4/12/10

Έντβαρντ Μουνκ: Πέρα από την «Κραυγή»

Η έκθεση της χαρακτικής του τέχνης, στο Μουσείο Ηρακλειδών, στο Θησείο (26 Νοεμβρίου 2010 μέχρι 27 Φεβρουαρίου 2011)

ΤΗΣ ΛΗΔΑΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ


Ο Έντβαρντ Μουνκ διάνοιξε στα εικαστικά, όπως και ο Ερρίκος Ίψεν στο θέατρο, το δρόμο στο μοντέρνο. Οι δυο Νορβηγοί υπήρξαν δύο από τους πλέον σημαίνοντες σκαπανείς ενός νέου υποκειμενισμού στην τέχνη. Είχαν επηρεαστεί τόσο από τις -μετέπειτα εργαλειοποιημένες από τους ναζί- ιδέες του γερμανού φιλοσόφου Φρίντριχ Νίτσε, όσο και από τις νέες θεωρίες της ψυχανάλυσης, για τις ζοφερές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και για την αντίστασή της στο κυρίαρχο εγώ.
H γυναίκα ήταν το καθοριστικό σύμβολο στο έργο τους. Αποτελούσε το «πλέον επικίνδυνο παιγνίδι για τον άνδρα», όπως έγραφε ο Νίτσε. Και λειτουργούσε ταυτόχρονα, με την ισχύ των αισθημάτων της, ως ανατρεπτική δύναμη στις στερεότυπες και υποκριτικές αρχές και αξίες της ξεπεσμένης αριστοκρατικής ή της κυρίαρχης αστικής τάξης. Οι οποίες τάξεις αντιμετώπιζαν με διαφορετικά μέτρα και σταθμά, από τη μια τις συζύγους τους και θυγατέρες τους, και από την άλλη τις πόρνες ελευθερίων ηθών, στις οποίες έβρισκαν καταφύγιο οι άνδρες.

Ο Μουνκ προβάλλει τη γυναίκα ως αθώα, στα λευκά ντυμένη, κορασίδα και Μαντόνα, ως φιλήδονη Σφίγγα και Βαμπίρ που τυλίγει μέσα στους κόκκινους βοστρύχους της, με τρυφερότητα όμως, τον άνδρα.
Εκφράζει την αμφισημία που κυριαρχούσε απέναντι στη γυναίκα, στους κύκλους στους οποίους σύχναζε στα τέλη της δεκαετίας τού 19ου αιώνα, τόσο στη Νορβηγία, την «Kristiania Boheme», όσο και στο Βερολίνο, την αποκαλούμενη «Zum Schwarzen Ferkel», όπου οι Σκανδιναβοί, μεταξύ αυτών και ο Στρίγκμπεργκ, λειτούργησαν ως θρυαλλίδα εν τη γερμανική ηρεμία του νατουραλισμού. «Η τέχνη είναι το αντίθετο της φύσης», έλεγε ο Μουνκ. «Η τέχνη είναι το παιδί του καλλιτέχνη και της φύσης, αλλά κάτι διαφορετικό από ό,τι η ίδια η φύση».
Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη έκθεση «των φανταστικών δημιουργημάτων μιας άγριας παλέτας», όπως αποκάλεσαν οι κριτικοί την τέχνη του Μουνκ, το 1892 στο Βερολίνο, προκάλεσε το «σκάνδαλο Μουνκ» και τη δημιουργία της πρώτης «Ελεύθερης Ένωσης Καλλιτεχνών» στο Βερολίνο.
Το πλούσιο έργο του αυτοδίδακτου χαράκτη Μουνκ, ένα τμήμα του οποίου εκτίθεται τις ημέρες αυτές στην Αθήνα, δείχνει μέσα από την αυστηρή τεχνική της χαρακτικής, πιο απτά από ό,τι η ζωγραφική του, το ριζοσπαστισμό της τέχνης του.
Περιλαμβάνει ασπρόμαυρες χαλκογραφίες και λιθογραφίες, αλλά και έγχρωμες λιθογραφίες με τις οποίες πειραματίστηκε στο Παρίσι μεταξύ του 1896 και 1897, και αργότερα μετά την επάνοδό του στη Νορβηγία, ξυλογραφίες.
Συνδέει τις περίτεχνες και διακοσμητικές γραμμές και καμπύλες του κινήματος της αρτ νουβώ ή του νέου στιλ, όπως αποκαλείτο στη Γερμανία, με μια γραφή επίπεδη και ορμητική που διέρρηξε το δρόμο προς το γερμανικό εξπρεσιονισμό της «Γέφυρας». Όσο και αν κάποιοι εκφραστές του θέλησαν να αποκηρύξουν, εκ των υστέρων, την επιρροή του.
Διαδηλώνει την επιθυμία για την απελευθέρωση από τις κοινωνικές δεσμεύσεις, μέσα από την έκφραση καθαρά ανθρώπινων συναισθημάτων, όπως η ζήλια, η απόγνωση, η μοναξιά, η ανάγκη για στοργή, αλλά και ο φόβος μπροστά στα πρώτα σκιρτήματα της χειραφέτησης των γυναικών. Που είχαν αρχίσει από τα μέσα του 19ου αιώνα να διεκδικούν στην κεντρική Ευρώπη μια ισότιμη θέση στα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα. Και τοποθετούσαν τον άνδρα μέσα στην αμηχανία του, όπως στην παρασυρμένη από τις αισθήσεις της επιβλητική «Μαντόνα» του Μουνκ, από το 1895, στο περιθώριο ενός εμβρύου.
«Η γυναίκα μέσα στη διαφορετικότητά της είναι για τον άνδρα ένα μυστήριο», έγραφε ο Μουνκ. «Η γυναίκα είναι ταυτόχρονα αγία-πόρνη και μια δυστυχής υποταγμένη».

Δεν υπάρχουν σχόλια: