρώτης» συνάντησης, όπου τα πράγματα είναι απολύτως προσδιορισμένα και ταυτόχρονα απογυμνωμένα από τους περιορισμούς τους, όπου αποκαλύπτουν την δομή της σχέσης που τα συγκροτεί, διανοίγοντας έτσι τη δυνατότητα γι’αυτό που αισθανόμαστε ως «ελευθερία». Όλα διακυβεύονται ξανά, σαν να είναι η πρώτη φορά. Σκέφτομαι μήπως γύρω από μια παρόμοια αίσθηση των πραγμάτων έχει στηθεί όλη η συζήτηση περί του ανθρώπινου, ακόμα και του «πρωτόγονου»· αν απ’αυτήν προκύπτει και η ίδια η επιθυμία να κάνεις ανθρωπολογία.
Στην έκθεση Land Endς, αυτό που μετρά, κυρίως, είναι το πώς αποδίδεται η αίσθηση του συνόρου, πώς διερευνώνται οι όροι υπό τους οποίους συγκροτείται μια περιοχή ως οικεία, κατοικίσιμη, σημαίνουσα. Τα πρόσωπα στέκονται ως στήλοι μέσα στο τοπίο, τοποτηρητές, σχεδόν, του ανθρώπινου. Οι φρουροί αυτοί μας προσκαλούν να σχετιστούμε μαζί τους φιλικά, να τους αποδεχτούμε ως πρότυπα που στέκουν σχεδόν ηρωικά απέναντι στις συνθήκες ζωής τους. Δεν αποποιούνται, όμως, το σθένος του φύλακα που, αν δεν απειλεί, ωστόσο δηλώνει ευκρινώς ότι δεν σκοπεύει να παραμερίσει.
Βρίσκεται κανείς στο χείλος της απεραντοσύνης, έλκεται έντονα από τον ορίζοντα. Όμως το βλέμμα επιστρέφει έμμονα στην απλή, φυσική παρουσία του συνόρου, επικεντρώνεται στην υλική του υπόσταση, αναζητά με ευαισθησία την δράση του ως εγγραφή μέσα στα στοιχεία του κόσμου. Ακούγεται σχεδόν το φύσημα του ανέμου γύρω από τον βράχο, τον φράχτη, το κτίσμα, τον άνθρωπο που στέκει με τα δυό του πόδια πάνω στη γη. Κι ο νόστος αποκτά ήχο. Είναι σαν να αντηχεί, μέσα από τις εικόνες, ένα απλό, γνώριμο, ανθρώπινο τραγούδι· ένας σκοπός που σε σαγηνεύει, σε κρατά και σε ταξιδεύει.
Η Ελπίδα Ρίκου διδάσκει Ανθρωπολογία της Τέχνης στο Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης, στην Α.Σ.Κ.Τ. της Αθήνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου