Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την έκθεση
«Προδανεισθείς Χρόνος: Ο κόπος του καλλιτέχνη μέσα από το έργο του Γιάννη
Παππά» που πραγματοποιείται στο Μουσείο Μπενάκη της Οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138
& Ανδρονίκου, Αθήνα). Επιμέλεια: Θοδωρής Μπαργιώτας. Φωτογραφίες: Λεωνίδας
Κουργιαντάκης. Μέχρι 27 Ιουλίου.
1/6/25
Τοιχογραφία των δημιουργών του ρεμπέτικου
Της Διώνης Δημητριάδου*
ΗΛΙΑΣ ΒΟΛΙΟΤΗΣ-ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ, Μάγκες αλήστου εποχής 24+1 ρεμπέτικα πορτρέτα, εκδόσεις Μετρονόμος,
2024, σελ. 518
Τελειώνει άραγε ποτέ η έρευνα για το ρεμπέτικο τραγούδι, ολοκληρώνεται η «τοιχογραφία» των σπουδαίων δημιουργών που, με ρίζες στο βυζαντινό μέλος, στο δημοτικό τραγούδι, το μικρασιάτικο, εμπλούτισαν την ελληνική μουσική με νέα ακούσματα; Ο Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης, παθιασμένος ερευνητής του λαϊκού, ρεμπέτικου τραγουδιού, επί σειρά ετών έψαξε (και ψάχνει), ρώτησε, συνομίλησε με όσους εναπομείναντες, αλλά και με συγγενείς, φίλους αυτών των μοναδικών δημιουργών, συλλέγοντας μαρτυρίες, καταγράφοντας μνήμες. Αρκετά τα βιβλία του (μελέτες καλύτερα) που εκδόθηκαν, καθιστώντας, και δικαίως, αυτόν ως έναν από τους σημαντικότερους ερευνητές-μελετητές του ρεμπέτικου. Το ότι το παρόν βιβλίο ήδη διανύει την τρίτη του έκδοση, εμπλουτισμένη με νέο υλικό, αποδεικνύει πως αφενός το ρεμπέτικο έχει θερμούς θιασώτες, αφετέρου (και αυτό είναι το πιο σημαντικό) η έρευνα καλά κρατεί.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του πονήματος αυτού είναι πως απουσιάζει παντελώς η «αγιοποίηση» («εικόνες θα δείτε, όχι αγιογραφίες», όπως τονίζει ο Καπετανάκης στον Πρόλογο της πρώτης έκδοσης) – τάση που πολλούς ενέπνευσε για πρόχειρες και επιφανειακές προσεγγίσεις των δημιουργών του ρεμπέτικου· άλλωστε, τα τελευταία σχεδόν πενήντα χρόνια πολλοί ήταν αυτοί που, εκμεταλλευόμενοι το είδος, είδαν σ’ αυτό μόνον το κέρδος. Εδώ θα δούμε γνήσιες μαρτυρίες, λιτές στην αυθεντικότητά τους, πλούσιες ωστόσο σε ειλικρίνεια. Θα δούμε τους επιφανείς (κάτω από μια διαφορετική ματιά), θα θυμηθούμε ή θα ανακαλύψουμε και τους αφανείς σπουδαίους, τους λησμονημένους στη σκιά των άλλων.
Ο Καπετανάκης θα δείξει τις προσωπικές του προτιμήσεις, όπως κάθε σωστός μελετητής, που δεν γράφει με άδειο κεφάλι (γιατί άδειο τι να το κάνουμε;) αλλά αποτυπώνει στο χαρτί τη θέση του, την άποψη του, τεκμηριωμένη φυσικά. Θα ξεχωρίσει τον Βαμβακάρη, τον τραγικό Ανέστο Δελιά, ή Αρτέμη για τους φίλους του, τον Γιώργο Κάβουρα, «τον κάλλιστο, τον πιο συγκλονιστικό τραγουδιστή που ακούει στον 20ό αιώνα ο ελληνικός κόσμος». Θα αφιερώσει αρκετές σελίδες στον Βαγγέλη Παπάζογλου, αξιοποιώντας ανάμεσα στα άλλα στοιχεία τη γλαφυρή αφήγηση της Αγγελίτσας Παπάζογλου, τεκμήριο μιας ολόκληρης εποχής από μόνη της. Ακόμα θα θυμηθεί τον δραστήριο ώς τα βαθιά γεράματα («μόνος και θαλερός στο πάλκο») Γιώργο Κατσαρό-Θεολογίτη, μέσα από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, τον μελωδικό Απόστολο Χατζηχρήστο, την από πολλούς ξεχασμένη Ευαγγελία Μαργαρώνη, με το ακορντεόν ή το πιάνο στις λαϊκές ορχήστρες, που έστρεφε το πρόσωπο στο κοινό μόνο όταν επρόκειτο για φωτογράφιση, τον Απόστολο Καλδάρα, με τις «μεταλλάξεις» του, όπως ονομάζει το πέρασμά του από όλες τις ρούγες, «με αλλεπάλληλες μεταστοιχειώσεις και προπαντός διαχρονικά κέρδη» (ο Καπετανάκης δεν χαρίζεται σε κανέναν εύκολα, όσο σπουδαίος), τον Γιώργο Μητσάκη μέσα από την αφήγηση της Αθηνάς του, τον «τεμπέλη» Στράτο Παγιουμτζή της ξακουστής «Τετράδας του Πειραιά» (Μάρκος, Δελιάς, Μπάτης, Παγιουμτζής), με τη στιβαρή, ρωμαλέα φωνή, τον Θεσσαλονικιό Στέφανο Κιουπρούλη, τον Νάκο, δηλαδη ή Χοντρο-Νάκο, όπως τον ξέραν οι περισσότεροι.
Μνήμη χαραγμένη στο σώμα της πόλης
![]() |
Άποψη της έκθεσης «Προδανεισθείς Χρόνος: Ο κόπος του
καλλιτέχνη μέσα από το έργο του Γιάννη Παππά» στο Μουσείο Μπενάκη |
Του Γιάννη
Γιαννιτσιώτη*
ΧΑΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, Η μνήμη και η πόλις. 40+1 δημόσιες ιστορίες, εκδόσεις Ασίνη, β' έκδοση, Αθήνα 2025, σελ. 280
ΧΑΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, Η μνήμη και η πόλις. 40+1 δημόσιες ιστορίες, εκδόσεις Ασίνη, β' έκδοση, Αθήνα 2025, σελ. 280
Στο βιβλίο του
αυτό, ο Χάρης Αθανασιάδης, καθηγητής Δημόσιας Ιστορίας στο Πάντειο
Πανεπιστήμιο, συγκεντρώνει 40+1 μικρά σε έκταση δοκίμια, άρρηκτα συνδεδεμένα με
τις συλλογικές μας μνήμες, όπως αυτές εγγράφονται στους ιστούς των πόλεων με τα
μνημεία, τα οδωνύμια, τα παλαιά κτίρια, και όπως διαπλέκονται με τις
καθημερινές μας γεωγραφίες. Περιηγείται στη Νέα Σμύρνη και παρατηρεί τη
συστηματική ενθύμηση της προσφυγιάς μέσα από κτίρια, μνημεία, κινηματογράφους
και γκράφιτι· τριγυρνά στην Ερμούπολη και αναδεικνύει τις συμβολικές δομές
εξουσίας μιας πόλης με αστικό παρελθόν· στέκεται εμπρός στην Παλαιά Βουλή και
σχολιάζει τις πολλαπλές προσλήψεις του Κολοκοτρώνη, περνάει από την Πλατεία
Λαού στη Λαμία και αναστοχάζεται την επίμονη αντοχή του Άρη Βελουχιώτη στη
συλλογική μας μνήμη.
Παράλληλα,
όμως, περπατάει και σε μια άλλη πόλη, τη νοητική, στην οποία, όπως ο ίδιος
σημειώνει, οι πολίτες διαλέγονται, συμφωνούν και διαφωνούν, αντιπαρατίθενται
για τα τωρινά και τα περασμένα για να καθορίσουν τα μελλούμενα. Η δήλωση ενός
πολιτικού, μια απεργία, μια επέτειος, μια επίσκεψη σε έναν τόπο, μια
αντιπαράθεση στο Διαδίκτυο, όλα τα τωρινά γίνονται αφορμή ώστε να στραφεί στο
παρελθόν, να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία του ιστορικού με σκοπό να φωτίσει
καλύτερα το παρόν και να καταθέσει τον πολιτικό του προβληματισμό, επενδύοντάς
τα συχνά με αυτοβιογραφικές αναφορές. Αυτοί οι τρεις άξονες, ο πολιτικός
σχολιασμός, η ιστορικοποίηση και ο αυτοβιογραφικός λόγος, βρίσκονται άρρηκτα
συνδεδεμένοι, σε διαρκή επικοινωνία.
Οι
μετα-αλήθειες, για παράδειγμα, που παράγονται από τις κοινότητες του Διαδικτύου,
στην καλύτερη περίπτωση αμφιλεγόμενες όσον αφορά την επιστημονική τους
ορθότητα, στη χειρότερη ένα σύμφυρμα εξωφρενικών ισχυρισμών, γίνονται η αφορμή
για να μας θυμίσει ο συγγραφέας τον Γιούργκεν Χάμπερμας και την τεράστια
συνεισφορά του για τις προϋποθέσεις συγκρότησης της δημόσιας σφαίρας στις
δυτικές κοινωνίες τον 18ο και 19ο αιώνα: τη δέσμευση δηλαδή των συμμετεχόντων
σε λογικούς συλλογισμούς μέσω των οποίων συνομιλούμε για την παραγωγή της
αλήθειας, με κύριο μέλημα την επιβεβαίωση της δημοκρατίας απέναντι στους
σημερινούς διακινητές των fake news.
Η έκσταση της γεωγραφίας
Του Ζήση Κοτιώνη*
ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ, Αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε, εκδόσεις Καστανιώτη,
σελ. 106
Σε όλη τη διαδρομή περισσότερο μαθαίνουμε πώς μπορείς να χαθείς παρά πώς μπορείς να βρεθείς εκεί που ανευρίσκεσαι. Η ποιητική εύρεση στον τόπο της ελλαδικής γεωγραφίας μας έχει γίνει γνωστή από τον Σεφέρη ως αβέβαιη αναζήτηση του ιστορικού “μας” εντοπισμού, από τον Ελύτη ως λιμπιντική εκδίπλωση στον αιγαιακό ορίζοντα, ή από τον Ρίτσο ως εξορία και εξαίρεση στον ρημαγμένο τόπο. Για εκείνους, το τραύμα του τόπου παρουσιάζεται καθώς ανευρίσκονται επί τόπου, εκεί. Στο ποιητικό εγχείρημα του Παυλίδη δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα για να αναδύεται από τον γεωγραφικό του εντοπισμό, βρισκόμαστε χαμένοι κάπου εκεί, αλλά πού τελικά; Το πεδίο δεν είναι σταθερό όπως το έδαφος, αλλά είναι ασταθές όπως ο άνεμος. Και το τραύμα αναδύεται μέσα από την εμπειρία της διάχυσης των ορίων του χώρου της (παρ)αίσθησης και του χρόνου της ελλειπτικής μνήμης, καθώς το υποκείμενο διαχέεται και χάνεται μέσα στον ασταθή, παραπλανητικό εντοπισμό του.
Εμφύλιος, τέχνη, ελευθερία
![]() |
Άποψη της έκθεσης «Προδανεισθείς Χρόνος: Ο κόπος του
καλλιτέχνη μέσα από το έργο του Γιάννη Παππά» στο Μουσείο Μπενάκη |
Της Άννας Φιλίνη*
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΟΥΓΕΛΕΚΑΣ, Η επιστροφή του Ματαρόα,
εκδόσεις Γκόνη, σελ. 416
Το βιβλίο του Γιώργου Μπουγελέκα, δεύτερη έκδοση 2024, δίνει μια νέα μορφή στην αποκάλυψη της περιπέτειας του περίφημου ταξιδιού. Μετά την πρώτη ιστορική καταγραφή της Νέλλης Ανδρικοπούλου (2007), τα δύο αυτοβιογραφικά της Μιμίκας Κρανάκη (1992 και 2007) και τη συλλογική έκδοση των Νικόλα Μανιτάκη και Σερβάν Ζολιβέ (2018), το τωρινό βιβλίο είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Μιλά για εκείνα τα δύσκολα χρόνια, μέσα από τις παράλληλες ιστορίες δύο αδελφών, μία στο Παρίσι και μία σε γειτονιά της Αθήνας, θέτει ζητήματα για τη ζωή των ανθρώπων της «υποτροφιάδας» του Ματαρόα, τον Εμφύλιο, ιδεολογικές διαμάχες πάνω στην τέχνη. Το βιβλίο περιγράφει συζητήσεις -φανταστικές εν μέρει- αλλά πάντα σε πραγματικό πλαίσιο και στηριγμένες σε πραγματικές πηγές και μαρτυρίες Eλλήνων σπουδαστών και εξορίστων, μελών της καθοδήγησης του ΚΚΕ στο Παρίσι αλλά και ευρύτερες. Δίνει τους πολιτικούς προβληματισμούς του ιστορικού Νίκου Σβορώνου, σπουδαίου Έλληνα ιστορικού, παλαιού αξιωματικού στον πόλεμο της Αλβανίας και ύστερα καπετάνιου του ΕΛΑΣ, του Μέμου Μακρή, γνωστού γλύπτη που φιλοτέχνησε στο Πολυτεχνείο το μνημείο για την Εξέγερση του 1973 δίνοντάς του το πρόσωπο του Σβορώνου, και της Ελένης, μυθικής ηρωίδας του βιβλίου.
Καθώς έρχονται τα νέα από την Ελλάδα για το ξεκίνημα των μαχών του Δημοκρατικού Στρατού, οι ανησυχίες εντείνονται ανάμεσα στους υποτρόφους του Παρισιού. Το βιβλίο αναφέρει εκτιμήσεις του Νίκου Σβορώνου για τον διεθνή περίγυρο μέσα στον οποίο διεξάγεται ο ελληνικός Εμφύλιος. Η ανάλυση είναι αντικειμενική και η ελπίδα για μια στήριξη από την Σοβιετική Ένωση φαίνεται ως μοναδική δυνατότητα για σωτηρία και διέξοδο από τη διεθνή απομόνωση. Η ατμόσφαιρα βαραίνει για τα μέλη του ΚΚΕ στο Παρίσι, ιδιαίτερα όταν το Κόμμα τα καλεί να πλαισιώσουν τις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού. Θυμίζουν την εντολή, που πριν τον απόπλου του Ματαρόα τους είχε δοθεί το 1945, όταν το Κόμμα ενίσχυε την πρόθεσή τους να συμμετέχουν στο ταξίδι με στόχο την ανάπτυξη της επιστήμης ή της τέχνης τους και την προβολή του ελληνικού αγώνα στο εξωτερικό.
Απέναντι στο νέο κομματικό κάλεσμα ο Νίκος Σβορώνος απάντησε ότι, μέσα στις νέες συνθήκες ήταν αναγκαία και χρήσιμη η συνέχιση του επιστημονικού του έργου ως ιστορικού. Ο Μέμος Μακρής, καθοδηγητής της ομάδας, στήριξε την κομματική γραμμή δηλώνοντας έτοιμος να επιστρέψει, στη συνέχεια το ΚΚΕ αποφάσισε να τον κρατήσει στην καθοδήγηση στο Παρίσι, όμως το 1950 οι Γάλλοι τον απελάσανε. Τελικά, μόνο ο Μάνος Ζαχαρίας, κινηματογραφιστής, παλιό στέλεχος της ΕΠΟΝ στο Πολυτεχνείο και ένας από τους τρεις της Σπουδάζουσας του κόμματος στην περίοδο της Κατοχής μαζί με το Λεωνίδα Κύρκο και τον Κώστα Φιλίνη, ανέβηκε στο βουνό, όπου βρέθηκε από κοινού με τον Σεβαστίκογλου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)