31/7/10

Η ποιητική γενναιότητα του μεταφράζειν

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ

E. E. CUMMINGS: [μόνο με την άνοιξη] 44 ποιήματα. Επιλογή, μετάφραση, επίμετρο, χρονολόγιο: Βασίλης Αμανατίδης, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 144

Πού θα πρέπει να απευθυνθούμε, αν θέλουμε να ελπίζουμε μιαν απάντηση στο ιδιαζόντως σκοτεινό ερώτημα: «Τι είναι αυτό που ονομάζουμε μετάφραση της ποίησης;». Στη θεωρία της μεταφραστικής πράξης ή στην ποίηση; Αν απευθυνθούμε στην πρώτη, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε τις συνέπειες μιας απάντησης που θα μοιάζει με δικαστική απόφαση μάλλον παρά με κριτική παρέμβαση. Ως εκ τούτου, η θεωρία της μεταφραστικής πράξης μπορεί ν’ ασχοληθεί με κάθε άλλο κειμενικό είδος. Ως ποιητές, την απελευθερώνουμε. Δεν χρειάζεται να ταλαιπωρεί τα εργαλεία της για να επιτύχει το σώζειν τα φαινόμενα της μεταφοράς του ποιητικού κειμένου από μια κατάσταση οντολογικής εξέγερσης σε μιαν άλλη. Από την άλλη, η ποίηση δείχνει να συγκεντρώνει περισσότερες αποκριτικές δυνατότητες, αφού έτσι κι αλλιώς το άκρως ιδιάζον λέγειν της ισχυρίζεται σθεναρά το δικαίωμα να θέτει άνευ όρων τους όρους τής άρθρωσής του. Στην ποίηση, λοιπόν, είναι σοφότερο να στραφούμε. Αλλά πού μπορούμε να τη διακρίνουμε μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, ώστε να της θέσουμε το ερώτημά μας; Πρόκειται για μιαν έννοια, της οποίας το βάθος και το πλάτος μεταβάλλονται συνεχώς στη διάρκεια της Ιστορίας, εξωθώντας κριτικούς και ποιητές σε λογικές ακροβασίες, προκειμένου να διατηρήσουν ανέπαφη την ειδοποιό διαφορά της. Έστω, λοιπόν, πώς απευθυνόμαστε στην έννοια της ποίησης∙ η απάντηση που θα πάρουμε δεν θα αφορά αποκλειστικά σε ό,τι από ποίημα σε ποίημα παραμένει -φαινομενικά έστω- ακλόνητο; Σε τι θα μπορούσε να μας χρησιμεύσει κάτι τέτοιο, αν όχι σε μια πολύ γενική νομική διάταξη, που οφείλει να διέπει κάθε μεταφραστική πράξη μας; Φυσικά, όλο και κάτι χρήσιμο προκύπτει από κάθε σχετική έρευνα: κανείς δεν μπορεί να πράξει, δίχως την αντίληψη των γενικών ιδιοτήτων των αντικειμένων. Ωστόσο, άλλο να σπάζεις σε πέτρες ένα βουνό και άλλο να χτίζεις ένα σπίτι. Απομένει έτσι το ποίημα, το ποίημα ως μονάδα λόγου ως επιμέρους σύνθεση, αλλά και το ποίημα ως τμήμα του ενός και μοναδικού ποιήματος που συνθέτει σταδιακά κάθε ποιητής. Αυτό θα ρωτήσουμε, αφού όμως πρώτα είμαστε βέβαιοι πως γνωρίζουμε τι ακριβώς είναι η οντότητα στην οποία απευθυνόμαστε. Τι είναι το ποίημα; Η πιο άμεση απάντηση μάς επισημαίνει το κείμενο που βρίσκεται μπροστά μας κάθε φορά. Και μας παραπλανεί∙ γιατί το ποίημα δεν βρίσκεται ποτέ μπροστά μας ως αντικείμενο έναντι ενός υποκειμένου. Το ποίημα υπαγορεύεται από το ποιητικό κείμενο στον εκάστοτε αναγνώστη. Αυτή η υπαγόρευση είναι ο σκοτεινότερος τόπος για το θεωρητικό λέγειν και ο διαυγέστερος για το μεταφραστικό πράττειν, το οποίο αξίζει το όνομά του μόνο στοχεύοντας ως αυτόνομη υποκειμενικότητα την αυτονομία του ποιήματος απέναντι στο καθεστώς κάθε ερμηνείας.
Το ριζοσπαστικό θάρρος με το οποίο ο Βασίλης Αμανατίδης κινήθηκε εντεύθεν του ορίζοντα που χαράζει το ποιητικό λέγειν του e.e.cummings, προκάλεσε ένα ποιητικό συμβάν με συνέπειες που μένει να τις δούμε να αναλαμβάνονται. Ποιήματα του Αμερικανού μοντερνιστή έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά αρκετές φορές, με αξιοσημείωτα αποτελέσματα, που αναδεικνύουν διαφορετικές όψεις του κονστρουκτιβιστικού λυρισμού του. Όμως το μεταφραστικό εγχείρημα του Αμανατίδη προσθέτει στο ισχυρό αισθητικό αποτέλεσμα και στην αιχμηρή προβληματική της γλώσσας το ερώτημα περί της μετάφρασης ως μέσου ποίησης. Το μετάφρασμα μας δίνεται ομαλά, με ελάχιστες αποκλίσεις από το συνταγματικό πρωτόκολλο του πρωτοτύπου, και ίσως επίμονα προσηλωμένο στη γεωμετρική -ακατάσχετα γωνιώδη- σύνταξη του cummings. Κι ενώ αποδεχόμαστε με ικανοποίηση αυτήν την ομαλή ανάπτυξη των λέξεων, κάποια νευρικότητα απροσδιόριστης προέλευσης αναδύεται σταδιακά, από στίχο σε στίχο. Όσες φορές κι αν επιστρέψουμε στις ήδη διαβασμένες λέξεις, δεν θα βρούμε τίποτα παράξενο. Καταφεύγουμε στο πρωτότυπο, δίχως να αποκομίσουμε τίποτα σχετικό με το ερώτημα που ορθώνεται σχεδόν γοητευτικά: πόθεν αυτή η αίσθηση του ανοίκειου που αναδύεται από την οικειότητα του ποιήματος; Δεν έρχεται, βέβαια, από το παράδοξο του θέματος, όπως στο 9ο ποίημα, όπου ένας θείος -του ποιητή- φτιάχνει φάρμα με πουλερικά για να γίνει νυφίτσα και να πεθάνει, φτιάχνοντας μια φάρμα σκουληκιών. Ίσα-ίσα που το παράδοξο εδώ στελεχώνει ένα οικείο τσίρκο συναισθημάτων και ιδεών. Το ριζικά ανοίκειο στο οποίο αναφερόμαστε προκύπτει από το γεγονός πως ο cummings ακούει -αν όχι εκβιάζει- την προσαγόρευση της γλώσσας, ώσπου να γίνει γλώσσα του. «i had an uncle named / Sol who was a born failure and...» γράφει στο ποίημα που αναφέραμε (σελ. 31). Πρόκειται για δύο προτάσεις καθημερινής απλότητας, οι οποίες δηλώνουν «είχα έναν θείο ονομαζόμενο Σολ, ο οποίος ήταν από τη γέννησή του αποτυχημένος και...». Κι όμως μπορούμε, αν ακούσουμε με τη σειρά μας την προσαγόρευση της γλώσσας, να βρεθούμε ενώπιον δύο άλλων προτάσεων, που απουσιάζουν δραστικά: «είχα ένα θείο με όνομα: / ο Σολ που έλαβε μιαν αποτυχημένη γέννηση», κι ακόμα: «είχα ένα θείο ας πούμε• κάποιος Σολ που απέτυχε να γεννηθεί». Μπορούμε να συναντήσουμε τις δύο αυτές δέσμες σημασιών καθ’ οδόν προς το ποίημα, αλλά μέσα στη συνθήκη της φυσικής, λογικά ομαλής, παρουσίας των δύο στίχων. Ιδού το παράδοξο, λοιπόν. Αλλ’ αν αυτή η τεχνική αφορά στο ίδιο το πρωτότυπο, πώς μπορεί να αφορά και στη μετάφραση; Μόνο με έναν άξιο λόγου τρόπο: ο μεταφραστής αποφασίζει να ιδρύσει με τον ποιητή μια σχέση απογόνου απέναντι στον πρόγονό του. Δεν έχει κανένα περιθώριο να μην είναι ποιητής, έστω και για όσο διάστημα κρατά η σχέση του με το δημιουργικό υποκείμενο, που του εκχώρησε την έδρα της μεταφραστικής πράξης. Φυσικά, για να είναι κάποιος απόγονος ενός ποιητή θα πρέπει να μάθει τον κατεξοχήν τρόπο με τον οποίο πράττει και λέγει εντός της γλώσσας ο πρόγονός του∙ να μάθει αυτόν τον ιδιάζοντα τρόπο, όχι ως βάση ρητορικών δεδομένων ούτε ως πρωτόκολλο διάρθρωσης του λόγου, αλλά ως ειδοποιό διαφορά της ταυτότητας και της συνεπαγόμενης ετερότητάς του.
Ο Αμανατίδης κατόρθωσε μια τέτοια σχέση με τον cummings και αυτό τον τιμά, αφού η μεταφραστική πράξη του θεμελιώθηκε στην εκχώρηση του εαυτού του στο πρωτότυπο και στη διδασκαλία του από αυτό. Μεταφράζοντας τους δύο στίχους της σελίδας 31, που διαλέξαμε για παράδειγμα, λέει: «είχα έναν θείο τον λέγαν / Σολ ήταν εκ γενετής μηδενικό κι», λόγια που μπορούν να διαβαστούν ως: «είχα έναν θείο: τον Λέγαν / Σολ ήταν, εκ γενετής μηδενικό κι» ή «είχα έναν θείο τον λέγαν / Σολ ήταν εκ γενετής, μηδενικό κι» -υπό την προϋπόθεση πως «Sol» σημαίνει «Ήλιος»- κι ακόμα οι δύο λέξεις «μηδενικό» και «κι» (που ο μεταφραστής δεν γράφει «και», ως όφειλε σύμφωνα με την γραμματική) μπορούν να διαβαστούν ως «μηδενικόκι», φωνητική διάβρωση του «μηδενικάκι». Αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος με τον οποίο ο cummings ακούει την προσαγόρευση της γλώσσας, ανοικειώνοντας τις σημασίες εντός της συνθήκης του οικείου λόγου.
Εν κατακλείδι, ο Αμανατίδης μάς έδωσε έναν cummings, στο εργαστήριο του οποίου έμαθε προφανώς να πράττει ποιητικά και να αγνοεί το επικυρωμένο συμβολικό σύστημα της «ποιητικής τέχνης», της ανούσιας στιχουργίας. Τουλάχιστον, όσο κράτησε ή κρατά η σχέση του με τον Αμερικανό μοντερνιστή. Από αυτήν την άποψη, η «σκανδαλώδης» διατάραξη της σχέσης του μεταφράσματος με το πρωτότυπο, όπως τη συνηθίσαμε στα δίγλωσσα βιβλία, κάθε άλλο παρά ασήμαντη είναι. Σημαίνει πως η μετάφραση της ποίησης είναι σε τέτοιο βαθμό αδύνατη, ώστε καταντά η πιο δυνατή μεταφορά από γλώσσα σε γλώσσα.

Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: