Της Μαρίας Μοίρα
Ο Μιχάλης Μοδινός στην παρούσα συλλογή διηγημάτων επανέρχεται στα
αγαπημένα του θέματα, τη φύση και το περιβάλλον που κακοποιούνται και
αλλοιώνονται, τον έρωτα και το πάθος που βαλτώνουν και εξημερώνονται, τη μνήμη,
τη λήθη και τον θάνατο που δίνουν νόημα, ρυθμό και περιεχόμενο στη ζωή. Σκιαγραφεί
τις μεγάλες προσδοκίες και τα μεγαλόπνοα σχέδια που φιλοδοξούν να
αντιμετωπίσουν την περιβαλλοντική κρίση και την κλιματική αλλαγή με πλουσιοπάροχα
κοινοτικά κονδύλια και ισχνά αποτελέσματα. Γράφει για έναν κόσμο ανασφάλειας
και διακινδύνευσης, για τον πόλεμο ως επιτυχή αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη, για
τον θάνατο-θέαμα και για την λατρεία της κατανάλωσης που κρατά τον κόσμο σε σταθερή
τροχιά. Ζωγραφίζει με τις λέξεις τοπία, με την έμπνευση και την μαεστρία των
παλιών δασκάλων του χρωστήρα, απεικονίζοντας τις ρευστές παλλόμενες φωτοσκιάσεις
στην ατμόσφαιρα. Φιλοτεχνεί τοπιογραφίες, αποτυπώνοντας τις λαμπερές
χρυσοκόκκινες υγρές αποχρώσεις του Πηλίου, τα κουρασμένα βρώμικα φαιά της
πόλης, τα εκθαμβωτικά θαλερά πράσινα στην παλέτα των ελβετικών Άλπεων, τα
ακύμαντα γαλανά στις λίμνες ή τα ριγηλά βαθυκύανα στις θάλασσες.
Οι ήρωές του στα όρια της μέσης ηλικίας και πέραν αυτής αναπολούν και νοσταλγούν, θυμούνται και ξεχνούν επιλεκτικά μ’ αυτήν την ήσυχη θλίψη που μοιάζει παραίτηση. Διακατέχονται από την πέραν πάσης αμφιβολίας βεβαιότητα ότι η ανθρώπινη ζωή, τραγελαφική, εύθραυστη και αγρίως παράδοξη, είναι ένα κωμικό ελάσσον επεισόδιο στον κοσμικό χρόνο, κι εμείς τα κυρίαρχα βιολογικά όντα, οι επιβήτορες του πλανήτη, ένας θλιβερός θίασος, ασήμαντων και αναλώσιμων κομπάρσων. Οι επαγγελματικοί θρίαμβοι, η οικονομική αποκατάσταση, οι σφοδροί έρωτες με τις δραματικές εξάρσεις και τις τραγικές καταλήξεις, περνούν στο περιθώριο της καθημερινότητας, ενώ στο προσκήνιο έρχονται τα άλλοτε μικρά και ασήμαντα. Όσα κάποτε αλαζόνες και αυτάρεσκοι προσπερνούσαμε με την βιάση και την έπαρση της νεότητας. Σημασία πλέον έχει μια ήρεμη βόλτα στη φύση, ένας συντροφικός εορτάσιμος συμποσιασμός, η γαλήνια ενατένιση του τοπίου, η μοναχική απόλαυση ενός καλομαγειρεμένου φαγητού ένα κρύο χειμωνιάτικο μεσημέρι, ένα ποτό και μια αναστοχαστική αλληλέγγυα κουβέντα με έναν φίλο δίπλα στο τζάκι. Όταν όλα, τα γνωστά και αμετάβλητα, έχουν ανατραπεί και διασαλευθεί από την προδοσία, τον χωρισμό, την ασθένεια, την κούραση, την απομάγευση.
Η γυναικεία παρουσία στις αφηγήσεις του συγγραφέα είναι κυρίαρχη και καταλυτική, είτε μιλάμε για νεαρές ελκυστικές υπάρξεις που διεκδικούν την ταυτότητα και την αυτονομία τους, είτε για συνταξιούχους φιλολόγους παγιδευμένες στους τεχνολογικούς λαβυρίνθους της ψηφιακής εποχής, είτε για επιτυχημένες επαγγελματίες με άριστη επιστημονική κατάρτιση, γοητευτική εντυπωσιακή παρουσία και ψηλοτάκουνες γόβες, που αλιεύουν ισχυρούς άντρες στα ρηχά της Κομισιόν, αγνοώντας τις αδιάψευστες μαρτυρίες του καθρέφτη τους. Είτε για αξιοπρεπείς έντιμες μετανάστριες των χωρών του άλλοτε υπαρκτού σοσιαλισμού, που κρατούν στα άξια χέρια τους τα νοικοκυριά μας για να απαλύνουν με την παρουσία και την στοργή τους τον πόνο και την αγωνία των ανήμπορων δικών μας ανθρώπων. Ξαλαφρώνοντάς μας από την αναγκαστική δουλεία και το μερίδιο στον μόχθο.
Η επιλογή των θεματικών μοτίβων, η προφορικότητα του λόγου, η αμεσότητα της απεύθυνσης, η έντονη αισθητηριακή χροιά των αναπαραστάσεων δημιουργούν ένα κλίμα οικειότητας και συμμετοχής, που επιτρέπει μνημονικές ανακλήσεις και ταυτίσεις, καθώς ο αναγνώστης αναγνωρίζει στις ιστορίες και τον δικό του τάλανα εαυτό, τα προσωπικά του αδιέξοδα, τα άχθη του βίου από την επέλαση του αποπροσανατολισμού, της αλλοτρίωσης, της απώλειας, της παρακμής, της φθοράς. Ο συγγραφέας, υπομειδιώντας παρακολουθεί τους ήρωές του να καραβοτσακίζονται στους κάθε λογής σκοπέλους. Σαρκαστικά, ανάλαφρα και με παιγνιώδη διάθεση, υπονομεύει την αυταπάτη της δύναμης και της εξουσίας που απολαμβάνουν για μια στιγμή. Σαρώνει, χωρίς διδακτικές κορώνες, την κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα με γενναίες δόσεις χιούμορ, σκωπτικών παρατηρήσεων και καυστικών σχολιασμών. Ενώ τα κοινά, εξωτικά ή πρωτάκουστα τοπωνύμια, παρατίθενται μετά λόγου γνώσης, δημιουργώντας μουσικές αλληλουχίες που διασχίζουν τους παραλλήλους και διασταυρώνονται στα σύνορα: Μοντεβιδέο, Μαλεσίνα, Μοντάνα, Σαμοθράκη, Μέξικο Σίτυ, Διδυμότειχο, Κογιοακάν, Σάος, Καρλόβυ Βάρυ, Τήνος, Αμμάν, Μικρή Δοξιπάρα. Κάπου εκεί αχνοφαίνεται η σκιά του Μάρκες και κάνουν την εμφάνισή τους ο ελληνολάτρης Ντε Λίλλο, ο Ναμπόκοφ, ο Φώκνερ, ο Κάφκα, ο Ντοστογιέφσκι προειδοποιώντας για τις αόρατες απειλές και τα εφιαλτικά σενάρια που επιβεβαιώνουν την πραγματικότητα.
Ο Μιχάλης Μοδινός ταξιδευτής, κοσμοπολίτης και ηδονοθήρας, λάτρης των μυστικών μικρών ανακουφιστικών απολαύσεων και βαθύς γνώστης των περιβαλλοντολογικών ιδεοληψιών και της φυσιογνωμίας των τόπων, είτε αναφέρεται στην Ελλάδα είτε σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Ευρώπης και της Αφρικής, εξάπτει την γεωγραφική φαντασία του αναγνώστη παρασύροντάς τον σε νοητικές, διαδικτυακές, λογοτεχνικές και άλλες περιπλανήσεις ανά τον κόσμο. Χορηγώντας του χορταστικές εικόνες και γενναίες δόσεις πραγματολογικού υλικού.
Και βέβαια αποθεώνει τον παντοκράτορα έρωτα με την μορφή του φλερτ, του παιχνιδιού, της αποπλάνησης, της τυχαίας εμψυχωτικής συνεύρεσης. Και όταν η φαντασίωση της ιδανικής μούσας κάνει την εμφάνισή της για να εγγυηθεί εκατό χρόνια οντολογικής πληρότητας και μαγείας στο μυθικό Μακόντο, ο συγγραφέας υποδέχεται αυτήν την διφυή υπόσχεση φλόγας και γαλήνης, εκτροχιασμού και ισορροπίας, ονείρου και πραγματικότητας με υπερβατικό ζήλο και πίστη στο ανέφικτο.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΔΙΝΟΣ, Η υπόθεση της Ερυθράς
βασίλισσας, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 267
Οι ήρωές του στα όρια της μέσης ηλικίας και πέραν αυτής αναπολούν και νοσταλγούν, θυμούνται και ξεχνούν επιλεκτικά μ’ αυτήν την ήσυχη θλίψη που μοιάζει παραίτηση. Διακατέχονται από την πέραν πάσης αμφιβολίας βεβαιότητα ότι η ανθρώπινη ζωή, τραγελαφική, εύθραυστη και αγρίως παράδοξη, είναι ένα κωμικό ελάσσον επεισόδιο στον κοσμικό χρόνο, κι εμείς τα κυρίαρχα βιολογικά όντα, οι επιβήτορες του πλανήτη, ένας θλιβερός θίασος, ασήμαντων και αναλώσιμων κομπάρσων. Οι επαγγελματικοί θρίαμβοι, η οικονομική αποκατάσταση, οι σφοδροί έρωτες με τις δραματικές εξάρσεις και τις τραγικές καταλήξεις, περνούν στο περιθώριο της καθημερινότητας, ενώ στο προσκήνιο έρχονται τα άλλοτε μικρά και ασήμαντα. Όσα κάποτε αλαζόνες και αυτάρεσκοι προσπερνούσαμε με την βιάση και την έπαρση της νεότητας. Σημασία πλέον έχει μια ήρεμη βόλτα στη φύση, ένας συντροφικός εορτάσιμος συμποσιασμός, η γαλήνια ενατένιση του τοπίου, η μοναχική απόλαυση ενός καλομαγειρεμένου φαγητού ένα κρύο χειμωνιάτικο μεσημέρι, ένα ποτό και μια αναστοχαστική αλληλέγγυα κουβέντα με έναν φίλο δίπλα στο τζάκι. Όταν όλα, τα γνωστά και αμετάβλητα, έχουν ανατραπεί και διασαλευθεί από την προδοσία, τον χωρισμό, την ασθένεια, την κούραση, την απομάγευση.
Η γυναικεία παρουσία στις αφηγήσεις του συγγραφέα είναι κυρίαρχη και καταλυτική, είτε μιλάμε για νεαρές ελκυστικές υπάρξεις που διεκδικούν την ταυτότητα και την αυτονομία τους, είτε για συνταξιούχους φιλολόγους παγιδευμένες στους τεχνολογικούς λαβυρίνθους της ψηφιακής εποχής, είτε για επιτυχημένες επαγγελματίες με άριστη επιστημονική κατάρτιση, γοητευτική εντυπωσιακή παρουσία και ψηλοτάκουνες γόβες, που αλιεύουν ισχυρούς άντρες στα ρηχά της Κομισιόν, αγνοώντας τις αδιάψευστες μαρτυρίες του καθρέφτη τους. Είτε για αξιοπρεπείς έντιμες μετανάστριες των χωρών του άλλοτε υπαρκτού σοσιαλισμού, που κρατούν στα άξια χέρια τους τα νοικοκυριά μας για να απαλύνουν με την παρουσία και την στοργή τους τον πόνο και την αγωνία των ανήμπορων δικών μας ανθρώπων. Ξαλαφρώνοντάς μας από την αναγκαστική δουλεία και το μερίδιο στον μόχθο.
Η επιλογή των θεματικών μοτίβων, η προφορικότητα του λόγου, η αμεσότητα της απεύθυνσης, η έντονη αισθητηριακή χροιά των αναπαραστάσεων δημιουργούν ένα κλίμα οικειότητας και συμμετοχής, που επιτρέπει μνημονικές ανακλήσεις και ταυτίσεις, καθώς ο αναγνώστης αναγνωρίζει στις ιστορίες και τον δικό του τάλανα εαυτό, τα προσωπικά του αδιέξοδα, τα άχθη του βίου από την επέλαση του αποπροσανατολισμού, της αλλοτρίωσης, της απώλειας, της παρακμής, της φθοράς. Ο συγγραφέας, υπομειδιώντας παρακολουθεί τους ήρωές του να καραβοτσακίζονται στους κάθε λογής σκοπέλους. Σαρκαστικά, ανάλαφρα και με παιγνιώδη διάθεση, υπονομεύει την αυταπάτη της δύναμης και της εξουσίας που απολαμβάνουν για μια στιγμή. Σαρώνει, χωρίς διδακτικές κορώνες, την κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα με γενναίες δόσεις χιούμορ, σκωπτικών παρατηρήσεων και καυστικών σχολιασμών. Ενώ τα κοινά, εξωτικά ή πρωτάκουστα τοπωνύμια, παρατίθενται μετά λόγου γνώσης, δημιουργώντας μουσικές αλληλουχίες που διασχίζουν τους παραλλήλους και διασταυρώνονται στα σύνορα: Μοντεβιδέο, Μαλεσίνα, Μοντάνα, Σαμοθράκη, Μέξικο Σίτυ, Διδυμότειχο, Κογιοακάν, Σάος, Καρλόβυ Βάρυ, Τήνος, Αμμάν, Μικρή Δοξιπάρα. Κάπου εκεί αχνοφαίνεται η σκιά του Μάρκες και κάνουν την εμφάνισή τους ο ελληνολάτρης Ντε Λίλλο, ο Ναμπόκοφ, ο Φώκνερ, ο Κάφκα, ο Ντοστογιέφσκι προειδοποιώντας για τις αόρατες απειλές και τα εφιαλτικά σενάρια που επιβεβαιώνουν την πραγματικότητα.
Ο Μιχάλης Μοδινός ταξιδευτής, κοσμοπολίτης και ηδονοθήρας, λάτρης των μυστικών μικρών ανακουφιστικών απολαύσεων και βαθύς γνώστης των περιβαλλοντολογικών ιδεοληψιών και της φυσιογνωμίας των τόπων, είτε αναφέρεται στην Ελλάδα είτε σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Ευρώπης και της Αφρικής, εξάπτει την γεωγραφική φαντασία του αναγνώστη παρασύροντάς τον σε νοητικές, διαδικτυακές, λογοτεχνικές και άλλες περιπλανήσεις ανά τον κόσμο. Χορηγώντας του χορταστικές εικόνες και γενναίες δόσεις πραγματολογικού υλικού.
Και βέβαια αποθεώνει τον παντοκράτορα έρωτα με την μορφή του φλερτ, του παιχνιδιού, της αποπλάνησης, της τυχαίας εμψυχωτικής συνεύρεσης. Και όταν η φαντασίωση της ιδανικής μούσας κάνει την εμφάνισή της για να εγγυηθεί εκατό χρόνια οντολογικής πληρότητας και μαγείας στο μυθικό Μακόντο, ο συγγραφέας υποδέχεται αυτήν την διφυή υπόσχεση φλόγας και γαλήνης, εκτροχιασμού και ισορροπίας, ονείρου και πραγματικότητας με υπερβατικό ζήλο και πίστη στο ανέφικτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου