29/4/11

Για την ετερότητα της αντίστασης

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΔΟΥΖΙΝΑ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ, Η επινόηση της ετερότητας. «Ταυτότητες» και «διαφορές» στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 157

Μπορεί η «θεωρία» ή η «φιλοσοφία» να βοηθήσει να κατανοήσουμε το νόημα του κόσμου σήμερα και να διαμορφώσουμε μια πολιτική της αντίστασης; ρωτάει ο Τσουκαλάς. Ποια είναι η λειτουργία των σκεπτόμενων ανθρώπων (ας αφήσουμε τον όρο «διανοούμενοι» σ’ αυτούς που τον έχουν ευτελίσει), ποιος είναι ο ρόλος της κριτικής, σε ένα περιβάλλον όπου η θεωρητική ενασχόληση αντιμετωπίζεται με κριτήρια μάνατζμεντ, που ανταμείβουν ό,τι είναι ακίνδυνο, συμβατικό, κοινότοπο;

Οι κατεστημένοι «διανοούμενοι» έχουν συχνά επιλέξει μια ζωή συμβιβασμού, προσβλέποντας στην επόμενη προαγωγή, τηλεοπτική εμφάνιση ή ερευνητικό κονδύλιο. Έχουν συχνά ακολουθήσει πιστά τις προσταγές του κράτους, του έθνους ή της ιδεολογίας. Η σιωπή πολλών Ελλήνων «πνευματικών ποιμένων» και «ταγών» για την αδικία του μνημονίου, για τη χαμένη γενιά των άνεργων εικοσάρηδων, για την απανθρωπιά της αντιμετώπισης των απεργών πείνας, στην Νομική και μετά, ήταν εκκωφαντική. Είναι οι διανοούμενοι και πανεπιστημιακοί που εξευρωπαΐστηκαν πλήρως και πηγαίνουν κάθε τόσο στις Βρυξέλλες ως ειδικοί επί της έρευνας και των χρηματοδοτήσεων. Οι κοσμοπολίτες με την ταξική συνείδηση του jet set και τις ταυτότητες frequent flyers όπως θα έλεγε ο Craig Calhoun.
Είναι αυτοί που μας λένε «τι χρειάζεται κοινωνική δικαιοσύνη;», αφού έχουμε Συνήγορο του Πολίτη και ανθρώπινα δικαιώματα – όχι βέβαια για τους μετανάστες και τους άνεργους. Αυτοί που υποστηρίζουν την κατάργηση του ακαδημαϊκού ασύλου και τη διατήρηση των μεταναστών σε κατάσταση οιονεί δουλειάς, παρ’ ό,τι είναι οι μεγαλύτεροι υπέρμαχοι των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αυτοί που, έχοντας αντλήσει από το δημόσιο ταμείο για δεκαετίες, λένε τώρα στους συνταξιούχους και τους άνεργους ότι χρειάζεται στρατιωτική πειθαρχία, γιατί οι θυσίες τους είναι για το καλό της πατρίδας. Είναι οι οργανικοί διανοούμενοι ενός κοινωνικοπολιτικού συστήματος και της συμβολικής του τάξης που καταρρέει μπρος στα μάτια μας. Προπαγανδιστές της ηθικής και του νόμου, μπερδεύουν την ιδιωτική τους εξουσία με τη δημόσια αρετή.
Είναι όμως προφανές ότι το κυρίαρχο μοντέλο της «εκσυγχρονιστικής περιόδου» κατέρρευσε, και η εναλλακτική πρόταση που μας σερβίρει η κυβέρνηση και η καθώς πρέπει διανόηση υπόσχεται μεγαλύτερη δόση νεο-φελευθερισμού, κατά την αρχή της Mae West ‘you can never get enough of a good thing’. «Λίγη προσπάθεια ακόμη, πατριώτες», μας λένε, «και θα γίνουμε τελικά πλήρως Ευρωπαίοι»,  θυμίζοντας τον θρυλικό μαρκήσιο de Sade. Αλλά οι Ευρωπαίοι, το ιδεώδες εγώ τους, τους είπαν ψεύτες, κλεφτές, τεμπέληδες. Και ήταν μόνο κάτι λίγοι, από αυτούς που κατηγορούνται συνήθως ως «αντεθνικοί», που υποστήριξαν την τιμή των Ελλήνων που πληρώνουν, όπως πάντα εξ’ άλλου, αυτά που έφαγαν άλλοι.
Από την εποχή του Σωκράτη, όμως, η γνώση και η αλήθεια είναι οι αχώριστοι σύντροφοι της δικαιοσύνης και της ομορφιάς. Η υπόληψη και η τιμή της σκέψης βρίσκεται στην αποδόμηση της «δόξας», όταν η σκέψη μιλάει στην εξουσία για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Αυτό είναι το μάθημα του Τσουκαλά για τους σκεπτόμενους και το πανεπιστήμιο. Το πανεπιστήμιο βασίζεται στην απόλυτη ελευθερία να αμφισβητεί δημόσια και να ανακοινώνει ελεύθερα ό,τι μας λέει η έρευνα και η γνώση σχετικά με την αλήθεια. Η σκέψη πρέπει να λειτουργεί άνευ όρων, για την ακρίβεια η σκέψη είναι η ίδια η εμπειρία του απροϋπόθετου, του να θέτουμε ερωτήματα για τα πάντα, ακόμα και για την ίδια την αξία τού να θέτουμε ερωτήματα, ή για την αξία της αλήθειας. Σήμερα, αυτό είναι ακόμα πιο καίριο, καθώς η αλήθεια έχει γίνει περιουσία των τεχνοκρατών, η ηθική επιδαψίλευμα της εξουσίας, η πολιτική λογιστικές διαπραγματεύσεις των ελίτ. Και όπως αλήθεια, ηθική και πολιτική σιγά σιγά εξασθενίζουν και εξαφανίζονται, χάνεται και η αισθητική, η αρχή που πάντα υπηρέτησε ο Τσουκαλάς και η μόνη κρίση, κατά Καντ, που φέρνει μαζί το γνωστικό και το πρακτικό. Αυτή η κρίση χωρίς κανόνες και προσταγές δεν απασχολεί βέβαια τους ηθικιστές και νομοταγείς «διανοούμενους».
Το πανεπιστήμιο πρέπει να αντιταχθεί λοιπόν στην εξουσία -την κρατική, την οικονομική, την εξουσία των μέσων ενημέρωσης, την εξουσία της ιδεολογίας και της θρησκείας- στο όνομα της αλήθειας και της δικαιοσύνης. Πρέπει να παραμείνει ένας χώρος άνευ όρων αντίστασης στο δογματισμό, την ηθικολογία και τον κομφορμισμό. Σίγουρα, πρόκειται για ένα αίτημα σχεδόν αδύνατο, όπως είχε αναγνωρίσει και ο ίδιος ο Καντ κατά την πρώιμη νεωτερικότητα. Η ίδια η δυνατότητα της ύπαρξης του πανεπιστημίου βασίζεται στο αδύνατο της απομάκρυνσής του από την εξουσία. Αλλά είναι ακριβώς αυτή η αδυνατότητα που καθιστά το πανεπιστήμιο δυνατό, όπως υποστήριζε πειστικά και κατ’ επανάληψη ο Ζακ Ντεριντά.  Κι αυτό το παράδοξο είναι το παράδειγμα, το μήνυμα του Τσουκαλά.
Ας μιλήσω λοιπόν γρήγορα και συμπυκνωμένα για την ετερότητα και την ταυτότητα, την νέα οντολογία που ο Τσουκαλάς υποψιάζεται και ιχνηλατεί. Θα την ονομάσω μια οντολογία αντίστασης, αλλιώς την «ιδέα του κομμουνισμού»: την είδαμε στην πλατεία Ταχρίρ και στην Λιβύη, την είδαμε τον Δεκέμβρη του 2008, την είδαμε και στην Υπατία. Την είδα στη Μπογκοτά και στις φοιτητικές διαδηλώσεις του Λονδίνου, όταν ο κόσμος φώναζε «μας εμψυχώνει η Αθήνα». Την βλέπουμε καθημερινά στις πόλεις φιλοξενίας και αντίστασης, όπου υπόγειες και ταπεινές ομάδες στήνουν το νέο, μακριά από κοσμοπολίτικες ολότητες και εγκεκριμένες διαφορετικότητες.
Η σύγχρονη φιλοσοφία έχει υποστηρίξει πειστικά ότι η μεταφυσική της εποχής μας είναι «η μεταφυσική της αποδόμησης της ουσίας και της ύπαρξης ως σημασίας - sense». Η φιλοσοφία έχει αποδομήσει αποτελεσματικά, ίσως υπερβολικά αποτελεσματικά, το νόημα και την αξία. Σ’ αυτό το τελικό στάδιο της εκκοσμίκευσης, οι κυρίαρχες πολιτικές και πολιτισμικές δυνάμεις ανήγγειλαν το τέλος της ιστορίας και ανέδειξαν τον μηδενισμό σε υπέρτατη αξία. Τον μηδενισμό που εκφράζει η άποψη ότι είμαστε αποκλειστικά απόλυτοι καταναλωτές και μηχανές επιθυμίας. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Jean-Luc Nancy, δεν υπάρχει πια κάποια αξία του πνεύματος, «ούτε και κάποια ιστορία ενώπιον της οποίας θα μπορούσε κανείς να δικαστεί. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει πια κάποια σημασία, κάποιο νόημα του κόσμου».
Αν λοιπόν ο κοσμοπολιτισμός εμφανίζεται σήμερα ως τερματικός σταθμός της εποχής μας, ποια είναι η πόλη και ο κόσμος που έχουμε στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης, των παγκόσμιων επικοινωνιών και του ανθρωπισμού;
–Η πόλις μας: το έθνος, το κράτος, το εθνικό κράτος.
κόσμος μας: το δι-εθνές, το διάκενο, αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στα έθνη και τα κράτη, με τα διεθνή θεσμικά του όργανα, που προσποιούνται την ισότητα και τη δημοκρατία μιμούμενα την αδύναμη ισότητα και την απισχνασμένη δημοκρατία των κρατών μας.
–Τα διεθνή θεσμικά μας όργανα: περιδεή μπροστά στην κυριαρχία, τη μιμούνται και φιλοδοξούν να την αποκτήσουν.
–Τα προσωπα η προσωπεία (οι μάσκες) μας:
άνθρωπος, φορέας της ψυχής της θεολογικής παράδοσης, σύμβολο της ακαθόριστης ανθρώπινης ιδιότητας ή σκεύος του πνεύματος της κοινότητας ή της παράδοσης.
πολίτης του κράτους, κατοπτρικό είδωλο και ομοίωμα του κυρίαρχου.
*Το υποκείμενο, υποταγμένο σε ατέρμονη ρύθμιση και εξωτερικό καθορισμό.
*Το νομικό πρόσωπο της περιορισμένης αναγνώρισης και ταυτότητας που προσφέρει η συμβολική τάξη.
*O υπήκοος, αυτός που υπακούει, που βρίσκεται με ανοικτά αυτιά για να καταγράψει τι του λέει η εξουσία και ευήκοα να καταστρέψει το μυαλό του, όπως έλεγε και ο Nietzsche.
-Τέλος, η σημασία μας: είτε ο μηδενισμός της ανικανοποίητης επιθυμίας και της ατέρμονης ανταλλαγής, είτε η (ψευδεπίγραφα εμμενής) αξία θυσιαστικών παραδόσεων, εθνικισμών και κοινοτισμών.
Αυτή η απογύμνωση της σημασίας και της αξίας σηματοδοτεί την υποχώρηση του κόσμου. Σε αυτή την περίοδο της πιο μεγάλης κινητικότητας και πλούτου, της mondialisation, πάσχουμε από έλλειψη κόσμου. Η διατυμπανιζόμενη παγκοσμιοποίηση είναι περισσότερο «άνιση και βίαιη από ποτέ, λιγότερο οικουμενική ή παγκόσμια από ποτέ, εκεί που ο κόσμος, επομένως, δεν είναι καν παρών και εμείς, που είμαστε χωρίς κόσμο, weltlos, σχηματίζουμε έναν κόσμο μόνο απέναντι στο φόντο του μη-κόσμου, όπου δεν υπάρχει ούτε κόσμος ούτε καν αυτή η ένδεια-κόσμου που αποδίδει ο Χάιντεγγερ στα ζώα».
Ο κοσμοπολιτισμός των νομολατρών και η εκλογίκευση των εκσυγχρονιστών, του Giddens και του Held και των εγχώριων οπαδών τους, είναι ακριβώς η ένδειξη της αποψίλωσης του κόσμου. Δεν είχαν πρόβλημα οι προφήτες του κοσμοπολιτισμού και της εξάπλωσης της δημοκρατίας-light να παίρνουν τα δολάρια του Καντάφι για το LSE και τις δικές τους παράπλευρες ωφέλειες. Ξέρουμε βέβαια ότι ιστορικά αυτό που ονομάζανε παλιότερα το «καθολικεύσιμο» κατέληξε πάντοτε σε αποτρόπαιες αυτοκρατορίες. Από τους Στωικούς στη Ρώμη, από τον Χριστιανισμό στις σταυροφορίες και τις κατακτήσεις, από τον εκσυγχρονισμό στην αποικιοκρατία,  από τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Ιράκ.  Αυτή είναι σήμερα η παγκοσμιοποίηση της απουσίας κόσμου, το ιμπεριαλιστικό και θετικιστικό τελικό στάδιο προς το οποίο κατέτεινε πάντα ο κοσμοπολιτισμός. Κάθε εξουσία αποζητεί ηθική νομιμοποίηση. Αυτός είναι ο ρόλος των κατεστημένων διανοούμενων.
Στην οντολογία της αντίστασης που σήμερα ξετυλίγεται, κάθε μεμονωμένο ον είναι ένας κόσμος, το σημείο όπου διαπλέκονται και συμπυκνώνονται γεγονότα και ιστορίες του παρελθόντος, άνθρωποι και συναντήσεις, φαντασιώσεις, επιθυμίες και όνειρα, ένα σύμπαν μοναδικών νοημάτων και αξιών. Αλλά αυτός ο κόσμος του καθενός και οποιουδήποτε διαπερνάται από τους κόσμους άλλων, κοντινών και άγνωστων, ο άλλος κομμάτι του εαυτού κι εγώ μέρος αναπόσπαστο του άλλου.  Έτσι, λοιπόν, κάθε κόσμος είναι σημείο έκστασης, ανοίγματος και απομάκρυνσης, όριο και σύνορο, όπου βρισκόμαστε έξω από τον εαυτό μας, μέσα στην έκθεση και το μοίρασμα με τους άλλους, αθάνατοι στη θνητότητά μας, συμβολικά πεπερασμένοι αλλά φαντασιακά άπειροι· η ύπαρξη μόνη μας ουσία. Ο άλλος ως μοναδική, απαράμιλλη πεπερασμένη ύπαρξη, με φέρνει σε επαφή με την άπειρη ετερότητα.
Σε αυτή την οντολογία, η κοινότητα δεν είναι το κοινό ανήκειν του κοινοτισμού, μια κοινή ουσία που προσφέρεται από την ιστορία, την παράδοση, τον ηγέτη ή το πνεύμα του έθνους. Ο κόσμος είναι η μεταξύ μας συνύπαρξη, ο εαυτός μας ως άλλος, το να είμαστε ο εαυτός μας μέσα από την ετερότητα. Σημαίνει κατά τον Nancy  «είναι-για ή είναι-προς [être-à]· σημαίνει ενσυναίσθηση, σχέση, απεύθυνση, μετάδοση, δωρεά, παρουσίαση […] κάθε οντότητας ή ύπαρξης προς τις άλλες». Σημαίνει, έχει νόημα δηλαδή, όπως στην Υπατία. Η πόλις είναι συνένωση πολλαπλών και μοναδικών κόσμων, που ο καθένας εκτίθεται στους άλλους καθώς μοιράζονται τον κόσμο.
Η δυσαρέσκεια απέναντι στο έθνος, το κράτος, το δι-εθνές προέρχεται από έναν δεσμό μεταξύ μοναδικοτήτων. Αυτό που με συνδέει με μια Παλαιστίνια, έναν Έλληνα άνεργο ή τους sans papiers δεν είναι ότι είμαστε μέλη της ανθρωπότητας, πολίτες του κόσμου, ενός έθνους-κράτους ή μιας κοινότητας, αλλά μια διαμαρτυρία ενάντια στην ιδιότητα του πολίτη που περικλείει, ενάντια στην εθνικότητα που αποκλείει και τη συμπαγή κοινότητα που ενώνεται από την ιστορία, την παράδοση, τον ηγέτη, μέχρι θανάτου.
Αυτός ο δεσμός δεν χωράει στις παραδοσιακές έννοιες της κοινότητας και του κόσμου ή της πόλης και του κράτους. Αυτό που συνδέει τον κόσμο μου με τον κόσμο των άλλων είναι η απόλυτη μοναδικότητά μας και η συνολική μας ευθύνη, πέρα από τον πολίτη και τον άνθρωπο, πέρα από το εθνικό και το διεθνές. Ο κομμουνισμός που έρχεται είναι ο κόσμος του κάθε μοναδικού, του οποιουδήποτε και του καθένα· η πόλη, οι άπειρες συναντήσεις μοναδικοτήτων. Ο κοσμοπολιτισμός της αντίστασης δεν είναι επίτευγμα της ανθρωπότητας ούτε μια ομοσπονδία εθνών· δεν είναι μια συνταγματική ρύθμιση ούτε μια συμμαχία των τάξεων, αν και τροφοδοτείται από το θησαυρό της αλληλεγγύης. Είναι η επανεδραίωση της «γυμνής κυριαρχίας» του κοινού, της επιθυμίας να είμαστε μαζί. Η γυμνή κυριαρχία χωρίς τα χρυσοποίκιλτα ενδύματα της θεολογικής ενότητας είναι «μια ευάλωτη μη-κυριαρχία, που υποφέρει και είναι διαιρετή, που είναι ακόμα και θνητή, ικανή να αντιφάσκει με τον εαυτό της και να μετανοεί». Η οντολογία της αντίστασης: ο άλλος ως μοναδικό, απαράμιλλο πεπερασμένο ον, που με φέρνει σε επαφή με την άπειρη ετερότητα, ο άλλος μέσα μου και ο εαυτός μου στον άλλο.
Αν ο κοσμοπολιτισμός του Διογένη του Κυνικού ήταν μια πρώιμη ουτοπία, η αντίθεση ανάμεσα στον κόσμο και την πόλιν έχει σήμερα εξελιχθεί στον αγώνα ανάμεσα στο νόμο και την επιθυμία, με το ευρύτερο νόημά τους. Ο νόμος, η αρχή της πόλεως, ορίζει αυτό που συγκροτεί μια ορθολογική τάξη, μέσω της αποδοχής και της επικύρωσης ορισμένων τμημάτων της συλλογικής ζωής και την ταυτόχρονη απαγόρευση ή τον αποκλεισμό άλλων, τα οποία γίνονται αόρατα. Το δίκαιο (και τα δικαιώματα) συνδέει τη γλώσσα με αντικείμενα ή όντα· ονοματίζει αυτά που υπάρχουν και καταδικάζει τα υπόλοιπα στην αφάνεια και την περιθωριακή ύπαρξη. Ως επίσημη και κυρίαρχη απόφαση σχετικά με την ύπαρξη, το δίκαιο διαθέτει τεράστια οντολογική δύναμη. Από την άλλη, η ριζική επιθυμία, όπως και ο κόσμος του παρελθόντος, είναι ο πόθος για αυτό που δεν υπάρχει σύμφωνα με το νόμο· για αυτό που αναμετριέται με τις καταστροφές του παρελθόντος και εμπεριέχει την υπόσχεση του μέλλοντος.
Ας ακολουθήσουμε λοιπόν τον Διογένη, τον Ζήνωνα, σ’ αυτή την συνύπαρξη μοναδικοτήτων που οικοδομείται εδώ και τώρα, με φίλους, με άγνωστους, σε πράξεις φιλοξενίας, δράσεις ανυπακοής, στις πόλεις της αντίστασης. Αυτή η κοσμόπολη συνενώνει εδώ και τώρα τη δίκαιη πόλιν και τις αρχές της αντίστασης του κόσμου που υπάρχουν ήδη στις πόλεις του σήμερα. Και είναι δίπλα μας, στην Αθήνα του 2011, όπου η κουκουβάγια της Αθηνάς θα πετάξει πάλι κατά το σούρουπο.

(Ένα μέρος του κειμένου μετέφρασε από τα αγγλικά ο Μιχάλης Λαλιώτης)

Ο Κώστας Δουζίνας διδάσκει Φιλοσοφία Δικαίου στο Birkbeck College του Λονδίνου

Πένυ Κωνσταντίνου- Οικογενειακή υπόθεση

Δεν υπάρχουν σχόλια: