11/5/25

 Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την έκθεση του Αλέκου Κυραρίνη με τίτλο Πεδίον Ανθίσματος, που πραγματοποιείται στην Αίθουσα Πολλαπλών Προβολών του 2ου ορόφου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος (Κέντρο Πολιτισμού-Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, Συγγρού 354, Καλλιθέα). Μέχρι 20 Ιουνίου.

Αλέκος Κυραρίνης, «Σπουδή στο κόκκινο», 2025, λάδι σε μουσαμά, 1,80 x 1,70 μ. 

Ο πολιτικός του φιλελεύθερου συνταγματισμού

Του Στέφανου Δημητρίου*

ΛΥΝΤΙΑ ΤΡΙΧΑ, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ο εμπνευστής του συνταγματικού κράτους, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 784
 
Όπως εύστοχα το δηλώνει ο τίτλος του βιβλίου της Λύντιας Τρίχα, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος υπήρξε ο εμπνευστής και κατεξοχήν πρωτεργάτης του συνταγματικού κράτους. Τεκμήριο των σχετικών, ρηξικέλευθων προσπαθειών και των έργων του είναι το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος κατά την εν Επιδαύρω Α΄ Εθνικήν Συνέλευσιν», το 1822. Ο Μαυροκορδάτος, πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, συνέβαλε καθοριστικά στο να επιτευχθεί η πληρέστερη δυνατή ισοσθένεια ανάμεσα στο Βουλευτικό και το Εκτελεστικό. Ο ρόλος του Μαυροκορδάτου είναι επίσης σημαντικός και στο ότι, εκ παραλλήλου προς την οργάνωση της κεντρικής εξουσίας, διατηρεί τα Τοπικά Πολιτεύματα. Ως προς την πρώτη, μάλιστα, εστιάζεται ιδιαίτερα στη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως είναι η θρησκευτική ελευθερία, η ιδιοκτησία, οι ατομικές ελευθερίες και η αξιοπρέπεια ως προσωπική τιμή. Μέριμνα δηλαδή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου ήταν η σύσταση ενός θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα παρείχε αποτελεσματική προστασία σε αρχές που συνθέτουν τη μορφή του κράτους που ονομάζουμε «κράτος δικαίου». Το εγχείρημα του Μαυροκορδάτου, το οποίο έχει μείζονα σημασία και ως προς την πρώιμη εκσυγχρονιστική του σημασία και εμβέλεια, όπως φαίνεται από το Σύνταγμα του 1822, συνιστά και ιδεολογικό πλοηγό. Ανεξαρτήτως των προβλημάτων που παρεκώλυσαν την εφαρμογή του, οι αρχές που το συγκροτούν αποτυπώνουν την ουσιαστική αποδοχή και ένταξη στο περιεχόμενό του της φιλελεύθερης, ευρωπαϊκής συνταγματικής ιδέας. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι οι εν λόγω αρχές εντάχθηκαν και διατηρήθηκαν παντελώς ακέραιες. Οι αναγκαίες ισορροπίες με το τοπικό «παλαιό καθεστώς», οι ζητούμενες συναινέσεις με τους εκπροσώπους των αντίστοιχων συμφερόντων και εξουσιών, καθώς και η ανάγκη για προφύλαξη από την υπονομευτική δράση των ισχυρών τοπικών παραγόντων, υποχρέωσαν τον Μαυροκορδάτο να είναι διστακτικός ως προς το να εκτείνει το εγχείρημά του προς την κατεύθυνση του να οργανώσει μία εκσυγχρονισμένη και ορθολογικά λειτουργούσα, αποτελεσματική, ενιαία, κεντρική διοίκηση.
Διαβάζοντας ο αναγνώστης αυτό το σημαντικό βιβλίο, παρακολουθεί, μαζί με όλες τις αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν, κατά διαστήματα, την πολιτική του Μαυροκορδάτου, τις αντιφάσεις του ίδιου του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος. Πρόκειται για τη μεθοδική προσπάθεια να επιτευχθεί ο εξευρωπαϊσμός της χώρας. Αυτή η προσπάθεια είναι αδιανόητη χωρίς την καθοριστική συμβολή του Μαυροκορδάτου. Άλλωστε αυτός συνέλαβε την ιδέα και τη μεθοδική προετοιμασία και οργάνωση της επίτευξής της. Συνεπώς, οι αντιφάσεις είναι αναπόφευκτες. Άλλωστε, ακόμη και σήμερα, παρόλο που η χώρα μας δεν είναι εξαίρεση (οι μελέτες του Γιάννη Βούλγαρη το έχουν καταδείξει αυτό με πολύ στέρεα, εύρωστη επιχειρηματολογία), αυτός ο εξευρωπαϊσμός, ιδίως σε ό, τι αφορά λειτουργίες του κράτους, καθώς και ως προς την οργάνωση και τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, εξακολουθεί να αποτελεί και ζητούμενο, αλλά και –  για πολλούς, που ευνοούνται από τον διοικητικό ανορθολογισμό απευκταία εξέλιξη. Σε ό, τι αφορά όμως τη δράση αυτού του πρωτεργάτη του φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού, δηλαδή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, οι αναπόφευκτες αντιφάσεις ανακύπτουν από μία εγγενή αντινομία. Δηλαδή, το αντιπροσωπευτικό σύστημα εκλογής, το οποίο αρχικώς αφορούσε μόνο τον ανδρικό πληθυσμό, θα αποτελούσε ισχυρό κώλυμα για τη δράση του, εφόσον οι εκλογείς θα ψήφιζαν με γνώμονα τα επιμέρους, πελατειακά τους συμφέροντα. Εκεί, όμως, δηλαδή στην κόψη του καιρού, ο Μαυροκορδάτος καταφέρνει να συνυφάνει τη φιλελεύθερη  συνταγματική ιδεολογία του με τις  αναγκαίες ρεαλιστικές προσαρμογές και έτσι, μετακινούμενος από την ευθεία πορεία προς την επίτευξη των συνταγματικών σκοπών, στρέφεται προς το να κάνει τους μελλοντικούς πολίτες να συνηθίσουν στις αντίστοιχες συνταγματικές πρακτικές.

Ντίνος Σιώτης

Αλέκος Κυραρίνης, «Πεδίον ανθίσματος», 2024, τρίπτυχο, μικτή τεχνική σε καμβά, 2,20 x 3,60 μ. 

(Η γοητεία του εφήμερου)
 
Του Κώστα Βούλγαρη
 
Η Ντίνος Σιώτης είναι ένας φανατικός των περιοδικών, έχει εκδώσει αρκετά, και συνεχίζει μέχρι σήμερα, με τα εξ ορισμού εφήμερα περιοδικά Poetix και (δε)κατα. Και είναι εφήμερα, όχι όπως όλα σχεδόν τα περιοδικά, αλλά ακόμα και κατά την αντίληψη με την οποία οργανώνονται, ως «φωτογραφίες» μιας λογοτεχνικής στιγμής, φωτογραφίες όχι όμως πανοραμικές αλλά μιας επιμέρους, ακόμα και τυχαίας λογοτεχνικής περιοχής, έστω και αν πολλά τεύχη τους είναι αφιερωματικά, γιατί και το εκάστοτε αφιέρωμα θεματολογικά οργανώνεται, χωρίς διακριτό αισθητικό πρόταγμα. Έκφραση αυτού του εφήμερου χαρακτήρα είναι και οι συνεντεύξεις στο περιοδικό του Σιώτη, Ρεύματα, οι οποίες τώρα παρουσιάζονται σε έναν τόμο (Είκοσι τέσσερις Έλληνες συγγραφείς γράφουν λογοτεχνική ιστορία) ο οποίος τόμος περιέχει συνεντεύξεις από γνωστά πρόσωπα του πνευματικού γίγνεσθαι, κάποια στιγμή της διαδρομής τους, πρόσωπα και συνεντεύξεις που εν όλω δεν συγκροτούν ένα όλον, όχι με την έννοια της συμπερίληψης αλλά του χαρακτήρα μιας πνευματικής τάσης.
 Ο Σιώτης είναι επίσης φανατικός των ανθολογιών, έχει εκδώσει  αρκετές και υπό τη σκέπη και την επίνευσή του συνεχίζει η ετήσια ποιητική ανθολογία των (δε)κάτων, με ποιήματα της κάθε χρονιάς, απαραιτήτως με διαφορετικούς επιμελητές-ανθολόγους, ώστε και εδώ να μην παγιώνεται μια κατεύθυνση, ένα πρόταγμα.
Ο Σιώτης, επίσης, ως ποιητής γράφει σχεδόν καθημερινά, με ποιήματα που φέρουν την ένδειξη της ημέρας που εγράφησαν, αλλά και μνεία του γεγονότος της επικαιρότητας από το οποίο αφορμώνται ή σχολιάζουν. Ψηφίδες και αυτά, γεγονότων της καθημερινότητας, γεγονότων που εμφανίζονται στην επικαιρότητα και, σε μερικές μέρες, ή και την επόμενη μέρα, έχουν δώσει τη θέση τους σε άλλα. Ψηφίδες χωρίς την αξίωση και την αγωνία της σύνθεσης εν προόδω μιας εικόνας αντιπροσωπευτικής μιας περιόδου.
Τέλος, και λογοτεχνικά βραβεία, αλλά και το λογοτεχνικό φεστιβάλ της Τήνου έχει υπό τη σκέπη του και την επίνευσή του ο Σιώτης, που και αυτά αφίστανται από την αισθητική αξιολόγηση και από μια ολοποιητική ακολουθία και αξίωση.
Τι συμβαίνει εδώ; Πρόκειται για μια λατρεία του τυχαίου; Για κάτι που παραπέμπει στα πειράματα του σουρεαλισμού; Μήπως πρόκειται για τη λατρεία τού μάλλον ασήμαντου; Με οδηγό ίσως την καρυωτακική ρήση, περί της ταπεινής τέχνης χωρίς ύφος; Μήπως έχουμε να κάνουμε με μια εν τοις πράγμασι εφαρμογή της μεταμοντέρνας επιταγής, περί κατάργησης κάθε διάκρισης μεταξύ «υψηλού» και «χαμηλού»; Δύσκολα όμως κάποιος θα μπορούσε να κατατάξει το πνευματικό στίγμα του Σιώτη σε μία από τις τρεις αυτές κατηγορίες. Αφού, ούτε σουρεαλιστής είναι, με τη συνειρμικότητα των ποιημάτων του να περιορίζεται στην κατώτερη έκφανσή της, δηλαδή τον συνεχή διασκελισμό, ούτε καρυωτακικός είναι, αφού μετωπικά διαχωρίζεται από την καρυωτακική, ειρωνική ρήση, «οι στίχοι παρέχουν ελπίδες/ θα γράψουν οι εφημερίδες», αφού η λατρεία του εφήμερου εκ μέρους του Σιώτη παράγει και εντείνει ελπίδες διά των στίχων, ούτε, τέλος, έναν μεταμοντέρνο χαρακτήρα μπορεί κανείς να διακρίνει στο όλο έργο του, μέσα σε όλες αυτές τις δράσεις του και τα ποιήματά του, αν κρίνουμε τα επιχειρήματα υπέρ της «αυθεντικότητας» που χρησιμοποίησε απέναντι στην «κλεπτο-διακειμενικότητα» ενός άλλου ποιητή των ημερών μας. Γιατί η γοητεία του εφήμερου που στοιχειώνει τον Σιώτη αφίσταται και από τη μεταμοντέρνα παροντικότητα, όπου ο όλους χρόνος, και όλα τα κείμενα, παρελθόντα και σύγχρονα, αναχωνεύονται μέσα σε ένα αέναο ιστορικό παρόν.

Έτοιμοι για το μέλλον;

(Πτυχές της συνθετικής βιολογίας)
 
Της Σύλβας Χαραλάμπους*
 
AMY WEBB - ANDREW HESSEL, Η Μηχανή της Γένεσης: Ξαναγράφοντας τη ζωή στην εποχή της συνθετικής βιολογίας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 333
 
Με την έναρξη του 21oυ αιώνα, η διεπιστημονική προσέγγιση της έρευνας στις επιστήμες της ζωής και η αύξηση της εμπορευματοποίησης των προϊόντων της, οδήγησαν στην ανάπτυξη ενός νέου πεδίου της βιοτεχνολογίας, τη συνθετική βιολογία. Ένα πεδίο που αποτελεί έναν από τους ανταγωνιστικότερους στόχους της νέας βιοοικονομίας. Η συνθετική βιολογία υπόσχεται να ανακαλύψει πώς δημιουργείται η ζωή, αλλά και πώς μπορεί να αναδημιουργηθεί. Για το λόγο αυτό διεισδύει στα άδυτα του κυττάρου, τη μονάδα της ζωής, αποκαλύπτοντας όχι τις δομές και τις λειτουργίες του που είναι πλέον γνωστές, αλλά τις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις των δικτύων που δημιουργούν τη ζωή. Με τη χρήση της βιοπληροφορικής, της τεχνητής νοημοσύνης, της οργανοειδικής νοημοσύνης, των κβαντικών υπολογιστών και της υπολογιστικής βιολογίας, αναδύονται προϋποθέσεις για ρηξικέλευθες εφαρμογές, που θα προκαλέσουν κοινωνικούς μετασχηματισμούς και σημαντικές επιπτώσεις στην καθημερινότητα και στην εξέλιξη της ζωής μας. Για να υλοποιηθούν όμως αυτές οι εφαρμογές και για να αποφευχθούν οι πιθανές παρενέργειές τους, απαιτούνται η συναίνεση και η συμπόρευση της κοινωνίας. Για το σκοπό αυτό, συνάπτονται διεθνείς διεπιστημονικές συνεργασίες και επενδυτικές πράξεις υψηλού ρίσκου, ενώ παράλληλα θεσπίζονται ηθικές, νομικές και ρυθμιστικές αρχές. Η ρητορική που χρησιμοποιείται, περιλαμβάνει διαβεβαιώσεις για γρήγορη αντιμετώπιση, σημαντικών υπαρκτών προβλημάτων και υποσχέσεις για έναν κόσμο πιο ισότιμο και πιο δημοκρατικό. Τα όρια της ουτοπίας και της πραγματικότητας, τα όρια των προσδοκιών και των απογοητεύσεων για μια ακόμα φορά μέλλει να δοκιμασθούν.
Αυτή ακριβώς η θεματολογία αναπτύσσεται στο παρόν βιβλίο από τους συγγραφείς, Αmy Webb Αμερικανίδα δημοσιογράφο, καθηγήτρια στη Σχολή Επιχειρήσεων Stern του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και μέλος πολλών οργανισμών, και Andrew Hessel, Καναδό ερευνητή γενετιστή και επιχειρηματία, συνιδρυτή της νεοφυούς εταιρίας Human Genomics. Οι δύο επιστήμονες διερευνούν εάν η συνθετική βιολογία μπορεί, και σε ποιο βαθμό πρέπει να ελέγξει τις συνιστώσες «προγραμματισμό» και «επιλογή» στη διαμόρφωση της ζωής, περιορίζοντας τον παράγοντα της «τύχης». Οραματίζονται εφαρμογές και εξελίξεις της συνθετικής βιολογίας, αλλά και σαρωτικές αλλαγές που θα επέλθουν, και θα μετασχηματίσουν τον τρόπο ζωής και επιβίωσής μας στον πλανήτη. Αναδεικνύουν την αναγκαιότητα της επαγρύπνησης της κοινωνίας σε «διλήμματα διπλής χρήσης των νέων καινοτομιών» ώστε να ελαχιστοποιηθούν πιθανές παρεκκλίσεις των εφαρμογών του κλάδου, ενώ καταθέτουν ενδιαφέρουσες προτάσεις για τον τρόπο αντιμετώπισής τους.

Πώς λειτουργεί η λογοτεχνία

Αλέκος Κυραρίνης, «Ησυχαστικό Ι», 2022, αυγοτέμπερα σε ξύλο, 18 x 25 εκ.

(Ο συγγραφέας και ο αφηγητής του)
 
Του Αλέξιου Μάινα*   
 
III. Αρχαιότητα και ενδοκειμενικός αφηγητής 

Καθετί ερασιτεχνικό [αδέξιο στην τέχνη] είναι ατομικό. Η αρτίωση
της μορφής έγκειται στην ύψιστη αναίρεση του καλλιτέχνη απ’ τον ίδιο.
(Άουγκουστ φον Πλάτεν, 1796-1835)

Η σύγχυση συγγραφέα και αφηγητή σε μικρότερο βαθμό οφείλεται και σε μια γραμματολογική παρανόηση, που ακόμα και γνώστες της λογοτεχνικής θεωρίας δεν απέφυγαν: στην προβολή του ιστορικού, εξωκειμενικού ρόλου του προφορικού αφηγητή, π.χ. του ραψωδού, στη σύγχρονη πεζογραφία της «βουβής πρόσληψης» (όπως τη λέει ο Μπαχτίν), με τον εμμενή, ενδοκειμενικό αφηγητή της. Η σύγχρονη αφηγηματική πρόζα, η λεγόμενη Epik («εποποιία»), κατάγεται από το αρχαίο και το μεσαιωνικό έπος. Ο ρόλος εκεί ήταν να κομίσει κοσμοθεωρητικές, αξιακές και πολιτικές σταθερές, τις οποίες εκπροσωπούσε ο ραψωδός-προφορικός αφηγητής ως ερμηνευτής της καλλιτεχνικής πρόθεσης του εποποιού-συγγραφέα, στον οποίο παρέπεμπε άμεσα η εκφορά του. Ο προφορικός αφηγητής απήγγειλε post verbum, φωτίζοντας και μεθερμηνεύοντας το έργο, ακόμα και δραματοποιώντας το επιτελεστικά με μιμικούς τρόπους και χειρονομίες, τονισμούς και αλλοιώσεις της φωνής. Όλα αυτά δεν ήταν μέρος του έργου, αλλά της παράστασής του και εντέλει της ερμηνείας του. Στον πλατωνικό «Ίωνα» βλέπουμε ότι και ο ραψωδός καλείται να λογοδοτήσει ως προς την ερμηνευτική του επάρκεια, την ικανότητά του να εξηγεί σωστά τον δημιουργό, τον οποίο και εκπροσωπεί, όπως ο ηθοποιός εκπροσωπεί την καλλιτεχνική βούληση του σκηνοθέτη. Πολλοί θεωρητικοί υπέθεσαν ότι, κατά τη μετάβαση της λογοτεχνικής παράδοσης από την προφορικότητα στη γραπτότητα, ο εμμενής-ενδοκειμενικός αφηγητής συγκροτήθηκε ως κειμενική ενσωμάτωση του προφορικού εκείνου, που –όπως ειπώθηκε– ήταν μεταγενέστερος της ολοκλήρωσης του έργου. Πράγμα εσφαλμένο. Εμμενής αφηγηματική φωνή –ως οργανωτική αρχή του κειμένου– υπήρχε πάντα, ακόμα και στο προφορικά παραδιδόμενο έργο, στα τμήματα με «διήγησιν», δηλαδή μη σκηνική απόδοση λόγων, πράξεων, σκέψεων, στις περιγραφές, τα σχόλια κ.λπ.
Είναι μεν αλήθεια, ότι στην πλατωνική-αριστοτελική αντίληψη, όλα τα μη σκηνικά (τα όχι «μιμητικά») σημεία αποδίδονταν άμεσα στον συγγραφέα ως δική του «διήγηση» (telling στην ορολογία του Χένρυ Τζέιμς) και δικό του σχόλιο. Αλλά αυτό μπορεί να ερμηνευτεί μέσω του διαφορετικού ρόλου των αρχαίων –και μετεγέστερων– επών, που ήταν ακριβώς να κομίσουν και να τακτοποιήσουν μια υπερπροσωπική, κοινή εθνική παράδοση από την οποία αντλούσαν και την οποία αναδείκνυαν, για να εξασφαλίσουν άξονες κοινών μεταφυσικών και αξιακών νοηματοδοτήσεων του βίου. Συνάρθρωναν και συσσωμάτωναν στοιχεία συλλογικά, εκπροσωπώντας συνολικότερες σταθερές και τελικά είχαν και τον ρόλο νουθεσίας του ακροατή/αναγνώστη, όπως και οι μύθοι ή τα παραμύθια. Ταυτόχρονα είχαν τον ρόλο ερμηνείας της ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας και άρα διαμόρφωσης μιας συλλογικής ταυτότητας. Στη φάση αυτή ο δημιουργός δεν είχε λόγο να υπονομεύσει τα λεγόμενα τού και τότε υπαρκτού ενδοκειμενικά αφηγητή, πειραματιζόμενος με άλλες φωνές, ιδιολέκτους και ιδεολογίες, αποκλίνοντας από την άμεση και καταφατική κατάθεση όσων και ο ίδιος πρέσβευε. Στην πλατωνική-αριστοτελική παράδοση, λοιπόν, δεν διαμορφώνεται ακόμα η συνείδηση της αναγκαιότητας διάκρισης της ενδοκειμενικής φωνής από αυτήν του συγγραφέα.