ΤΑΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης (1912 – 1922), εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 319
«Μια μέρα είπαμε: ‘Πάμε κι εμείς’. Ο πόλεμος μας πήρε στο κολασμένο του σιφούνι […] Μπροστά στα λαμπαδιασμένα τουρκοχώρια, μπροστά στους σφαγμένους γέρους, τις ξεκοιλιασμένες γυναίκες, μέσα στα ουρλιαχτά των γυναικών και τις τσιρίδες των παιδιών, θυμόμουνα πάντα τα λόγια του διευθυντή μας: ‘ο ευγενής ελληνικός στρατός… ο πρόδρομος του πολιτισμού…’. Σάπιοι, κουρελήδες, ψειριασμένοι, αγνώριστοι κι απ’ τη γυναίκα μας κι απ’ τη μάνα μας, γυρίσαμε κυνηγημένοι»(1)
Μετά από μια εργώδη κατάδυση σε ποικίλες και διάσπαρτες αρχειακές πηγές, ο γνωστός δημοσιογράφος Τάσος Κωστόπουλος παρουσιάζει στο συγκεκριμένο βιβλίο κρυμμένες πτυχές μιας μέχρι σήμερα λογοκριμένης εικόνας των βιαιοτήτων της συνολικής περιόδου, μέσα στην οποία εκτυλίσσεται η εδαφική επέκταση του ελληνικού και των υπόλοιπων βαλκανικών κρατών έναντι της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μιας εικόνας φρίκης, που περιλαμβάνει δολοφονίες, εκτελέσεις, βιασμούς, πυρπολήσεις ολόκληρων χωριών, μαζικές εκτοπίσεις πληθυσμών - το μόνο έγκλημα των οποίων ήταν ότι βρέθηκαν σε εδάφη που καταλήφθηκαν προσωρινά ή μόνιμα από κάποιον από τους «αλλοεθνείς» (σε σχέση με αυτούς) αντίπαλους στρατούς. Στο επίκεντρο της μελέτης τίθεται «η βία που συνόδευσε τη συγκρότηση των σύγχρονων εθνικών κρατών που διαδέχτηκαν εδαφικά την πάλαι ποτέ Οθωμανική Αυτοκρατορία, με επικέντρωση της αφήγησης στους διαδοχικούς πολέμους της κρίσιμης δεκαετίας 1912-1922. Η έμφαση δίνεται στα εγκλήματα και τις εθνοκαθαρτήριες επιδόσεις του ελληνικού στρατού, χωρίς φυσικά να αποσιωπούνται οι αντίστοιχες αγριότητες των κατά καιρούς αντιπάλων του: μια τέτοια παράλειψη θα συσκότιζε άλλωστε την πραγματικότητα, δημιουργώντας με τη σειρά της βάση για νέες μυθοπλασίες (σ. 16-17). Κεντρική ιδέα του βιβλίου αποτελεί η διαπίστωση ότι ένα μεγάλο μέρος της βίας σε βάρος «αλλοεθνών» αμάχων από τους αντιμαχόμενους στρατούς δεν προέκυψε σαν «παράπλευρες απώλειες» (κατά τον ευφημισμό που καθιέρωσαν οι πρόσφατοι νατοϊκοί βομβαρδισμοί της Σερβίας) ούτε οφειλόταν σε εγγενή κτηνωδία των εμπολέμων. Αποτελούσε, αντίθετα, αναγκαίο συστατικό στοιχείο των εκατέρωθεν «απελευθερωτικών» εξορμήσεων, προκειμένου η επέκταση της εθνικής επικράτειας να συνοδεύεται από την επιθυμητή πληθυσμιακή ομοιογένεια» (σ. 18).
Ο Κωστόπουλος προσπαθεί να γράψει μια ιδιότυπη «Μαύρη Βίβλο» των βαλκανικών εθνοκαθάρσεων. Ιδιότυπη, διότι σε αυτήν δεν ενδιαφέρεται να παραθέσει περιγραφές φρικαλεοτήτων ενός μόνο από τα αντίπαλα στρατόπεδα, όπως έπρατταν οι σύγχρονες των γεγονότων επίσημες και ανεπίσημες «Μαύρες Βίβλοι», οι οποίες αποσκοπούσαν στον αποτροπιασμό των αναγνωστών, και, διά του αποτροπιασμού, στην προπαγάνδα των θέσεων και των διεκδικήσεων ενός κράτους. Σκοπός του είναι η δημιουργία μιας συνολικής εικόνας της βίας εναντίον αμάχων, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής. Όπως οι παραδοσιακές «Μαύρες Βίβλοι», όμως, επιλέγει κι αυτός τη μέθοδο της εικονογράφησης. Κι εδώ υπάρχει κάτι στο οποίο θέλω να σταθώ.
Πέρα από ζητήματα «εθνικής αυτοσυνειδησίας ή «εθνικής αυτολογοκρισίας», το ζήτημα της βίας πάνω στην οποία δομήθηκε κάθε εθνικό κράτος, από το διωγμό των εβραίων και των μουσουλμάνων της Ισπανίας μέχρι τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, θέτει κι ένα ιδιαίτερο πρόβλημα για κάθε ερευνητή, καθώς αυτός, στην προσπάθειά του να παρουσιάσει με κατανοητό τρόπο τη βία (αν όχι τη φρίκη), που αποτελεί συστατικό στοιχείο της κάθε εθνογένεσης, είναι υποχρεωμένος να την ιστορικοποιήσει: αγώνας διμέτωπος, αφού από τη μια μεριά έχει να αντιμετωπίσει την κατηγορία της υπεκφυγής ή της μερικής αποσιώπησης, αναλογιζόμενος και τις δομές ψυχικής απώθησης των αναγνωστών, ιδίως σε κοινωνίες όπου η βία θεωρείται ότι έχει εξοβελιστεί στο πεδίο της εξαίρεσης ή της ατομικής εγκληματικότητας, κι από την άλλη, έχει να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο δια της αφήγησής του να την παρουσιάσει ως κάτι κοινότοπο - ή, αντίθετα αλλά με το ίδιο αποτέλεσμα, ως μια «πορνογραφία των σφαγμένων σωμάτων». Το πρόβλημα έχει τεθεί έντονα, ιδίως από τους σύγχρονους ιστορικούς του Ολοκαυτώματος, κι έχει προταθεί ως πιο ενδεδειγμένη μέθοδος αυτή της παρουσίασης της βίας διά της εξήγησης και της ερμηνείας του συνολικού φαινομένου και της όσο το δυνατόν λιγότερης προσφυγής σε εικονογραφήσεις συγκεκριμένων συμβάντων.
Μέσω της εξαντλητικής παράθεσης αρχειακών δεδομένων που αφορούν βιαιότητες, ο Κωστόπουλος προσπαθεί να απαντήσει στην επιλεκτική ανάγνωση - αν όχι στην αποσιώπηση ή και πλαστογράφηση, κατ’ αρχήν, της ελληνικής Ιστορίας: «Αυτό που επικρατεί, τόσο στην επίσημη ιστοριογραφία όσο και στο επίπεδο της λαϊκότερης «δημόσιας ιστορίας» των ΜΜΕ, είναι ένα αφηγηματικό σχήμα, σύμφωνα με το οποίο ο «ελληνισμός» υπήρξε κατά κανόνα το θύμα και ουδέποτε (ή έστω σπανίως και συμπτωματικά μόνο) ο θύτης» (σ. 13). Επιτυγχάνοντας να αποδείξει με πληθώρα παραδειγμάτων ότι ο ελληνικός στρατός υπήρξε τόσο εγκληματικός όσο και ο βουλγάρικος, ο σέρβικος, ο οθωμανικός ή ο κεμαλικός, απαντά στην «πτωματολογία» των επαγγελματιών εθνικιστών με μια «πτωματολογία» που δεν υπολογίζει την εθνική προέλευση των δολοφόνων ή των θυμάτων. Ως αναγνώστης θέλω να καταθέσω ότι, από κάποια στιγμή και μετά, συνέλαβα τον εαυτό μου να διατρέχει βιαστικά όλες αυτές τις φρικιαστικές περιγραφές που καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Αντίθετα, το ενδιαφέρον μου επανήλθε όταν έφτασα στους στατιστικούς πίνακες, στο δεύτερο και το τρίτο παράρτημα (σ. 213-273). Ο συγγραφέας παρουσιάζει πληθυσμιακά δεδομένα των βιλαετιών και των σατζακιών της Μακεδονίας, της Θράκης και της Μικράς Ασίας(σ. 157-176), δείχνοντας αφενός την επικρατούσα εθνοτική πανσπερμία κι αφετέρου τα αριθμητικά όρια των ελληνοχριστιανικών κοινοτήτων - που πολύ απέχουν από αυτά που παρουσιάζονται, ακόμα και σήμερα, από επίσημους οργανισμούς του ελληνικού κράτους ή ημιεπίσημες οργανώσεις του ευρύτερου «πατριωτικού», κι όχι μόνο, χώρου. Στο δεύτερο παράρτημα σκιαγραφείται σύντομα η γενοκτονία των Αρμενίων (σ. 213-217) ως αντίστιξη με την, νομοθετικά θεσπισμένη από το ελληνικό κοινοβούλιο, γενοκτονία των ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι, όσον αφορά τους Έλληνες, δεν πρόκειται για γενοκτονία αλλά για εθνοκάθαρση, έχοντας δώσει για την τελευταία έναν ορισμό, στην εισαγωγή του βιβλίου: «το ενδιάμεσο εκείνο στάδιο μεταξύ αντιανταρτοπολέμου και γενοκτονίας, το οποίο συνίσταται στη βίαιη (και συνήθως προσχεδιασμένη) εκδίωξη ενός αλλοεθνούς πληθυσμού από τις πατρογονικές του εστίες χωρίς καθολικό λουτρό αίματος» (σ. 18-19). Η εθνοκάθαρση, ένας νεολογισμός που εμφανίζεται στις δυτικές γλώσσες στις αρχές της δεκαετίας του 1990, είναι μια έννοια που μπορεί, σύμφωνα με τον Κωστόπουλο, να στεγάσει τόσο τις βιαιότητες εναντίον αμάχων των βαλκανικών πολέμων, όσο και την καταστροφή των ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Εδώ έχω να καταθέσω άλλη μια αντίρρηση, ως προς τον ορισμό. Η διάκριση μεταξύ εθνοκάθαρσης και γενοκτονίας δεν μπορεί να συνίσταται, κατά τη γνώμη μου, σε μια διαφορά ποσοτήτων χυμένου αίματος. Πρόκειται για δύο διαφορετικές προσχεδιασμένες επιδιώξεις μιας κεντρικής εξουσίας ή των επικεφαλής ενός στρατεύματος: η (προσχεδιασμένη) καταστροφή, η σφαγή ή η βίαιη μετακίνηση, λ.χ., του πληθυσμού κάποιων χωριών που κατοικούνται από μια εθνική ομάδα διαφορετική από εκείνη των (πρόσκαιρων ή μόνιμων) κυρίαρχων του εδάφους στο οποίο εντάσσονται τα χωριά, αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί εθνοκάθαρση. Η διακηρυγμένη, εμπρόθετη και συστηματική προσπάθεια εξόντωσης όλων των μελών της εθνικής ομάδας (ακόμα κι αν τελικά η εξόντωση παραμένει ημιτελής), αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί γενοκτονία, ακόμα και αν, σε κάποιες περιπτώσεις γενοκτονίας, οι διωγμοί ή οι σφαγές μπορεί να (ή και είναι) αριθμητικά μικρότερες από αυτές μιας εθνοκάθαρσης. Τίθεται λοιπόν στον ερευνητή, που θέλει να υποστηρίξει την υπόθεση της γενοκτονίας, το ζήτημα της ανεύρεσης στοιχείων, σχετικά με τις προθέσεις της κεντρικής εξουσίας, τους σχεδιασμούς της, τις συγκεκριμένες εντολές που δόθηκαν στα εκτελεστικά όργανα. Πέρα από το πολιτικό επίδικο (με το οποίο ο ιστορικός οφείλει να αναμετράται), υπάρχει κι ένα κεντρικό ερευνητικό ερώτημα, ερώτημα το οποίο, προς το παρόν, ζητά περισσότερες αρχειακές «ανασκαφές». Μπορεί η λέξη γενοκτονία να ακούγεται πιο φρικιαστική από την λέξη εθνοκάθαρση (παρόλο που και τα δύο αποτελούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας), έχοντας συγκεκριμένες συμπαραδηλώσεις στην ελληνική γλώσσα και λίγο μεγαλύτερη ιστορία, όμως, για τον ιστορικό της καταστροφής των ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, ο ορισμός της ως γενοκτονίας αποτελεί ένα ερευνητικό ερώτημα που παραμένει ανοιχτό.
Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός
(1) Γ. Ζ. «Από τα χαρακώματα στη ‘Σωτηρία’», Ριζοσπάστης, 16-11-1934 (στο βιβλίο: σ. 153).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου