ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΜΗΤΣΟΥ
ΔΑΦΝΗ ΝΙΚΗΤΑ, Η Περιπέτεια της Μπέττυ και άλλα ποιήματα, μετάφραση Γιάννης Γκούμας, εκδόσεις Poemas, σελ. 104
«Η Περιπέτεια της Μπέττυ» διαδραματίζεται μέσα σε σκοτεινά δωμάτια αρχοντικού σπιτιού. Με χαμηλό φωτισμό, μεγάλα, κλειστά παράθυρα, παλιά έπιπλα, πολλούς καθρέφτες, εντυπωτικές πόρτες. Σε κρύες, άδειες αίθουσες. Ιδιαίτερος χώρος του σκηνικού συχνά η κουζίνα. Εκεί κυριαρχούν τα γυαλικά, οι πιατέλες, αλλά και τα μαχαίρια, τα πιρούνια. Όργανα αιχμηρά.
Αμέτρητα ζώα μπαινοβγαίνουν απρόσκλητα σ’ αυτό το σπίτι. Αράχνες, νυφίτσες, ποντίκια, πρασινωπά φίδια και άλλα ερπετά, μέχρι και τυφλά σκυλιά. Τζιτζίκια απ’ έξω και τα παραδείσια πουλιά στον κήπο. Νερά εμποτίζουν το χώρο. Η υγρασία επαπειλεί το σπίτι και την ένοικο. Η υγρασία εμποτίζει αντικείμενα και ανθρώπους, προπαντός τους διαβρώνει.
Η σιωπή δεσπόζει. Μια πηχτή σιωπή, που δεν ταράσσεται από τους επισκέπτες. Ίσως γιατί αυτοί είναι σκιές και φαντάσματα. Άλαλοι άνθρωποι. «Τι κάνουν όλοι αυτοί οι ξένοι στο σπίτι μου;», αναλογίζεται και απορεί εκστατική η ποιητική persona, στο ποίημα της ομώνυμης συλλογής της Δάφνης Νικήτα, με τίτλο «Αράχνες στο στόμα».
Άντρες με μορφές παράδοξες, ωσάν πουλιά αλλόκοτα ή ζώα παραφυσικής έμπνευσης. Σαν ξόανα επίφοβα. Πανταχού παρόντες-απόντες. Γυναίκες πάντα μέσα στο κόκκινο, που κρυώνουν όμως εσαεί.
Και το ευρύτερο περιβάλλον; Νυσταγμένες πόλεις, έρημες, όλο σκιές και ξένους με πρόσωπα θολά. Η ομίχλη κυριαρχεί σ’ αυτό το μικρό σύμπαν. «Τα γρήγορα βήματα των περαστικών ηχούν σαν σάλπιγγες οργής και πίσω τους αφήνουν μικρά, νεκρά φτερά και σκόνη», καθορίζει το στίγμα της η ποιήτρια.
«Κάποιες φορές δεν ξέρω πώς να περπατήσω πάνω σ’ ευθεία γραμμή», δηλώνεται στο ωραίο ποίημα με τίτλο «Της Γλυκιάς Νύχτας». Αυτή η θέση χαρακτηρίζει, κατά τη γνώμη μου, το ποιητικό σώμα της συλλογής. Φαίνεται να υποστηρίζεται η άποψη πως η πιο δύσκολη πορεία είναι η φαινομενικά απρόσκοπτη και εύκολη, αφού «στα ρηχά νερά πνίγονται –ως γνωστόν– τα παλληκάρια».
Ό,τι κυριαρχεί στα περισσότερα ποιήματα, έντεχνα κεκαλυμμένο, είναι η απουσία του άντρα και η προσμονή του. Είναι η σφυρηλάτηση της υπομονής, καθώς το σώμα πονάει όταν θυμάται. Τούτη η θύμηση επιφέρει την εσώτερη ταραχή, τη συναισθηματική ανταρσία, την εξέγερση, όσο κι αν δόλια επιχειρείται αυτό να συσκοτισθεί, να αποκρυβεί.
«Ίσως σε δω ξανά στο σκοτεινό διάδρομο να με κοιτάς με την ψυχή στο στόμα». Έτσι, αναδεικνύεται η ελπίδα ή εναποτίθεται στις μυρωδιές η προσδοκώμενη έλευση. «Οι μυρωδιές θα τον έφερναν αμέσως κοντά της». Η διαπίστωση αποδεικνύεται, ωστόσο, οδυνηρή: «Κάποιος είναι στην πόρτα της, λυγίζει το σώμα και την ακουμπάει... κάθεται στην καρέκλα της και περιμένει, κανείς, μόνο η νεκρή νυφίτσα να κείτεται μπροστά της».
«Πότε επιτέλους», αναλογίζεται, «θα σ’ έχω δικό μου σαν γλυκό κρασί να σε φυλάξω στο πιο ψηλό και σκοτεινό ντουλάπι της υπόγειάς μου κουζίνας» Δικό του θα είναι, πιθανώς, και το μαύρο κοστούμι: «Κρεμασμένο από χοντρή θηλιά κρέμεται το βαρύ μαύρο γυαλιστερό κοστούμι του άντρα που χάθηκε για πάντα στις κλειστές αίθουσες της αιώνιας προσμονής».
Ωστόσο, τα πρόσωπα που κυριαρχούν περιφέρονται απροσπέλαστα και σκοτεινά, φορώντας πάντα μάσκες. Οι υπαινιγμοί και οι υπερβολικοί, πιθανώς, χαρακτηρισμοί τους, είναι εσκεμμένα απατηλοί. Ο συναισθηματισμός που φαίνεται να δεσπόζει και να υπερφορτώνει τα πρόσωπα, αφορά στο παιχνίδι της δήλωσης-απόκρυψης, εξαπάτησης του αναγνώστη. Παιχνίδι που η Δάφνη Νικήτα διεξέρχεται έντεχνα. Σ’ αυτή την ισορροπία ελπίζει για να παραμείνει αλώβητη η ίδια και τα εύθραυστα ποιήματά της, χωρίς να προδώσει το ύφος της.
Θα έλεγα πως σπάνε σαν ρόδι και σκορπίζουν λαμπερές, απαστράπτουσες εικόνες, τα ποιήματα. Θα μπορούσε κανείς να της προσάψει αυτόν τον καταιγισμό θραυσμάτων από εικόνες και συναισθήματα, εάν δεν ήταν σε θέση να ακούσει την ένταση της έκρηξης. Έτσι, η υπερβολή αποβαίνει συστατικό και αναγκαίο στοιχείο ανάδειξης του κόσμου της και αποτελεί βασικό γνώρισμα της μορφικής αρτίωσης των ποιημάτων. Η επίμονη περιγραφικότητα σκιών ή συναισθημάτων, στοχεύει στο να καλύψει τις εν εξελίξει συντελούμενες διεργασίες, να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, να παραπλανήσει και να εστιάσει, όπου επιλέγει, την προσοχή του αναγνώστη. Συχνά με σχήματα υπερρεαλιστικά, υπερβαίνει τις απαιτήσεις μιας φόρμας συγκροτημένης και μέσα από την μορφική ανατροπή, επιδιώκει να αναδείξει το γυναικείο σύμπαν. Αυτό προκύπτει πάντα ατίθασο και απαιτητικό. Η λεκτική εκζήτηση, ο άγριος παραμυθικός κόσμος, γοητεύει ως συστατικό στοιχείο της εσώτερης ψυχοσύνθεσης της γυναικείας persona.
Δέρμα πάντα που γυαλίζει, χείλη ηδονικά. «Τα χείλη σου δεν έχουν χρώμα, μονάχα λίγο κόκκινο που στάζει, στην άκρη του παραμυθιού». Το σώμα που επιζητά εναγώνια να σπάσει τους φραγμούς και τα όριά του. Που εξεγείρεται και προσδοκά την πραγμάτωση και καταξίωσή του. Οι σκόρπιες, φαινομενικά ασύνδετες εικόνες, υποκύπτουν σε αυτή τη νομοτέλεια, και πείθουν για την αυθεντικότητά τους. Πρόκειται για έκρηξη εξαιρετικών αισθημάτων.
Στα μικρότερης έκτασης ποιήματα, διαπιστώνεται μια θλιβερή, συλλογική –δήθεν– πραγματικότητα, η οποία στην ουσία είναι αποκλειστικά προσωπική. Ο μικρός της κόσμος. Γιατί η ποίηση της Δάφνης Νικήτα είναι μία προσωπική ποίηση. Τα αισθήματα υποδόρια, μελαγχολικά. Διαπιστώσεις της απώλειας και της ήττας.
Φαίνεται πως θα είναι μία από τις «Επτά Ξύλινες Γυναίκες», του ομώνυμου ποιήματος. «Που ξέρουν πως ν’ αρπάξουν απ’ τα μαλλιά την παλιά μελαγχολία», κατά το Ελγιοπουλικής έμπνευσης ποίημα.
Ποίηση διαυγής, με ρυθμό έντονο, λέξεις κατεργασμένες και απαστράπτουσες. Λαμπερή φαντασία που εναγώνια επιχειρεί να αναδομήσει το κακό, να το δικαιολογήσει ή να το εξορκίσει. Ποίηση κατ’ εξοχήν σωματική. Επώδυνη.
«Η Φωνή των Πραγμάτων», εξάλλου, καταγράφεται με συνέπεια, ως αναγκαίο σκηνικό όντων έμψυχων. Σπίτια, σκεύη, πόρτες, όλα. Έχουν ψυχή και θέση. Την εντελέχειά τους. Όλα μεταφέρουν μνήμη. Παίζουν ρόλους. «Κάποια στιγμή θα σου χαρίσω μια λουλουδάτη στρογγυλή πιατέλα από πορσελάνη, που θα βρω σε μία ανοιχτή αγορά του ζεστού νότου», δίδει τη μεγάλη υπόσχεση στο ποίημά της «Δώρο».
Κι αλλού: «Μ’ ένα χαμόγελο στο χέρι, καθισμένη σε πολύχρωμο πάτωμα, με μυτερό ψαλίδι κόβω πουλιά και σπίτια, από μελάνι φτιαγμένα, περιμένω να σε δω να περνάς από το ζεστό στενόμακρο κουτί μου».
Η χαρτοκοπτική της απώλειας και της δημιουργίας αναπαρίσταται σ’ όλη τη συλλογή. Η μάταια αυτή παιγνιώδης διαδικασία. «Και ξαφνικά, φτερά λευκά παντού», αντιγράφω το «Πορτραίτο Εποχής». Αφού τα ποιήματά της συνεχίζουν και διακόπτουν την αφήγηση της ίδιας ιστορίας. Του σώματος και της μοναξιάς του. «Στο λέω καθαρά σ’ αυτό το περίεργο μέρος δεν μπορείς να κρυφτείς», ομολογεί στο ποίημα με τίτλο «Βάλσαμο».
Σαν ένα παιδί, η Δάφνη Νικήτα φαίνεται να παίζει, αφηγούμενη την περιπέτεια της Μπέττυ, πότε αποκρύβοντας, πότε δηλώνοντας απροκάλυπτα, πότε βάζοντας καθρέφτες παραμορφωτικούς μπροστά στα πράγματα και στα πρόσωπα, πότε καταφεύγοντας στον προσωπικό κόσμο της. Παίζει γιατί «το αντίθετο του παιγνιδιού δεν είναι η σοβαρότητα, αλλά η πραγματικότητα», όπως θα έλεγε και ο Σ. Φρόυντ και αυτή την αμεσότητα του πραγματικού επιχειρεί η Δάφνη Νικήτα να αποσείσει.
Ο Ανδρέας Μήτσου είναι πεζογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου