ΤΟΥ ΜASSIMO CAZZULO
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ, Αρχαίοι λυρικοί (Ελεγειακοί, Ιαμβογράφοι, Μελικοί, Χορικολυρικοί, (μετάφραση, εισαγωγές και σχόλια), Εκδόσεις Άγρα, τόμοι 4
Με την έκδοση των Ελεγειακών και την επανέκδοση των Ιαμβογράφων ολοκληρώθηκε η σειρά των αρχαίων λυρικών (εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια) πάνω στην οποία ο Γιάννης Δάλλας δουλεύει χρόνια τώρα με εξαιρετικά αποτελέσματα. Ο συγγραφέας άλλωστε διαθέτει τα δύο κυριότερα εφόδια για να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο έργο: βαθειά φιλολογική γνώση (που του επιτρέπει να διεισδύσει στις πτυχές των κειμένων) και καλλιτεχνική ευαισθησία (απαραίτητη προϋπόθεση για να αποδώσει τη μαγεία των αποσπασμάτων). Από το πρώτο προσόν προέκυψε η σχολιαστική επιτυχία, από το δεύτερο η μεταφραστική, χάρη στην οποία και η φιλολογία ευαισθητοποιήθηκε. Γιατί η μετάφραση των λυρικών ήταν, ήδη από την αρχαιότητα, το πρόσχημα για να δοκιμάσουν οι ποιητές την ποιητική τους φιλοκαλία και να κερδίσουν προσωπικά από την αναμέτρηση με τους παλιούς τους ομοτέχνους.
Το πρώτο παράδειγμα μας το προσέφεραν, στη Ρώμη του 1ου αιώνα π.Χ., ο Κάτουλλος, με την κομψή του ελεύθερη απόδοση της Σαπφούς, και ο Οράτιος, που μετέφερε τους τρόπους και τους ρυθμούς των αρχαίων λυρικών στην λατινική ποίηση μέσω των αποδόσεών του και την προσωπική διερμηνεία του Αρχιλόχου ή του Αλκαίου.
Η έλξη που αυτά τα αποτελέσματα ασκούν και στους μοντέρνους ποιητές δεν προκύπτει μόνο από τις ποιητικές τους αρετές, που προφανώς παίζουν πρωτεύοντα ρόλο, αλλά από την πρόκληση που εκείνα τα κρύσταλλα λέξεων περιέχουν και από τη συναίσθηση ότι εκεί βρίσκεται η πιο καθαρή και πυκνή ποιητικότητα που γνώρισε η ποίηση. Με την έννοια ότι σε ελάχιστες κάποτε λέξεις λάμπουν σταγόνες λυρισμού, που μόνο οι ευαίσθητες κεραίες ενός ποιητή είναι σε θέση να μεταλάβουν και να μεταδώσουν. Στην Ελλάδα το παράδειγμα το έδωσε ο Ελύτης, με τη «δεύτερη γραφή» των αποσπασμάτων της Σαπφώς, στην Ιταλία ένας άλλος νομπελίστας, ο Salvatore Quasimodo, με τη μετάφραση μιας εκτενούς επιλογής αρχαίων λυρικών. Σημειωτέον ότι η γοητεία των αρχαίων λυρικών οφείλεται και στην καταβολή της «αποσπασματικής» ποιητικής τής καθαρής ποίησης (poesie pure) που πρέσβευε ο Giuseppe Ungaretti ως κορυφαίος εκπρόσωπός της. Αυτό σημαίνει ότι ο φιλόλογος που αναλαμβάνει τη μετάφραση των λυρικών πρέπει μοιραία, και ως ποιητής, να αναμετρηθεί με το έργο των ομοτέχνων του. Το προαναφερθέν παράδειγμα δύο κορυφαίων ποιητών του εικοστού αιώνα αποδεικνύει τον διπλό τρόπο με τον οποίο μπορεί κανείς να σταθεί μπροστά στους αρχαίους λυρικούς: είτε με την ψύχραιμη νηφαλιότητα του φιλολόγου (και είναι η περίπτωση η πιο διαδομένη και επιστημονικά πιο χρήσιμη), είτε με την ευλάβεια του καλλιτέχνη μπρος στα ιερά τέρατα της τέχνης. Ο δεύτερος τρόπος επελέγη από τον Ελύτη και τον Κουασίμοντο, που δεν ήταν φιλόλογοι. Ενώ ο Δάλλας συνδυάζει και τις δύο ιδιότητες∙ έτσι η μετάφραση γίνεται η αφορμή για να αναπτύξει ο συγγραφέας έναν καρποφόρο διάλογο με τους παλιούς του συναδέλφους. Μία σύγκριση με τον Ελύτη μπορεί να είναι παραδειγματική, όχι με την αξιολογική έννοια αλλά για να δούμε πού «χτυπάει» ο μεταφραστικός τόνος.
Ας σταθούμε λοιπόν, περνώντας στους Μελικούς, στον πρώτο ενδεικτικό για το θέμα μας στίχο, ενός αποσπάσματος της Σαπφούς, με εκείνο το δυσμετάφραστο σύνθετο Ποικιλόθρον. Εδώ η λύση του προβλήματος απαιτεί καλαισθησία και φιλολογική εμπειρία. Το πρώτο συνθετικό είναι διφορούμενο ήδη στο πρωτότυπο. Τι σημαίνει άραγε ποικιλόθρον; Προέρχεται από τα «ποικίλος» και «θρόνος» ή όπως κάποιοι υποστηρίζουν από το «θρόνα» (=άνθη); Ο Δάλλας επιλέγει «έκπαγλος θρόνος», μία επιλογή που υπογραμμίζει το «θαυμάσιο» και συνάμα «τρομερό» χαρακτήρα της θεάς. Ο Δάλλας απομακρύνεται από τις υποτιθέμενες ετυμολογίες για να δείξει πιο καθαρά την απώτερη ουσία της Αφροδίτης, τη δυνατότητά της να βοηθήσει αλλά και να τιμωρήσει σκληρά, όπως, λ.χ., γίνεται στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη.
Η μεταφραστική ευφορία του Δάλλα διαφαίνεται και στην απόδοση των ποιημάτων των Χορικολυρικών, λ.χ. του Αλκμάνος. Ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο ο Δάλλας αντιμετωπίζει το πολύτιμο λεκτικό υλικό του Αλκμάνος είναι οι μεταφράσεις κάποιων συνθέτων του γνωστού ως Παρθενίου του Λούβρου∙ έτσι το ομηρικό επίθετο των αλόγων, «καναχάποδα», γίνεται «κλαγγοπόδαρα», απόδοση που συντηρεί και την ονοματοποιία του αρχαίου πρωτοτύπου. Δεν συμφωνώ όμως με τον Δάλλα, όταν μεταφράζει τις «Πεληάδες» με «της Πούλιας τ’ άστρα» αφού με «Πεληάδες» ο Αλκμάν δεν εννοούσε τον αστερισμό, αλλά, όπως και ο ίδιος στις σημειώσεις αναφέρει, τις περιστερές. Οι Πεληάδες ήταν τα κορίτσια του χορού μεταμφιεσμένα σε περιστέρια, ούτως ώστε να μιμηθούν με χορευτικούς ελιγμούς το πέταγμα αυτών των πουλιών. Αντιθέτως, συμφωνώ με τον Δάλλα στην επιλογή του να μεταφράσει ως «πρόσφορά μας» τη σκοτεινή λέξη «φάρος», που μπορεί να σημαίνει ή άροτρο ή χιτώνας.
Το μεγάλο φιλολογικό έργο του Δάλλα, μετά από τη γνωστή από παλιά έκδοση των Ιαμβογράφων («Κείμενα»), κλείνει με τη δημοσίευση του τελευταίου τόμου, αφιερωμένου στους Ελεγειακούς (Καλλίνος, Τυρταίος, Μίμνερμος, Σόλων, Θέογνις, Ξενοφάνης, ελάσσονες ποιητές). Στην κατατοπιστική εισαγωγή ο Δάλλας εστιάζει προπαντός την προσοχή του στην γένεση αυτού του λυρικού είδους, υπογραμμίζοντας το γλωσσικό χρέος των λυρικών προς την ομηρική γλώσσα, αλλά και τη μεγάλη θεματολογία τους (πολιτική, ερωτική, παραινετική, νομοθετική, φιλοσοφική). Ο Δάλλας εξετάζει και τις κυριότερες θεωρίες για τον αρχικό ρόλο της Ελεγείας, που ουδείς πια την πιστεύει, συνδεδεμένη με τον θρήνο. Πιο πιθανό να προέρχεται, όπως και ο ίδιος το αναφέρει, από το μέτρο, το δίστιχο που οι αρχαίοι το λέγαν ελεγειακό. Η, σύμφωνα με άλλη υπόθεση, να προήλθε από το «έλεγν», αρμενική λέξη που σημαίνει αυλός.
Από τις πολλές ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του μεταφραστή αξίζει να σημειώσουμε την κατατοπιστική παρομοίωση της ερωτικής μελαγχολίας του Μιμνέρμου με την ίδια ψυχολογική κατάσταση που βρίσκουμε στα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη. Η άποψη του κολοφονίου ποιητή περί του μαρασμού του σώματος και του εξευτελισμού του ανθρώπου, που ηχεί λ.χ. στο δίστιχο «γήρας, ο τ’ αισχρόν ομώς και κακόν άνδρα τιθεί», βρίσκει πλήρη ανταπόκριση στους καβαφικούς στίχους που ο Δάλλας παραθέτει:
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
Είναι πληγή από φριχτό μαχαίρι
Δεν έχω εγκαρτέρηση καμιά
Μια πρόχειρη δειγματοληψία επίσης από την απόδοση των αποσπασμάτων του Μιμνέρμου είναι αρκετή να δείξει τις μεταφραστικές αρετές του έργου:
1) Το σύνθετο «πολυάνθεμος» («πολυάνθεμος ώρα έαρος») αποδίδεται ως «ανθοβολούσα», λέξη που εκφράζει, όπως στο αρχαίο κείμενο, την πλούσια παραγωγή της φύσης στην ακμή της.
2) Το απαρέμφατο του συντελικού τεθνάναι (τεθνάναι βέλτιον ή βίοτος) πολύ σωστά μεταφράζεται με την περίφραση «χίλιες φορές να ‘χεις πεθάνει», αφού ο Μίμνερμος λέει ότι θέλει να πεθάνει πριν από τον ερχομό των γηρατειών, πριν δηλαδή τελειώσει η εποχή που γι’ αυτόν ταυτίζεται με την «κρυπταδίη φιλότητα», με τα « μείλιχα δώρα» και την «ευνή».
Χάρη στις ακριβείς λογοτεχνικές μεταφράσεις και στις κατατοπιστικές εισαγωγές, το έργο του Δάλλα απευθύνεται όχι μόνο στους εξ επαγγέλματος φιλολόγους αλλά και στους φοιτητές και σ’ όλους τους αναγνώστες που θέλουν να προσεγγίσουν, στην πρώτη φάση της, τη θαυμάσια ποιητική πορεία της ανθρωπότητας.
Ο Μάσσιμο Κατσούλο είναι κλασικός φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου