Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την έκθεση του Νίκου
Χατζηκυριάκου Γκίκα με τίτλο «Ταξίδι από τη Δύση στην Ανατολή» που πραγματοποιήθηκε
στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138, Αθήνα). Επιμέλεια: Ιωάννα
Μωραΐτη.
2/3/25
Ο κοσμοπολίτης Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας
Του Κώστα Χριστόπουλου
«Πώς άραγε προσεγγίζεται η ετερότητα και πώς η προσέγγιση
αυτή αλλάζει όταν το μακρινό γίνεται κοντινό και αναγνωρίσιμο, σχεδόν οικείο;» Αυτό
είναι το αρχικό ερώτημα του Γιώργη Μαγγίνη, Επιστημονικού Διευθυντή του
Μουσείου Μπενάκη, στο πρώτο κατά σειρά προλογικό σημείωμα του καταλόγου της
έκθεσης του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα με τίτλο Ταξίδι από τη Δύση στην
Ανατολή που ολοκληρώνεται στον ομώνυμο θεσμό, στη συγκυρία της επετείου των
τριάντα χρόνων από τον θάνατό του ζωγράφου. Μάλιστα, δεν αρνείται ακόμα πως ο Γκίκας
συγκαταλέγεται στους «στυλοβάτες» μιας «αδρά ορισμένης ομάδας καλλιτεχνών,
συγγραφέων και διανοούμενων που κυριάρχησε στην πολιτιστική ζωή της Ελλάδας
ανάμεσα στις δεκαετίες του 1930 και το 1960», οι οποίοι «εστίασαν στη
χαρτογράφηση μιας ελληνικής “εθνικής ταυτότητας”» και, παρόλη την «ενηλικίωσή
τους εντός ενός ευρωπαϊκού πλαισίου» και του δικού του μοντερνισμού, ο
«θεματικός» τους «πυρήνας» υπήρξε «σθεναρά -και ξεκάθαρα- ελληνικός».
Η όποια αναδρομή, γρήγορη ή επισταμένη, στην εκτενή καταλογογραφία
ή στο συνολικό έργο του Γκίκα επιβεβαιώνει πως σχεδόν κάθε γεγονός του βίου του
είχε καταγραφεί σχολαστικά και μεθοδικά. Υπάρχουν, παραδείγματος χάρη, πλήρεις
ζωγραφικές και σχεδιαστικές αποτυπώσεις από τα μέρη, τις περιοχές ή τα σπίτια
που έζησε. Η κατοχή του αρχείου του από το Μουσείο Μπενάκη, όπου ο ίδιος το
παραχώρησε, επιτρέπει τη διοργάνωση εκθέσεων σαν τη συγκεκριμένη. Το ζήτημα της
«αυτοσκηνοθεσίας» που καίρια έθεσε ο Ευγένιος Ματθιόπουλος σε κείμενό του για
τον Γιάννη Τσαρούχη, με το οποίο καταπιαστήκαμε στο πρόσφατο παρελθόν, μοιάζει
εδώ ίσως επιτακτικότερο, αν όχι δεσμευτικό για τον τρόπο που βλέπουμε,
κατανοούμε και κρίνουμε εκθέσεις γνωστών καλλιτεχνών και τον τύπο της εμπέδωσης
του επιθετικού αυτού προσδιορισμού.
Στην έκθεση παρουσιάζονται μια πλειάδα τεκμηρίων ενός
μεγάλου ταξιδιού διάρκειας κοντά έξι μηνών, από τον Μάρτιο μέχρι το τέλος
Σεπτεμβρίου του 1958, που ξεκίνησε από τη Δύση και ολοκληρώθηκε στην Ανατολή,
όπως προδίδει ο τίτλος της. Πέρα από διάφορα έγγραφα, την επιλεγμένη
αλληλογραφία, κάποιες καρτ-ποστάλ, ορισμένες φωτογραφίες, βιβλία και τουριστικούς
οδηγούς, μεγάλο χωροταξικά κομμάτι της καταλαμβάνει η εγκατάσταση ενός δωματίου
ιαπωνικής έμπνευσης, κατασκευασμένου προφανώς με σύγχρονα δομικά υλικά της αρχιτεκτονικής
του επείγοντος των μαζικών και, συνάμα, με πρόσκαιρη χρησιμότητα ανακαινίσεων. Περιττό
ίσως ως προς την πρόσληψη του αντικειμένου της έκθεσης και αγνοώντας ή αψηφώντας
αρχετυπικούς ορισμούς της αισθητικής θεωρίας πάνω σε ευρέως διαδεδομένους χαρακτηρισμούς,
προσπαθεί να μας μεταφέρει την ταξιδιωτική εμπειρία του Γκίκα, σαν σε επίσκεψη
σε ανθρωπολογικό μουσείο λίγο πριν την έλευση της τεχνολογίας της επαυξημένης
πραγματικότητας. Όμως η ίδια η «εμπειρία», ο προσεταιρισμός από τον θεατή του
βιώματος άλλων συνθηκών, συνιστά το κεντρικό επίδικο όχι μόνο κάποιων όψεων της
σύγχρονης μουσειολογικής καθημερινότητας αλλά και της ευκαιριακής παροδικότητας
ευρωπαϊκής προέλευσης προγραμμάτων χρηματοδότησης, από τα οποία όμως η
συγκεκριμένη έκθεση φαίνεται να μην ευεργετείται.
Πίνακες της κατοχής
Της Μαρίας Μοίρα
ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ ΝΙΚΟΛΗΣ, Ο Μιχαήλος κι άλλες κατοχικές ιστορίες, Εκδόσεις Κέδρος, σελ. 106
Το βιβλίο του Επαμεινώνδα Νίκολη, επανεκδίδεται από τον Κέδρο σαράντα χρόνια μετά, ενώ ο συγγραφέας δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Οι ιστορίες του από την κατοχή είναι συνταρακτικές, χωρίς αυτό να οφείλεται στην πρωτοτυπία των θεμάτων, αλλά στην διεισδυτικότητα του βλέμματος, στην καθαρότητα των προθέσεων, στην ακρίβεια των περιγραφών και στην αμείωτη ένταση των συναισθημάτων που συσσωματώνει αβίαστα στο λόγο του. Στην θέρμη και την κατανόηση με την οποία προσεγγίζει τις αντιφάσεις, τις ατυχίες και τις περιπλοκές της ζωής, που ορίζουν και σημαδεύουν το ανθρώπινο πεπρωμένο.
Ο εικαστικός-συγγραφέας της συλλογής των είκοσι σύντομων διηγημάτων, που σπούδασε ζωγραφική και χαρακτική στη σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο Παρίσι, αφηγείται σκηνές της κατοχής στην έρημη, παγωμένη και σκοτεινή Αθήνα, των Ιταλών και Γερμανών κατακτητών. Οι ήρωές του, μεροκαματιάρηδες, και ρεμπέτες, φτωχοδιάβολοι και αρτίστες των αυτοσχέδιων θεάτρων, λουστράκια και αντιστασιακοί αριστεροί πατριώτες, μάγκες, πρεζάκια και λούμπεν στοιχεία, κατοικούν στους φτωχούς συνοικισμούς και στις παραγκουπόλεις του περιθωρίου, στο Μπραχάμι, στον Ασύρματο, στο Δουργούτι, στο Κατσιπόδι. Οργανώνονται στην αντίσταση από ιδεολογία ή ανάγκη και προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιβιώσουν μέσα στην ανελέητη πείνα, το κυνήγι από τους γερμανοτσολιάδες, τα μπλόκα και τις εκτελέσεις. Σαν τον μικρό Αρμένη, το ανυπόδητο αχαμνό λουστράκι με τα σακατεμένα ποδαράκια, που ενώ ήταν ο ευνοούμενος των Γερμανών τον καρφώσανε για εβραίο και κόπηκε το μεροκάματο και το φαγητό. Έγινε σαλταδόρος στα καμιόνια και στις αποθήκες με τα λάστιχα για να θρέψει την οικογένειά του, όμως η σύντομη ζωή του έληξε ξαφνικά και άδοξα σε μια στιγμή. Χωρίς καν να προλάβει να ακούσει την ριπή του αυτομάτου.
Τρεις το πολύ σελίδες αρκούν για να στηθεί η εικόνα με ενάργεια και δύναμη, με εσωτερικό παλμό και ρίγος ψυχής. Για να μεταδοθούν στον αναγνώστη όσα αφηγείται και άλλα πολλά, που έρπουν μυστικά κάτω από τις λέξεις. Με γλώσσα μεικτή, προφορική και ιδιαίτερη, που ενσωματώνει ιδιώματα της μαγκιάς και ντοπιολαλιές της επαρχίας. Πρόσωπα sui generis, ντόμπρα ή κουτοπόνηρα, αγαθά και αποκλίνοντα στα όρια του κωμικοτραγικού. Σκηνές μιας διάχυτης και αδιανόητης δυστοπίας, που αποπνέουν τον παραλογισμό της βίας, την σκληρότητα του πολέμου και τον τρόμο της κατοχικής καθημερινότητας.
Εμπορικός ελληνικός κινηματογράφος και μοντερνιστική ποίηση
![]() |
Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Σκηνή από το Θέατρο Καμπούκι, 1958, μελάνι και λευκή τέμπερα σε χαρτί japon |
Του Θεόδωρου Βάσση
στον Λαοκράτη Βάσση
Το πρώτο είναι η ταινία Ξύπνα Βασίλη (1969. Παραγωγός: Φίνος Φιλμ. Σκηνοθέτης και σεναριογράφος: Γιάννης Δαλιανίδης. Διασκευή τού ομώνυμου θεατρικού κειμένου τού Δημήτρη Ψαθά). Σ’ αυτό το φιλμ παρουσιάζεται ο ενδοκινηματογραφικός ήρωας ποιητής φανφάρας, ως ένας μοντερνιστής ποιητής που άδει ακαταλαβίστικους ελεύθερους στίχους, κενούς νοήματος (κατά την κοινή / μέση αντίληψη), οι οποίοι επισύρουν τη θυμηδία, το γέλωτα και το σκώμμα των ενδοκινηματογραφικών παρευρισκομένων, βοηθούντος -φυσικά- και του αλλοπρόσαλλου παρουσιαστικού του: η, σκηνοθετικά, μονοδιάστατη (γελοιοποιητική) οπτική γωνία, που εξισώνει την παράταιρη εξωτερική εμφάνιση με την παράταιρη, άδουσα, ποίηση είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.
Αυτού του είδους η (επιδιωκόμενη) πρόσληψη εκ μέρους του φιλοθεάμονος κοινού προκύπτει από ένα συγκεκριμένο σκεπτικό (σκηνοθετικό και σεναριακό): το εν λόγω φιλμ παράγεται για το μαζικό κοινό (στα όρια της συγκεκριμένης ιστορικοκοινωνικής πραγματικότητας «λαϊκό»). Το «λαϊκό» νοείται (στο μυαλό των βασικών συντελεστών) ως κοινωνικοοικονομική κατηγορία (το σύνολο των φτωχών εργατών και των χαμηλοεισοδηματιών ελευθέρων επαγγελματιών και, κατώτερης βαθμίδας, δημοσίων υπαλλήλων) και, ταυτοχρόνως, ως πολιτισμική κατηγορία (το σύνολο των αγραμμάτων καθώς και των εγγραμμάτων χαμηλού μορφωτικού επιπέδου).
Οι βασικοί συντελεστές του φιλμ (παραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος) μ’ αυτόν τον τρόπο εκλαμβάνουν το «λαό»: οι εξαιρέσεις (λόγου χάρη, κάποιος φτωχός εργάτης ή χαμηλόμισθος ελεύθερος επαγγελματίας, ωστόσο όχι χαμηλής πολιτισμικής στάθμης) απλώς δεν τους αφορούν, μιας και το (χρηματοοικονομικό) κέρδος προκύπτει από την προσέλκυση όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων από αυτόν το «λαό», ο οποίος δεν κατανοεί τη μοντερνιστική ποίηση και, γι’ αυτό, την παρωδεί.
Ο ποιητής
Ποιητής θα γίνει ο
Φαρίντ, χαχα, ποιητής
Μέσα στη ζέστη του μεσημεριού τρελό
ζουζούνισμα εντόμων
στη σκιά της χουρμαδιάς αποκοιμιέται
Κάτω απ’ τα κλειστά του βλέφαρα
βαδίζει ράθυμα στην όχθη πλάι
χέρια στις τσέπες
η σχολική του τσάντα πιο βαριά στους ώμους
Παιδιά ανέμελα τον προσπερνούν
μια νεαρή γυναίκα ανάμεσά τους
με άνθος λωτού στο χέρι
αργά στρέφει το κεφάλι προς το μέρος του
Ερωτευμένος ο Φαρίντ, χαχα, ερωτευμένος
Τινάζεται απότομα
την έχει ξαναδεί
στην αγορά ή στον δημόσιο κήπο ίσως
Κορίτσια φλυαρούν στην άκρη του νερού
καμιά δεν τη θυμίζει
Το βλέμμα της γρίφος αρχαίος
Η μητέρα με τα πλυμένα ρούχα στο πανέρι
περιμένει
εκείνος σήμερα δεν βιάζεται
του Αυγούστου αεράκι ανεπαίσθητο
τον σπρώχνει απαλά
σαν τα λευκά πανάκια στις φελούκες
Τόπος γαλήνιος ανοιχτός
ο ήλιος δύει τις μορφές
τα χρώματα οι σκιές αλλάζουν
Στη μνήμη του αίφνης αναδύονται
μια σχολική εκδρομή
τα ίχνη μιας τοιχογραφίας
Η νεαρή γυναίκα με το άνθος
τώρα αλλού κοιτά
γύρω της φτερουγίζουν
μυστικά
κι αυτός
σαν κείνη την ημέρα στο μουσείο
στην ώχρα του χρόνου
χάνεται
στο πράσινο του μαλαχίτη
απ’ το βραχιόλι της
Φαρίντ, γιε μου, πού είσαι;
Γιολάντα Σακελλαρίου
(1948-2025∙ ανέκδοτο ποίημα, που δεν πρόλαβε να δημοσιευθεί κάτω από την ένδειξη «Ποιήματα που τώρα γράφονται»)
Μέσα στη ζέστη του μεσημεριού τρελό
ζουζούνισμα εντόμων
στη σκιά της χουρμαδιάς αποκοιμιέται
Κάτω απ’ τα κλειστά του βλέφαρα
βαδίζει ράθυμα στην όχθη πλάι
χέρια στις τσέπες
η σχολική του τσάντα πιο βαριά στους ώμους
Παιδιά ανέμελα τον προσπερνούν
μια νεαρή γυναίκα ανάμεσά τους
με άνθος λωτού στο χέρι
αργά στρέφει το κεφάλι προς το μέρος του
Ερωτευμένος ο Φαρίντ, χαχα, ερωτευμένος
Τινάζεται απότομα
την έχει ξαναδεί
στην αγορά ή στον δημόσιο κήπο ίσως
Κορίτσια φλυαρούν στην άκρη του νερού
καμιά δεν τη θυμίζει
Το βλέμμα της γρίφος αρχαίος
Η μητέρα με τα πλυμένα ρούχα στο πανέρι
περιμένει
εκείνος σήμερα δεν βιάζεται
του Αυγούστου αεράκι ανεπαίσθητο
τον σπρώχνει απαλά
σαν τα λευκά πανάκια στις φελούκες
Τόπος γαλήνιος ανοιχτός
ο ήλιος δύει τις μορφές
τα χρώματα οι σκιές αλλάζουν
Στη μνήμη του αίφνης αναδύονται
μια σχολική εκδρομή
τα ίχνη μιας τοιχογραφίας
Η νεαρή γυναίκα με το άνθος
τώρα αλλού κοιτά
γύρω της φτερουγίζουν
μυστικά
κι αυτός
σαν κείνη την ημέρα στο μουσείο
στην ώχρα του χρόνου
χάνεται
στο πράσινο του μαλαχίτη
απ’ το βραχιόλι της
Φαρίντ, γιε μου, πού είσαι;
Γιολάντα Σακελλαρίου
(1948-2025∙ ανέκδοτο ποίημα, που δεν πρόλαβε να δημοσιευθεί κάτω από την ένδειξη «Ποιήματα που τώρα γράφονται»)
Με δύναμη από την ... Αίγινα
Του Ηλία Κολοβού*
ΕΛΕΝΗ ΓΟΥΣΤΗ-ΣΤΑΜΠΟΓΛΗ, Η Αίγινα στα χρόνια της
οθωμανικής κυριαρχίας. Η ζωή του προύχοντα Παντελάκη Οικονόμου, Εκδ. Η
Αιγιναία, Αίγινα 2024, σελ. 240
Η Ελένη Γούστη-Σταμπόγλη στη μελέτη της αυτή βιογραφεί, με βάση εκτεταμένη αρχειακή και βιβλιογραφική έρευνα, έναν Αιγινήτη προύχοντα των τελευταίων χρόνων πριν από την Ελληνική Επανάσταση, τον λογιώτατο Παντελάκη Οικονόμου (περ. 1750 - περ. 1810), οι απόγονοι του οποίου πήραν το επώνυμο Λογιωτατίδη, με προεξάρχοντα τον Γεώργιο της Ελληνικής Επανάστασης και τον Σπυρίδωνα, τον αρχαιολόγο που ανέδειξε την αρχαϊκή γλυπτική του νησιού. Το βιβλίο είναι επίσης μια μελέτη τοπικής ιστορίας, που μας γνωρίζει, μέσα από ενδελεχή έρευνα, την παλαιά Αίγινα, πριν από την Ελληνική Επανάσταση, οι κάτοικοι της οποίας, όπως και ο Παντελάκης Οικονόμου, ζούσαν ακόμη κυρίως στη μεσαιωνική Παλιαχώρα, οχυρωμένη στην ορεινή ενδοχώρα του νησιού. Εκεί, για παράδειγμα, συγκεντρώθηκαν, στις 27 Ιανουαρίου 1767, ιερείς, προεστοί, και όλη η κοινότητα της Αίγινας, συμφωνώντας να προστατεύσουν τα καλλιεργήσιμα χωράφια τους στον Κάμπο και στον Μεσαγρό από τη βόσκηση, με απόφαση που φέρει τη σφραγίδα του Κοινού και βεβαιώνεται από τον αρχιεπίσκοπο Αιγίνης.
Αλλά την ίδια στιγμή, και εδώ πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή, η εποχή που μελετά η Ελένη Γούστη-Σταμπόγλη, τα χρόνια γύρω στα 1800, «δεν χωράει» στο μικρό νησί του Αργοσαρωνικού: η συγγραφέας, με αφηγηματική ενάργεια, παρακολουθεί τον ήρωα του βιβλίου της, τον Παντελάκη Οικονόμου, να κινείται με άνεση στα άλλα νησιά του Αργοσαρωνικού, στην Αθήνα, στην Πελοπόννησο, στο Αιγαίο γενικότερα και στις ακτές της Μικράς Ασίας, και βέβαια στην Κωνσταντινούπολη, την εμβληματική πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου ο προύχοντας της Αίγινας εκπροσωπεί την κοινότητα, αλλά και εμπορεύεται.
26/2/25
Στατιστική μαγεία
ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΥΣΙΚΟΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ
ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Του Χρήστου Λάσκου*
CHARLES WHEELAN, Γυμνή στατιστική − τα δεδομένα
χωρίς δέος, μετάφραση: Γιάννης Παπαδόγγονας, εκδόσεις Εφαλτήριο 2024, σελ.
302
Ο
θάνατος ενός ανθρώπου είναι τραγωδία, ο θάνατος εκατομμυρίων είναι στατιστική
Ιωσήφ
Στάλιν
Ο χυδαίος κυνισμός, που διαπνέει τη διατύπωση του Στάλιν, λέει πολλά για τη βαρύτητα της στατιστικής στη διαχείριση πολλών σημαντικών ζητημάτων -κυριολεκτικά ζωής και θανάτου. Έστω κι αν, ευτυχώς, δεν έχουν όλα τον βαμπιρικό χαρακτήρα της σταλινικής «σοφίας», δεν παύει να είναι, πολλές φορές, εξαιρετικής σημασίας.
Η στατιστική είναι ένας τομέας των μαθηματικών, που συνδέεται, περισσότερο, ίσως, από οποιονδήποτε άλλον, με την καθημερινότητα. Με θέματα, δηλαδή, που βγάζουν νόημα και απασχολούν τους ανθρώπους.
Όταν σπούδαζα φυσική -και για αρκετά χρόνια, αργότερα- υποτιμούσα την αξία της. Ο απειροστικός λογισμός, τα θεμελιώδη μαθηματικά της φύσης, μου φαινόταν πολύ σημαντικότερα. Στο κάτω κάτω, οι παράγωγοι, τα ολοκληρώματα και οι διαφορικές εξισώσεις μπορούσαν να διεισδύσουν στα «βάθη του πραγματικού» με τρόπο εκπληκτικό. Ενώ οι μέσοι όροι, οι διάμεσοι, οι τυπικές αποκλίσεις και τα σχετικά είχαν μόνο «επιφανειακή» χρησιμότητα, με εφαρμογή στα «μικρά» και «ασήμαντα» με κοσμολογικούς και φιλοσοφικούς όρους. Η οντολογία μιλούσε τη γλώσσα των απειροστών και των απείρων.
Με άλλα λόγια, η στατιστική παραήταν εφαρμοσμένη, για να είναι σπουδαία. Στο λεξιλόγιο των μαθηματικών, ήταν ο κλάδος, ο πιο απομακρυσμένος από τα καθαρά, τα «γνήσια» μαθηματικά.
Με τον καιρό, κατάλαβα πως είχα άδικο.
Η στατιστική είναι σπουδαία μαθηματικά. Η κατανόησή της, μάλιστα, βοηθάει πολύ και στην κατανόηση του λογισμού.
Ο Wheelan έχει διαφορετική προσέγγιση. Όπως εξηγεί, ο ίδιος απεχθάνονταν τις παραγώγους και τα ολοκληρώματα για τον αντίθετο λόγο, από αυτόν που οδηγούσε εμένα στην απαξίωση της στατιστικής. Ήταν ο εφαρμοσμένος χαρακτήρας, που τον έλκυε στην στατιστική.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)