Του Στέφανου Δημητρίου*
VICTOR KLEMPERER, Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ. Το
σημειωματάριο ενός φιλολόγου,
Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Επίμετρο: Βίκυ Ιακώβου,
Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2025
Ο Βίκτωρ Κλέμπερερ, φιλόλογος, με αντικείμενο συστηματικής
σπουδής τον Γαλλικό Διαφωτισμό, άρχισε
να κρατεί ημερολόγιο από τα δέκα του
χρόνια και δεν σταμάτησε ποτέ. Το βιβλίο
του για τη γλώσσα του Τρίτου Ράιχ στηρίζεται στις ημερολογιακές καταγραφές των
ετών 1933-1945. Διαβάζοντας το βιβλίο, σε μια έκδοση χαρακτηριστική της
καλαισθησίας των εκδόσεων «Άγρα», ο αναγνώστης κυριαρχείται από την ιδιαίτερα
δυνατή αίσθηση του παρόντος. Ο
Κλέμπερερ αναλύει τον ναζισμό, μέσα από
τη γλώσσα που χρησιμοποιεί, όταν όλα αυτά συμβαίνουν, όταν αυτή η γλώσσα
μιλιέται, γράφεται και, κυρίως, όταν
εκφωνείται. Η ανάλυση γίνεται με εννοιολογική ακρίβεια και μεθοδική
αυστηρότητα, τέτοια που να μην αντιστοιχεί στο αρχικό – και σημαντικό –
ερέθισμα που ώθησε τον συγγραφέα να μετατρέψει τις σημειώσεις του σε ένα τόσο
συστηματικό έργο: Αναφερόμενος σε τυχαίο διάλογο, ύστερα από τα καταιγιστικά
γεγονότα που αποτύπωσε στη ημερολόγιό
του, με μια εργάτρια από το Βερολίνο και
ενώ είχε αποφασίσει να μην προχωρήσει στην επεξεργασία του ημερολογίου του,
εξηγεί ότι μεταστρέφεται ως προς την αρχική του απόφαση, διότι «μία λέξη
με έκανε να πάρω την απόφασή μου». Η εργάτρια, διέμενε στο ίδιο χωριό, με τον
Κλέμπερερ, πρόσφυγες πλέον και οι δύο, με διαπιστωμένη την εγγύτητα ως προς τις πολιτικές του απόψεις, οπότε η
κοινωνική, όπως την περιγράφει ο
συγγραφέας, συνομιλήτριά του, αφού του
λέει ότι ο άντρας, ως κομμουνιστής, είχε περάσει πολύ καιρό στη φυλακή, του
ομολογεί ότι και η ίδια είχε φυλακιστεί έναν χρόνο, αποφυλακισθείσα εν συνεχεία λόγω συμφόρησης των φυλακών και
ανάγκης για εργατικά χέρια. Και ο συγγραφέας ερωτά το αυτονόητο: «Και γιατί πήγατε φυλακή;
Ρώτησα. Ε, από κάτι εκφράσεις». Σε αυτό το σημείο, ο Κλέμπερερ, παραθέτοντας
στα γερμανικά την ακριβή φράση, εξηγεί ότι είχε με αυτές προσβάλει τον Φύρερ και τα σύμβολα και του θεσμούς του Τρίτου Ράιχ. Και
συνεχίζει: «Αυτό στάθηκε για μένα η αποκάλυψη. Η φράση που μου άνοιξε τα μάτια.
‘Από κάτι εκφράσεις’. Αυτός ήταν ο λόγος και ο σκοπός που έγραφα τα
ημερολόγιά μου. Ήθελα να διαχωρίσω το
κοντάρι της ισορροπίας από τα χίλια δυο
άλλα πράγματα, και να σκιτσάρω μαζί μ’ αυτό και τα χέρια που την
κρατούσαν. Έτσι γεννήθηκε αυτό το
βιβλίο – όχι από ματαιοδοξία, αλλά, να, για
κάτι εκφράσεις. ─» (σ. 450).
Έχει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον – χωρίς να πρόκειται
για κάτι μοναδικό – το πώς
ένας συγγραφέας εξηγεί με τέτοιον
τρόπο το πώς αποφάσισε να γράψει το βιβλίο του (ως προς αυτό, έχει πολύ μεγάλη σημασία
το εξαιρετικό επίμετρο της Βίκυς Ιακώβου), δίνοντας μάλιστα την εξήγηση στην τελευταία σελίδα
του βιβλίου. Ας κρατήσουμε, όμως, και την καθαρότητα με την οποία αποσαφηνίζει τον σκοπό του, το τι ήθελε να κάνει
με αυτό το βιβλίο. Είναι δύο ρήματα που αξίζει να προσέξουμε: «διαχωρίζω» και
«σκιτσάρω». Να διαχωρίσει ένα κοντάρι που κρατεί την ισορροπία, μεταξύ χιλίων
δυο πραγμάτων, και να σκιτσάρει και το χέρι που το κρατούσαν. Και όλα αυτά «να, για κάτι εκφράσεις». Ο Κλέμπερερ θα
σταθεί πολύ προσεκτικά στον κατηχητικό και
διαγγελματικό χαρακτήρα, το ύφος δηλαδή, της ναζιστικής γλώσσας. Αυτό το
εγχείρημα όμως δεν μπορεί να ευστοχήσει, χωρίς να εξηγηθούν οι κατάλληλες έννοιες, που θα εκφραστούν με
τον συγκεκριμένο τρόπο. Και οι κατάλληλες έννοιες δεν μπορούν να εξηγηθούν ως
προς την οργάνωση – και τη χρήση – των σημασιακών ταυτοτήτων, οι οποίες θα πυκνώσουν το κατηχητικό και διαγγελματικό ύφος, χωρίς να έχει εξηγηθεί
η επιλογή τους. Τώρα νομίζω ότι αυτά τα δύο ρήματα, που έχουν ιδιαίτερη
σημασία, τα «διαχωρίζω» και «σκιτσάρω»,
μπορούν να ενταχθούν στο πεδίο εντός του οποίου λειτουργούν.
Ο Κλέμπερερ «διαχωρίζει» και «σκιτσάρει» με βάση την
πεποίθησή του ότι η γλώσσα αναδεικνύει
κάθε τι που θα ήθελαν οι άνθρωποι να κρύψουν: «Κάθε τόσο αναφέρουμε το ρητό του
Ταλλεϋράνδου, ότι η γλώσσα υπάρχει μόνο
και μόνο για να καλύπτει αυτά που σκέφτεται ο διπλωμάτης (ή οποιοδήποτε άλλο
πονηρό και ύπουλο άτομο). Στην πραγματικότητα όμως ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Η γλώσσα αποκαλύπτει τα πάντα – ό, τι κι αν είναι αποφασισμένοι να κρύψουν οι άνθρωποι,
είτε από τους άλλους είτε από τον εαυτό τους, ακόμα και τα πράγματα που δεν συνειδητοποιούν. Προφανώς, αυτό σημαίνει η φράση ‘Le style c’est l’ homme’: Μπορεί κάποιος να λέει ένα σωρό
ψέματα αλλά ο αληθινός εαυτός του φαίνεται από το ύφος αυτών που λέει» (σ.54). Τι αποκαλύπτει, λοιπόν, η γλώσσα των ναζί και
πώς «σκιτσάρει» ο Κλέμπερερ αυτό που αποκαλύπτεται; Οι ναζί αποσκοπούν στο να
εξασφαλίσουν την πλήρη ομοιομορφία, δηλαδή
ένα είδος τάξης, στο οποίο δεν
θα είναι ανεκτή καμία απόκλιση από
τον κανόνα ο οποίος θα οργανώνει αυτήν την τάξη. Για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός θα πρέπει να
πληρούται μία σημαντική προϋπόθεση: η
γλώσσα των ναζί, η γλώσσα του Τρίτου
Ράιχ, θα πρέπει να είναι μια
φτωχή γλώσσα. Ας δούμε, όμως, τι καταφέρνει όμως μια τέτοιου είδους φτωχή γλώσσα, ώστε να «αξίζει» τη φτώχια της: «Η απόλυτη κυριαρχία
που επέβαλλαν οι γλωσσικές προδιαγραφές μιας πολύ μικρής ομάδας – στην
ουσία ενός ανθρώπου – επεκτάθηκε στο σύνολο του γερμανόγλωσσου χώρου με τόση αποτελεσματικότητα, διότι η Γ.Τ.Ρ. δεν
έκανε καμία διάκριση μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου. Στην ουσία τα πάντα
ήταν λόγοι επιδεικτικοί, όφειλαν να
αποτελούν διάγγελμα, κάλεσμα, προτροπή. Δεν υπήρχε η παραμικρή διαφορά
ύφους ανάμεσα στις ομιλίες του υπουργού Προπαγάνδας και στις διατριβές του, γι’
αυτό και οι διατριβές του μπορούσαν τόσο εύκολα να εκφωνούνται. Όπου ‘εκφωνώ’
σημαίνει κυριολεκτικά ανακοινώνω με δυνατή, επιβλητική φωνή, και ακόμη πιο
κυριολεκτικά ξεφωνίζω. Κατά συνέπεια, το ύφος που αποτελούσε τον κοινό
παρονομαστή συνολικά ήταν αυτό του δυναμικού, φωνακλά αγκιτάτορα» (σ. 72). Η
γλώσσα του Τρίτου Ράιχ οργανώνεται προϋποθέτοντας έναν
εχθρό, διαρκώς παρόντα και διαρκώς εναντιούμενο προς τη φυλετική
καθαρότητα του ιδεοτυπικού ανθρώπου, που προέβαλλε ο ναζισμός. Είναι κάτι σαν
στρατόπεδο λέξεων. Τα ίδια τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτέλεσαν τη
χαρακτηριστικότερη μορφή του τι εννοούσε ως οργάνωση το ναζιστικό καθεστώς. Με
τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο συγκέντρωνε
σε ομάδες ομοιόμορφων κρατουμένων αυτούς που δεν χωρούσαν στον ανθρωπολογικό
του ιδεότυπο – είτε για φυλετικούς είτε
για ιδεολογικούς λόγους – έτσι
περίπου συγκέντρωνε και τις
λέξεις σε αντίστοιχα σύνολα. Ή και αντιστρόφως. Άλλωστε δεν υπάρχει
ολοκληρωτισμός, οποιασδήποτε μορφής, που να μην
ξεκινά από το να κατασκευάσει μία
τεχνητή γλώσσα, μια νεογλώσσα, την οποία
να προσπαθήσει να επιβάλει
άνωθεν, με προσταγές, απειλές, αποκλεισμούς λέξεων ή φράσεων και εν
τέλει των φυσικών ομιλούντων υποκειμένων, δηλαδή των ανθρώπων, αυτών που θα
δυσκολευτούν να υποταγούν στο σύστημα της τεχνητής γλώσσας. Έτσι, για να
μη λησμονούμε και τον πάντοτε επίκαιρο
Τζωρζ Όργουελ.
*Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας
στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και
Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου