13/11/10

Ένα χαμένο στοίχημα

ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΓΟΥΔΕΛΗ

LAURENCE COSSÈ: Η απόδειξη, εκδόσεις Πόλις, μτφρ. Ρένη Παπαδάκη, σελ. 268

Όταν ο άνθρωπος ενημερωθεί για την απόδειξη (περί υπάρξεως του Θεού), θα γίνει επιτέλους ελεύθερος• θα αποκτήσει υψηλή συνείδηση ευθύνης και οι πράξεις του θα διέπονται από ανιδιοτέλεια. Από την άλλη, η γνώση πως ο Θεός βρίσκεται παντού εμπεριέχει τον κίνδυνο της νομιμοποίησης οποιασδήποτε συμπεριφοράς...
Από το βιβλίο

Με τις ευλογίες (ή και με το πρόσχημα) του μεταμοντερνισμού κάθε είδους πρόσμειξη ειδών και ποιοτήτων επιζητεί τη νομιμοποίησή του. Κάποτε το ρίσκο είναι ενδιαφέρον, έτσι καθώς παρακολουθούμε, στην καλύτερη περίπτωση, το δημιουργικό αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγει η ταλαντούχος χειρ, ενώ κάποια άλλη λιγότερο προικισμένη, αντίθετα, δεν μπορεί να πετύχει το συγκερασμό των διαφορετικοτήτων.
Με μια πρώτη ματιά, θα έλεγε κανείς, ότι η τάξη πραγμάτων, εδώ και αρκετά χρόνια, μάλλον τα καταφέρνει καλά με τις διασταυρώσεις ανόμοιων μεταξύ τους-φαινομενικά- λόγων, δίνοντας ουσιαστικά δείγματα γραφής πάνω σε θέματα, που άλλοτε ήσαν καθηλωμένα από την παραδοσιακή σκέψη σε τυπικά πλαίσια. Και αυτό γιατί πριν από μισόν αιώνα θα ήταν αδιανόητη παρόμοια σύγκλιση και ενορχήστρωση ποικίλων εκφράσεων, οι οποίες σήμερα κατακλύζουν τον χώρο των πολιτισμικών διατυπώσεων. Αλλά δεν μπορείς να μην επισημάνεις και την κατάχρηση της συγκεκριμένης στρατηγικής, αναμφίβολα. Όσον αφορά, όμως, π. χ. το λογοτεχνικό πεδίο, αν και σ' αυτό οι νεότερες "χημεύσεις" οπωσδήποτε μοιάζουν να επαναλαμβάνονται τα τελευταία χρόνια, εντούτοις τα πράγματα δείχνουν ότι υπάρχει ακόμα χώρος για ρηξικέλευθες χειρονομίες, οι οποίες έχουν να προτείνουν ακόμα ιδιαίτερες μορφικές λύσεις στο μείζον πρόβλημα της σύγχρονης γλώσσας.
Υπάρχει, λοιπόν, ένα παράδοξο στη "μεικτή", λογοτεχνική έκφραση, όπως θα ονομάζαμε τη μεταμοντέρνα ποιητική, γενικά: από τη μια η εισήγηση του Έκο στο Το όνομα του ρόδου, όσον αφορά το μυθιστορηματικό είδος, που είναι μια συνδυαστική της θεολογίας, του θρίλερ, του φιλοσοφικού στοχασμού, της ενδολογοτεχνικής αναφοράς (και στο βάθος της παρωδία τους), φορμαρισμένη σε μια εύληπτη, αφηγηματική εκδοχή, μοιάζει ελαφρώς ξεπερασμένη και από την άλλη αρυτίδωτη. Ίσως επειδή μετά ταύτα, κάθε μορφής παρόμοιες συγκλίσεις έγιναν μόδα και σημείο κατατεθέν μιας ανοιχτής πια, μεταμοντέρνας θέασης των πραγμάτων, χαρίζοντας έτσι μια παγιωμένη, θα ‘λεγε κανείς, παράδοση σε πρωτοπόρες περιπτώσεις, όπως του Έκο: κάτι σαν μια ιδιόμορφη κλασικότητα σε μια τεχνοτροπία, που είναι ακόμα νοηματικά και λεξικογραφικά νεφελώδης. Φαύλος κύκλος, πλην σημείο των καιρών...
Η γαλλίδα κριτικός λογοτεχνίας και δημοσιογράφος Λοράνς Κοσσέ (1950) -για να συνεχίσουμε- στο ανά χείρας μυθιστόρημά της κινείται και αυτή στο μεταμοντέρνο πεδίο με φιλόδοξες προθέσεις. Συγγενική με τις επιλογές του Έκο, αλλά και του ...Νταν Μπράουν, δεν διστάζει να αναμετρηθεί με το εντυπωσιακό, το δημαγωγικό καλύτερα, το οποίο φιλοδοξεί να το καταστήσει ποιητικά απαιτητικό: στα μέτρα μιας λογοτεχνίας με μυστικά, στοχαστική υφή και δραματουργικούς αιφνιδιασμούς, σε ένα πνεύμα υπόγειας διακωμώδησης των ελαφρών ειδών αφηγηματικής γραφής. Το ζήτημα είναι εάν πετυχαίνει το στόχο της μέσα από αυτή την αντιστροφή: δηλαδή μέσα από μια διαδρομή διαφορετική από τη συνηθισμένη εν σχέσει προς τη συνηθισμένη αφηγηματική. Γιατί δεν επιζητεί να μετατρέψει το κοινό και εύληπτο γεγονός σε κάτι ανοίκειο αλλά το αντίθετο.
Γνωρίζοντας, φυσικά, τους κανόνες του παιχνιδιού με τους οποίους θα μπορούσε να προσδώσει στο επιφανειακό ένα απροσδόκητο βάθος, στην εύληπτη φόρμα, δηλαδή, μια εσωτερική, μυστική επένδυση, εισέρχεται στο παιχνίδι πλησίστια. Το "ανήκουστο" (η...πλήρης απόδειξη περί υπάρξεως του Θεού), που από τις πρώτες σελίδες γίνεται ένα εντυπωσιακό προοίμιο για όσα προετοιμαζόμαστε ότι θα ακολουθήσουν, μια θορυβώδης εκκίνηση ενός διανοητικού θρίλερ, είναι το δραματουργικό διακύβευμα, κάτι εκκωφαντικά προφανές και την ίδια στιγμή ερεθιστικά σκοτεινό.
Το στοίχημα της Κοσσέ, μιας συγγραφέως που προδιαθέτει θετικά, όντας μια περίπτωση με καλό βιογραφικό και όχι μια ακόμα παραλογοτεχνική φωνή, κινητοποιεί και για έναν ακόμα λόγο: το εγχείρημά της, δανεισμένο τόσο από το σινεμά όσο και από το λογοτεχνικό, ρεπορταζιακό ή επιστημονικό (ψευδο)χρονικό, υιοθετεί ένα δήθεν ντοκουμεντάρισμα, με τη μορφή μιας ημερολογιακής καταγραφής των γεγονότων. Έτσι το πλαίσιο αποκτά μια αληθοφάνεια, μια γείωση, η οποία -μέσα στους όρους της στρατηγικής της Κοσσέ- βοηθάει με τον τρόπο του το εύρημα να αποκτήσει, υποτίθεται, την αναγκαία ρεαλιστικότητα, ούτως ώστε να μη χρεωθεί αυτό εξαρχής στον κόσμο του φανταστικού (καίτοι είναι εξ ορισμού ανορθολογικό): κάτι που θα του πρόσδιδε το μειονεκτικό χαρακτηριστικό του "ελαφρού" αφηγηματικού στοιχείου.
Κινούμενη με παρόμοιες ή συγγενικές προθέσεις στο όλο της εγχείρημα η Κοσσέ αναμειγνύει το ρεαλιστικό και το διανοητικό στο επίπεδο ενός διασκεδαστικού διαλόγου με τον αναγνώστη: π.χ. η μεταμόρφωση του Τάγματος των Ιησουιτών σε Τάγμα Καζουιστών (βλέπε: καζουιστική, τη θεωρία δια της οποίας διορθώνονται τα ανθρώπινα λάθη), εισάγει και μια άλλη αμφίσημη παράμετρο, αναγκαία για τη συνολική ιστορία, βάσει της προηγούμενης λογικής.
Η δομή της αφήγησης, διαρθρωμένη σε μικρά κεφάλαια, από τη μια θέλει να εξυπηρετήσει την εκδίπλωση της δράσης ταχύρρυθμα, όμως από την άλλη δεν της το επιτρέπει η πολυφωνία, η οποία είναι αδύνατο να φιλοξενηθεί στα συγκεκριμένα πλαίσια. Η πλησμονή των προσώπων καθώς και οι χαρακτηρολογικές και ιδεολογικές τους προϋποθέσεις, καθώς και οι κοινωνικοί παράμετροι που αυτά εκπροσωπούν, ασφυκτιούν στο συνοπτικό μοντάζ της Κοσσέ.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να περιγραφούν δονήσεις του τύπου: "Πώς θα επηρεάσει η βεβαιότητα της ύπαρξης του Θεού τον ηθικό και θρησκευτικό βίο;" ή " Ποια θα είναι η θέση του κλήρου από τη στιγμή που ο Θεός αποκαλύπτεται χωρίς ενδιαμέσους;", οι οποίες αποτελούν την κύρια προβληματική του βιβλίου και οπωσδήποτε θέλουν να δράσουν εντυπωσιακά.
Το στοιχείο του θρίλερ, ως εκ τούτου, δεν λειτουργεί δραστικά, αν και μοιάζει να διαποτίζει τα πάντα σε όλα τα επίπεδα, ως διπλή συνιστώσα: αφ' ενός ως συστατικό του φυσικού μηχανισμού ροής μιας δράσης, η οποία δεν ανοίγει εξαρχής τα χαρτιά της υπηρετώντας το σασπένς, και αφ' ετέρου ως ουσιαστικός συντελεστής του πρόδηλου και παγνιώδους (αστείου υπό άλλες περιστάσεις) θεολογικού ερωτήματος/ευρήματος του κειμένου.
Επί πλέον, η σχεδόν αδιάφορη από ένα σημείο και μετά διαχείριση του θέματος γίνεται ο χειρότερος συνήγορός του. Η Κοσσέ δίνει την εντύπωση ότι έχει γίνει θύμα της ιδέας της, την οποία νομίζεις ότι θεωρεί ανάξια λόγου... Ένας πιθανός και τελεσφόρος τρόπος βέβαια, θα ήταν να κινηθεί στο ενδιάμεσο διάστημα, προσποιούμενη με "αφέλεια" ότι είναι σε θέση να εμπλακεί στα ίδια της τα δίχτυα... Να μας πείσει, με άλλα λόγια, ότι ο μοναχός που πήρε στα χέρια του το χαρτί με την απόδειξη περί υπάρξεως του Θεού και όσα κοσμικά ακολούθησαν το τρομερό αυτό συμβάν, είναι μια θαυμάσια υπόθεση εργασίας για μια λογοτεχνική υπέρβαση.
Το δυστύχημα είναι ότι, όπως είπα, το βλέμμα της σταθμεύει σε κάποια αυτονόητα και τίποτα δεν απογειώνεται, οπότε το ανοίκειο, που εισέβαλε ξαφνικά στο ορθολογισμένο, χάνει τις όποιες αποχρώσεις και εντάσεις του, περιορισμένο να σημαίνεται ως ένα ανεκμετάλλευτο εύρημα.
Η Λοράνς Κοσσέ ανήκει στη μεγάλη, πλην συμπαθητική κατηγορία εκείνων των συγγραφέων, οι οποίοι αξίζουν της προσοχής μας γιατί είναι αυτοκαταστροφικά ασυνεπείς, επειδή δίνουν υποσχέσεις που σκανδαλωδώς δεν τηρούν. Σκέπτεται κανείς το εύρημα της Κοσσέ στα χέρια ενός Έκο ή ενός Φουέντε... Παρ' όλ' αυτά, η φίλη μας δεν υποβαθμίζει το αίνιγμα σε κουίζ. Κάτι είναι κι αυτό...
Η μετάφραση της κ. Ρένης Παπαδάκη βοήθησε τη γλώσσα-πηγή να αποκτήσει τη στιλπνότητα μιας καθημερινής κοινής, η οποία σε υποχρεώνει να τη φανταστείς να υπηρετεί δημιουργικά τα συμφραζόμενα σε μια άλλη πιο ιδανική κειμενική συνθήκη.

Ο Τάσος Γουδέλης είναι πεζογράφος και κριτικός κινηματογράφου

Δεν υπάρχουν σχόλια: