ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΝΟΥΤΣΟΣ, Η Ρόζα και η Κλειώ. Μέθοδος και Ιδεολογία στην Ιστορία της Εκπαίδευσης, εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 209
Η Ρόζα και η Κλειώ: Δύο εύηχα γυναικεία ονόματα σε μια ωραία απόχρωση του κόκκινου – ο τίτλος του εξωφύλλου δύσκολα περνά απαρατήρητος. Η Κλειώ είναι βεβαίως η μούσα της Ιστορίας. Η Ρόζα δεν είναι άλλη παρά η Ρόζα Ιμβριώτη (1898-1977), από τις σημαντικές της εγχώριας αριστερής διανόησης στη μεταπολεμική εποχή, αλλά και νωρίτερα στην περίοδο του μεσοπολέμου, με δράση κυρίως στα ζητήματα της εκπαίδευσης και του φεμινιστικού κινήματος. Οι δύο αυτές κυρίες συναντήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν η νεαρή τότε φιλόλογος Ρόζα Ιμβριώτη δοκίμασε τις δυνάμεις της στην ιστορική έρευνα εκδίδοντας δυο μικρές μελέτες για τη θέση της γυναίκας στην αρχαιότητα (1922) και στο Βυζάντιο (1923), και ξανά πάλι όταν η Ρόζα κλήθηκε από τον Αλέξανδρο Δελμούζο να διδάξει το μάθημα της Ιστορίας στο Μαράσλειο Διδασκαλείο (1924-25). Όμως ο συγγραφέας του βιβλίου δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτή την πρώτη άμεση συνάντησή τους, μα για μια δεύτερη ιστοριογραφικά διαμεσολαβημένη.
Μετά το θάνατό της το 1977, η Ρόζα Ιμβριώτη έγινε η ίδια αντικείμενο της ιστορικής έρευνας από όσους και όσες ενδιαφέρονταν κυρίως για την ιστορία της εκπαίδευσης ή για την ιστορία του ελληνικού φεμινιστικού κινήματος. Γι’ αυτή, τη δεύτερη ζωή της Ρόζας ενδιαφέρεται ο Χαράλαμπος Νούτσος. Τη ζωή που μετά θάνατον της εμφύσησε η Κλειώ. Κι εδώ οι προκλήσεις είναι δύο. Και η πιο σημαντική από τις δύο δεν είναι μια πιο ορθή ανασυγκρότηση της βιογραφίας της Ρόζας, ο εντοπισμός δηλαδή των αβλεψιών και παρανοήσεων που παρεισέφρησαν στις σχετικές μελέτες. Τούτο γίνεται δειγματικά για ένα και μόνο ζήτημα: Το χρόνο και τον τόπο των μεταπτυχιακών σπουδών της Ιμβριώτη σε συσχέτιση με τον χρόνο της διδακτικής της εμπειρίας στο Μαράσλειο Διδασκαλείο. Ζήτημα φαινομενικά ασήμαντο. Μα φαινομενικά μόνο. Διότι η Ρόζα είναι η αφορμή. Η Κλειώ είναι αυτή που πρωτίστως ενδιαφέρει.
Για την Κλειώ, για τον τρόπο που το παρελθόν γίνεται Ιστορία, για τη θεωρία δηλαδή και τη μέθοδο της Ιστορίας, έχουν γραφτεί τις τελευταίες δεκαετίες πολλά, όχι τόσο από φιλοσόφους (όπως παλιότερα) μα από τους ίδιους τους ιστορικούς που αναστοχάζονται τη δουλειά τους· κι όχι μόνο από γερμανούς, γάλλους ή αγγλοσάξωνες, μα και από έλληνες ιστορικούς, με μια πρωτόγνωρη αυτοπεποίθηση που αναμφίβολα αντλείται από την πλούσια και ώριμη ερευνητική παραγωγή της Μεταπολίτευσης. Γράφτηκαν μάλιστα τόσα στην κατεύθυνση αυτή κατά την τελευταία δεκαετία, ώστε δεν έλειψαν οι προτροπές πως καλό θα ήταν οι ιστορικοί, αντί να στοχάζονται θεωρητικά για την Ιστορία, να γράφουν (που και που) Ιστορία. Με άλλα λόγια, ο στοχασμός για τη θεωρία και τη μέθοδο της Ιστορίας έχει μικρή αξία αν δε συνομιλεί με τη συγκεκριμένη κάθε φορά ιστορική έρευνα, αν δεν διακρίνεται στην τελική μελέτη, στα ερωτήματα που θέτει, στις απαντήσεις που επιχειρεί, στη δομή της ακόμη ή τη γλώσσα της αφήγησης. «Τη μεθοδολογία του καθενός [ιστορικού]», έλεγε ο Νίκος Σβορώνος, «τη βγάζει κανείς από τα γραπτά του και όχι από τις θεωρητικές εξαγγελίες».
Στην κατεύθυνση αυτή ο Χαράλαμπος Νούτσος επιχειρεί κάτι μοναδικό, όσο γνωρίζω, για την εγχώρια ιστοριογραφία της εκπαίδευσης (και όχι μόνο της εκπαίδευσης). Ανασυγκροτώντας δειγματικά μία εξειδικευμένη όψη του εκπαιδευτικού παρελθόντος, σχολιάζει διαρκώς την ίδια τη διαδικασία της ανασυγκρότησης ως εάν να ομιλεί σε έναν μαθητευόμενο ιστορικό. Διότι ο στόχος του βιβλίου είναι καταρχάς παιδαγωγικός: Να καθοδηγήσει τον επίδοξο ιστορικό, όχι με τον συνήθη τρόπο της εισαγωγικής (επιγραμματικής ή ενδελεχέστερης) παρουσίασης των γενικών κανόνων της ιστορικής έρευνας, αλλά, όπως πρότεινε ο Π. Μπουρντιέ, με τον τρόπο του προπονητή «που διαβεβαιώνει και καθησυχάζει, που δίνει το παράδειγμα και που διορθώνει εκφέροντας, μέσα σε πραγματική κατάσταση, παραγγέλματα άμεσα εφαρμόσιμα στην ειδική περίσταση». Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο διαπιστώνει ότι ο προπονητής πέτυχε αναμφίβολα το σκοπό του, καθώς προπονήθηκε ταυτόχρονα σκληρά ο ίδιος, ώστε να εκθέσει με έναν ιδιοφυή και ελκυστικό τρόπο τόσο τη διαδικασία όσο και τα αποτελέσματα της ερευνητικής του πρακτικής. Τούτα στο πρώτο μέρος του βιβλίου, όπου ο Χαράλαμπος Νούτσος ανασυνθέτει μία συγκεκριμένη όψη της βιογραφίας της Ρόζας Ιμβριώτη, ανασκευάζοντας ορισμένα κρίσιμα πραγματολογικά λάθη που παρατίθενται σε δύο προγενέστερες ιστορικές αφηγήσεις.
Στο δεύτερο μέρος ο μαθητευόμενος ιστορικός θα κληθεί να παρακολουθήσει ένα συστηματικό (βήμα προς βήμα) θεωρητικό στοχασμό, ο οποίος αποσκοπεί ακριβώς να εντοπίσει τα ιδεολογικά σχήματα και τα πολιτικά διακυβεύματα του παρόντος, τα οποία λειτουργώντας ως παραμορφωτικοί καθρέφτες παρήγαγαν τις εν λόγω κρίσιμες αλλοιώσεις.
Η πρώτη από τις αφηγήσεις είδε το φως της δημοσιότητας το 1985, επτά χρόνια μετά το θάνατο της Ρόζας Ιμβριώτη. Ο Κ. Καλαντζής, δάσκαλος με ειδικές ιστορικές σπουδές, θα σκιαγραφήσει το πορτραίτο της περιβάλλοντάς το με το φωτοστέφανο της φωτισμένης παιδαγωγού και ηρωικής αγωνίστριας. «Η ιστορική αλήθεια έχει γίνει άθυρμα στο παιχνίδι της ιδεολογικής χρήσης του παρελθόντος», θα αποφανθεί εμπεριστατωμένα ο Χαράλαμπος Νούτσος. Πράγματι, εσκεμμένα ή όχι (ελάχιστη σημασία έχει), ο Καλαντζής υπέπεσε στο θανάσιμο (για έναν ιστορικό) αμάρτημα του αναχρονισμού: Διότι το «τι έπραξε δημόσια η Ιμβριώτη μετά το 1941 και τι έπαθε από το εμφυλιακό-μετεμφυλιακό αστικό κράτος», κατά την περίοδο δηλαδή που αναδείχθηκε σε οργανική διανοούμενη της αριστεράς, «δεν εξηγεί ούτε, κυρίως, δικαιώνει τη δράση της από το 1927 έως την Κατοχή», μια περίοδο που οι οσμώσεις της με την κρατική εξουσία (της μεταξικής περιλαμβανομένης) προκρίνουν μάλλον το σχήμα της (βιογραφικής) τομής παρά της συνέχειας. Η ιστορική βιογραφία της Ιμβριώτη την οποία επιχείρησε ο Καλαντζής απέληξε τελικώς σε μια πολιτική αγιογραφία, κατάλληλη για τις ανάγκες της αριστεράς (μιας ορισμένης αριστεράς) στη συγκυρία της δεκαετίας του 1980.
Η δεύτερη αφήγηση κατασκευάζεται σε μια εντελώς διαφορετική συγκυρία, τη μόλις παρελθούσα, πρώτη δεκαετία του αιώνα μας. Δύο από τις καταξιωμένες ιστορικούς μας, η Έφη Γαζή και η Μαρία Ρεπούση, θα προσεγγίσουν τα λεγόμενα «Μαρασλειακά» (τη δημόσια διαμάχη γύρω από το εκπαιδευτικό πείραμα των δημοτικιστών στο Μαράσλειο Διδασκαλείο το 1925) από τη σκοπιά του φύλου. Από πρώτη άποψη το εγχείρημα δεν στερείται ερεισμάτων καθώς τα Μαρασλειακά ξέσπασαν με αφορμή τη διδασκαλία της ιστορίας από μια γυναίκα: τη Ρόζα Ιμβριώτη. Ήταν όμως το φύλο πράγματι μια κρίσιμη παράμετρος της διαμάχης; Στην προσπάθειά τους να ενισχύσουν την υπόθεσή τους, οι δύο ιστορικοί θα αξιοποιήσουν στοιχεία που δεν προέκυψαν από μεθοδική ιστορική έρευνα. Έχει σημασία, βεβαίως, να υπογραμμιστεί πως η προσέγγιση αυτή δεν επιχειρήθηκε σε κάποιο από τα επιστημονικά τους άρθρα, αλλά σε ελάσσονα κείμενά τους (επιφυλλίδες στον κυριακάτικο τύπο). Τούτο όμως, θα επιμείνει ο Χαράλαμπος Νούτσος, διόλου δε δικαιολογεί το γεγονός ότι «αγνόησαν κατάφωρα μια στοιχειώδη αρχή εκφοράς [του] ιστορικού λόγου: Την υποχρεωτική τεκμηρίωση των απόψεών τους». Εν τέλει το εξηγητικό τους σχήμα, θα αποφανθεί ύστερα από ενδελεχή ανάλυση, δεν είναι παρά αυθαίρετο «προϊόν γενικευμένης προβολής στο παρελθόν θεωρητικο-πολιτικών αιτημάτων, ορθών ασφαλώς, του παρόντος».
Το βιβλίο θα μπορούσε να τελειώσει στο σημείο αυτό: Καταδείχτηκε ότι και οι δύο προγενέστερες αφηγήσεις για τη Ρόζα Ιμβριώτη δεν επαληθεύονται από τα ιστορικά τεκμήρια και υποστηρίχθηκε με πειστικότητα ότι και οι δύο αποτελούν ετεροχρονισμένες κατασκευές, οι οποίες «μεταφράζουν συγκεκριμένες ιδεολογικές χρήσεις της ιστορίας». Με ένα εκτενέστατο, όμως, επίμετρο (79 σελίδων), ο συγγραφέας θα προσκαλέσει τον αναγνώστη σε ένα υψηλότερο επίπεδο αφαίρεσης. Εδώ ο μαθητευόμενος ιστορικός θα δυσκολευτεί. Ο ξεσκολισμένος αντιθέτως θα το απολαύσει. Διότι με το επίμετρο αυτό ο Χαράλαμπος Νούτσος παρεμβαίνει στην ευρύτερη συζήτηση για τη λεγόμενη μεταμοντέρνα στροφή στην ιστορία. Μια συζήτηση που έχει να επιδείξει στοχαστικά και ενίοτε καυστικά κείμενα τόσο στην Ελλάδα (χαρακτηριστικά όσα δημοσιεύτηκαν περί το 2005 στο Βήμα, την Αυγή και τον Πολίτη), όσο και κυρίως στο διεθνή ειδικό τύπο (ενδεικτικά τα άρθρα του περιοδικού History and Theory κατά τη δεκαετία του 1990). Από τις πρώτες σελίδες του επιμέτρου γίνεται φανερό ότι ο Χαράλαμπος Νούτσος στοχεύει κυρίως την εγχώρια εκδοχή της μεταμοντέρνας ιστορικής σκέψης – οι αναφορές επικεντρώνονται στο βιβλίο του Αντώνη Λιάκου Πώς το παρελθόν γίνεται Ιστορία;. Τούτο προσδίδει πνοή και μαχητικότητα στην ανάλυση δίχως διόλου να μειώνει το εύρος και το βάθος της. Το γεγονός, θα υποστηρίξει ο Νούτσος, προηγείται εννοιολογικά κάθε ερμηνείας. Η ύπαρξη του γεγονότος είναι ανεξάρτητη από τη γνώση του γεγονότος και, συνεπώς, το γνωστικό ενέργημα του ιστορικού αποσκοπεί, επί τη βάσει πάντοτε των τεκμηρίων, να αυξήσει την πιθανότητα μιας ορθής ανασύνθεσης της πραγματικότητας του παρελθόντος. Τούτη είναι η αφετηρία της ανάλυσης. Ο απαιτητικός αναγνώστης θα έχει στη συνέχεια την ευκαιρία για μια διανοητική απόλαυση που ξεπερνά κατά πολύ αυτή την καταρχήν εναντίωση στην μεταμοντέρνα προσέγγιση.
Ο Χάρης Αθανασιάδης διδάσκει Ιστορία της εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου