11/12/10

Θεωρίες συνωμοσίας και «κοινωνία του θεάματος»

ΤΟΥ Ζ.Δ. ΑΪΝΑΛΗ

Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς άραγε γιατί οι περισσότερες conspiracy theories («θεωρίες συνωμοσίας») γεννήθηκαν στις Η.Π.Α.; Γιατί κι αυτός ακόμα ο όρος της conspiracy theory, με την σημερινή του σημασία, γεννήθηκε στις Η.Π.Α. (κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’60); Η απάντηση κατά βάθος είναι απλή: είναι πολύ εύκολο να απορρίψεις ως γκροτέσκο κάτι το γκροτέσκα διογκωμένο. Και ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν η πολιτική και οικονομική εξουσία τη δεδομένη ιστορική στιγμή. Μόνο που στην περίπτωση αυτή εκείνο που απορρίπτεται ως γκροτέσκο είναι η ίδια η κριτική ικανότητα της σκέψης.   

Ο καπιταλισμός έχει αποδείξει εξακολουθητικά ότι μπορεί να αφομοιώνει με μεγάλη προσαρμοστικότητα και να εγκολπώνεται όλες τις ροπές, ακόμα κι εκείνες που αρχικά του αντίκεινται. Η μεταπολεμική δυτική κοινωνία απέδειξε ότι μπορούσε μια χαρά να αφομοιώσει τα διδάγματα του εθνικοσοσιαλισμού και να τα συνδυάσει με τη δική της εμπειρία, οδηγώντας στη σύνθεση της ψυχροπολεμικής κοινωνίας. Τα αγγλοσαξονικά κράτη, με προεξάρχουσες τις Η.Π.Α., ήταν τα πρώτα καπιταλιστικά κράτη που μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, κυρίως από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 και μετά, έσπευσαν να αφομοιώσουν και να επεξεργαστούν όψεις του ναζιστικού μοντέλου εξουσίας. Αν ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του ναζισμού είναι η ταύτιση και η σύμπτωση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, τότε, από την άποψη αυτή, δεν υπάρχουν άλλες κοινωνίες από αυτές του Ύστερου Καπιταλισμού που να εμπίπτουν ιδεωδέστερα στον παραπάνω ορισμό. Όλες οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες από τις αρχές του ’60, και ιδίως από το ’70 και εξής, οργανώθηκαν αξιοποιώντας τα εθνικοσοσιαλιστικά πρότυπα (τα οποία, βέβαια, μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» έσπευσαν να τα εμπλουτίσουν αξιοποιώντας και την ιστορική εμπειρία της ολοκληρωτικής γραφειοκρατικοποίησης, της αυτοματοποίησης και της αστυνομοκρατίας). Έτσι, μέσα στις αχανείς μητροπόλεις–στρατόπεδα συγκέντρωσης της Δύσης παρουσιάστηκε, ιδίως μετά το ρήγμα του ’68, η ανάγκη ελέγχου και περιστολής της σκέψης. Οι έγκλειστοι δεν έχουν κανένα λόγο να σκέπτονται. Άλλωστε, ως γνωστόν, η πολλή σκέψη φέρνει δυστυχία...
Για την ακρίβεια, όμως, παρουσιάστηκε η ανάγκη ελέγχου και περιστολής της κριτικής ικανότητας της σκέψης, και όχι της σκέψης συλλήβδην. Η διατήρηση της ψευδεπίφασης της ατομικής σκέψης είναι βέβαια απαραίτητη σε ένα σύστημα που ευαγγελίζεται τον ατομισμό, όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο για τις ανάγκες της κατανάλωσης (ο καταναλωτής έχει την ψυχολογική ανάγκη να νιώθει μοναδικός, να νιώθει πως έχει ο ίδιος το δικαίωμα της επιλογής, εάν πρόκειται να χρησιμοποιεί το ίδιο προϊόν με άλλα διακόσια εκατομμύρια συνανθρώπους του), αλλά και σε πολιτικό επίπεδο για τις ανάγκες της «αντιπροσώπευσης» (ο ψηφοφόρος έχει την ψυχολογική ανάγκη να πιστεύει στη συνδιαμόρφωση, δια της ψήφου του, της μοίρας του). Από την άποψη αυτή, εκείνο που πραγματικά βάλλεται είναι η κριτική ικανότητα της σκέψης και όχι η ίδια η ικανότητα του σκέπτεσθαι (αν και μακροπρόθεσμα αυτά τα δύο δεν μπορεί παρά να συμπίπτουν).
Σε αυτήν την επιχείρηση ελέγχου και περιστολής της κριτικής ικανότητας της σκέψης επιστρατεύτηκαν από νωρίς οι διάφορες «θεωρίες συνωμοσίας». Στις περισσότερες από τις περιπτώσεις των θεωριών συνωμοσίας κάποιο άτομο ή άτομα ή και ολόκληρες ομάδες πληθυσμού ενίοτε (βλ. τις ελληνικές εθνικιστικές θεωρίες συνωμοσίας) διαπλέκονται με πολιτικούς ή οικονομικούς κύκλους, με σκοτεινά κέντρα εξουσίας, με θρησκευτικές ή παραθρησκευτικές οργανώσεις, με ζητήματα βιομηχανικής, βιοχημικής ή ηλεκτρονικής κατασκοπείας, με το άγιο δισκοπότηρο, τον απόστολο Παύλο, τη Μαρία Μαγδαληνή, τους εξωγήινους κ.ο.κ. Επίσης, από τις αρχές του ’90 και κατά την τρέχουσα δεκαετία παρατηρήσαμε τη μετάλλαξη της «θεωρίας συνωμοσίας» από ένα φαινόμενο της μαζικής κουλτούρας της αμερικανικής κοινωνίας (Ο Έλβις και ο Μόρισον ζουν ακόμα κάπου στην Αφρική, η δολοφονία του J.F.K., το Watergate κτλ.) σε ένα φαινόμενο μαζικής υστερίας, όπου ακόμα και γεγονότα αδιαφιλονίκητης και παγκόσμιας ιστορικής σημασίας, όπως η 11η Σεπτεμβρίου, συχνά εξετάζονται μέσα από αυτό το πρίσμα. Το σαφές -και ανησυχητικά- εθνικιστικό υπόβαθρο όλων των θεωριών συνωμοσίας (ένας περιούσιος λαός που οι κακοί και ύπουλοι –και συνήθως άσχημοι– εχθροί του συνωμοτούν με Θεούς και δαίμονες για να τον εξαφανίσουν) το αφήνω προς το παρόν ασχολίαστο. Τηλεοπτικές σειρές όπως τα XFiles, μυθιστορήματα όπως ο Κώδικας ντα Βίντσι, ή comics όπως το Rex Mundi (που όλοι οι άνθρωποι της γενιάς μου, οι σημερινοί τριαντάρηδες, απολαύσαμε κρυφά ή φανερά) συνέβαλαν τα μέγιστα προς την κατεύθυνση αυτή και προπαγάνδισαν τη συνωμοσιολογία ως μονοδιάστατο τρόπο σκέψης, σε τεράστιους και αρχικά ανομοιογενείς μεταξύ τους πληθυσμούς. Ως συνέπεια, οι θεωρίες συνωμοσίες τείνουν να υποκαταστήσουν, παντού στον κόσμο σήμερα, στο μέσο νου την κριτική ικανότητα: μια ανέξοδη, εύκολη και επιφανειακή «κριτική» απέναντι σε κυβερνήσεις, οικονομικά συστήματα, πρακτικές και θεσμούς που υποσκάπτουν τη ζωή του ανθρώπου έγινε του συρμού, υποκαθιστώντας την κριτική σκέψη. Επιπροσθέτως, οι κεντρομόλοι άξονες της κριτικής άρχισαν σταδιακά να μετατοπίζονται από τον ίδιο τον άνθρωπο σε εξω-ανθρώπινους παράγοντες, τους εξωγήινους, το Θεό κτλ. Από την άλλη, όμως, η καταφανώς γκροτέσκα διάσταση έργων σαν τα προαναφερθέντα, που υπερτονίζει και φωτοσκιάζει μέχρι του απίθανου και του εξωφρενικού τα όποια ενδεχομένως ρεαλιστικά χαρακτηριστικά, ώθησε στο να μην παίρνει πια κανείς εντελώς στα σοβαρά την οποιαδήποτε κριτική και κυρίως την ίδια την κριτική ικανότητα της σκέψης. Η κριτική κατέληξε να είναι «démodée». Το αποτέλεσμα είναι, κι αυτό είναι ακόμη περισσότερο εμφανές στους πληθυσμούς των μεγάλων δυτικών μητροπόλεων, ότι η δυναμική κάθε κριτικής αυτοακυρώνεται ήδη κατά τη στιγμή της εκφοράς της ως τερατολογική υπερβολή: «έλα μωρέ, τώρα, με τις θεωρίες συνωμοσίας σου» είναι η συνήθης απάντηση ενός μέσου γάλλου, για παράδειγμα, μπροστά στην κριτική ακόμα και ορισμένων εξόφθαλμα ναζιστικών πτυχών της κυβέρνησης Sarkozy (στρατόπεδα συγκέντρωσης, βιολογική και φυλετική καθαρότητα, φυλετική ενοχοποίηση, γονίδια εγκληματικότητας, δημόσιες συζητήσεις περί της γαλλικής εθνότητας και εθνικής ταυτότητας, εντατικοποίηση, εξορθολογισμός και επιστημονικοποίηση του ελέγχου, της επιτήρησης και της καταστολής). Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι σίγουρο: από την οπτική του μέσου αναγνώστη του 2010, ακόμα κι η Κοινωνία του Θεάματος, για παράδειγμα, του Debord φαντάζει συνωμοσιολογική... είναι, ίσως, κι αυτή μία ακόμα νίκη του μοναδικού οικονομικο-πολιτικού συστήματος στην ιστορία που κατόρθωσε το ακατόρθωτο: να πείσει τους σκλάβους του πως είναι ελεύθεροι, στερώντας τους κι αυτό ακόμα το δικαίωμα στην Ουτοπία...

Ο Ζ.Δ. Αϊναλής είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: