6/7/25

Ιλιάδα

Θόδωρος, Περικεφαλαία αυτοκτονίας, 1964, μικτή τεχνική, μεταβλητές διαστάσεις, κληροδότημα του καλλιτέχνη στο ΕΜΣΤ


(Η επιγονική μετάφραση του Μπλάνα[1])

Του Παναγιώτη Βούζη*

Στο τεύχος 75 του περιοδικού (δε)κατα και, στη συνέχεια, στο τεύχος 30 του Poetix, δημοσιεύθηκε η μετάφραση, από τον Γιώργο Μπλάνα, της Γ ραψωδίας της Ιλιάδας. Για να μην κουράζει η φιλολογική εξέταση, θα περιοριστώ σε δύο σημεία αυτής της μετάφρασης.
Ξεκινώ από ένα παράδειγμα, όπου δεν θα περίμενε κανείς κάποια σοβαρή απόκλιση της μεταγραφής από το ομηρικό πρωτότυπο (αντιμετωπίζω τους όρους «μετάφραση» και «μεταγραφή» ως ταυτόσημους), αφού πρόκειται για έναν, μόνο, και επαναλαμβανόμενο στίχο. Ο λόγος είναι για τον Γ 127: «Τρώων θ’ ιπποδάμων και Αχαιών χαλκοχιτώνων». Στη μετάφραση του Μπλάνα ο στίχος αποδίδεται ως εξής: «Τρώων, που δείχνουν στ’ άλογα να πολεμούν και Αχαιών / που δείχνουν στον χαλκό πώς να σκοτώνει». Αποκλείεται, βέβαια, προκαταβολικά, η μομφή πως η συγκεκριμένη μεταγραφή προκύπτει, εξαιτίας της άγνοιας της επικής διαλέκτου. Ο Γ 127 αποτελεί έναν λογότυπο, έναν στίχο, δηλαδή, ο οποίος επαναλαμβάνεται, στην ακέραιά του μορφή, άλλες τρεις φορές στην Ιλιάδα, ενώ το πρώτο μισό του συναντάται, άλλες οκτώ φορές και το δεύτερο μισό («Αχαιών χαλκοχιτώνων») άλλες είκοσι δύο. Έχουμε, άρα, ένα απλό, επανερχόμενο σύνταγμα το οποίο δεν προκαλεί δυσκολία στην κατανόηση. Εντούτοις, η μεταγραφή του από τον Μπλάνα αποκλίνει και κατευθύνεται προς ένα διαφορετικό νόημα ή, καλύτερα, προς την επέκταση του αρχικού νοήματος: Οι Τρώες δεν δαμάζουν, απλά, τα άλογα, αλλά τα δαμάζουν για να πολεμούν. Οι Αχαιοί δεν φορούν, μόνο, χάλκινους θώρακες, αλλά και φτιάχνουν έτσι τον χαλκό ώστε να σκοτώνει. Στην περίπτωση των «χαλκοχιτώνων Αχαιών», λοιπόν, ο αμυντικός θώρακας μετατρέπεται, στη μετάφραση, σε ξίφος ή σε αιχμή δόρατος. Συντελείται μια μετωνυμική αντικατάσταση: Ο θώρακας ανάγεται στο υλικό του και αυτό γίνεται όπλο. Συνολικά, η επέκταση του αρχικού νοήματος του Γ 127 έχει μια ορισμένη απόληξη: πριμοδοτεί τις έννοιες του πολέμου και του φόνου.
Το δεύτερο σημείο αφορά το απόσπασμα Γ 441-448. Κατά τη μονομαχία του με τον Μενέλαο ο Πάρης κινδυνεύει να σκοτωθεί. Τον σώζει η Αφροδίτη και τον μεταφέρει, με τον θεϊκό της τρόπο, στην κρεβατοκάμαρά του, στην Τροία, για να κάνει έρωτα με την Ελένη. Την απροθυμία της τελευταίας η Αφροδίτη την αντιμετωπίζει με απειλές. Κατά τον διάλογο του ζευγαριού, κάποια στιγμή ο Αλέξανδρος λέει στην καυστική σύντροφό του, με βάση τη μεταγραφή του Μπλάνα, τα ακόλουθα:
 
Ξέχασέ τα όλα αυτά κι έλα να γείρουμε αγκαλιά.
Δεν ξέρω, αλλά σήμερα είναι σαν να σε βλέπω
πρώτη φορά: σαν να είμαστε στης Σπάρτης
τις ομορφιές και να με καίει ολόκληρο
ο πόθος σου. Νομίζω –Τώρα· να!– πως σε αρπάζω,
σ’ ανεβάζω στο καράβι και τρέχουμε στο πέλαγο
και φτάνουμε σε κείνο το νησί –Θυμάσαι; Την Κρανάη– και σε κάνω
δική μου. Αγκάλιασέ με, γλυκά, απαλά, βαθιά,
σαν να μην φύγαμε ποτέ από κει». Και πήγαν
κι αγκαλιάστηκαν στην πλώρη του κρεβατιού και άρχισαν
του έρωτα το ταξίδι.
 
Κατά λέξη μεταφρασμένο το ομηρικό απόσπασμα θα ήταν, περίπου, το παρακάτω:
 
Αλλά έλα, αφού πλαγιάσουμε, να απολαύσουμε τον έρωτα,
γιατί ποτέ ως τώρα δεν μου τύλιξε τόσο ο έρωτας την καρδιά,
ούτε όταν για πρώτη φορά, αφού σε άρπαξα από την όμορφη Λακεδαίμονα,
ταξίδευα με τα ποντοπόρα καράβια
και στην Κρανάη, το νησί, έσμιξα στο κρεβάτι μαζί σου,
όσο τώρα σε αγαπώ και με κυριεύει γλυκιά επιθυμία.
Είπε και προχώρησε πρώτος για το κρεβάτι και, συγχρόνως, τον ακολούθησε η σύγκλινή του.
Και οι δυο τους πλάγιασαν στο κρεβάτι το τορνευτό.
 
Ο Μπλάνας κάνει τρεις σημαντικές αλλαγές. Στο πρωτότυπο, αναπτύσσεται ένα μοτίβο, το οποίο, με απλά λόγια, έχει ως εξής: «Σε θέλω, τώρα, περισσότερο και από τότε που, για πρώτη φορά, βρέθηκα μαζί σου». Στο μεταφρασμένο απόσπασμα, όμως, δεν γίνεται σύγκριση ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, αλλά δημιουργείται η εντύπωση πως το δεύτερο συμπίπτει με το πρώτο, πως ο Πάρης βιώνει, στο παρόν, τον έρωτα που ένιωσε, την πρώτη φορά, για την Ελένη. Έτσι, η γλώσσα αποκτά δεικτική αξία: «–Τώρα· να!–». Η αρπαγή της Ελένης δεν συνέβη αλλά συμβαίνει τώρα, στην κρεβατοκάμαρα του ζεύγους. Ώστε, η σκηνή γεμίζει με απίστευτη ενέργεια. Η δεύτερη αλλαγή αφορά τη χρήση της μεταφοράς του καραβιού για το κρεβάτι της Ελένης και του Αλέξανδρου. Αυτή η μεταφορά, η οποία δεν υπάρχει στο πρωτότυπο, ενισχύει την ενεστωτική ποιότητα της μετάφρασης: Το κρεβάτι μεταμορφώνεται στο καράβι με το οποίο ο Πάρης απήγαγε την Ελένη, από την Σπάρτη, και με το οποίο έφτασαν στο νησί της Κρανάης, όπου την κοιμήθηκε. Πάλι, λοιπόν, το παρελθόν συμπίπτει με το παρόν αυτής της σκηνής. Τέλος, η τρίτη αλλαγή: Η Ελένη, υποταγμένη στη βούληση της Αφροδίτης, ακολουθεί, στο ομηρικό κείμενο, τον σύντροφό της, συμμορφωνόμενη, θέλοντας και μη, προς την ερωτική του επιθυμία. Αντίθετα, εδώ, πηγαίνουν μαζί στο κρεβάτι. Δηλαδή, η Ελένη φαίνεται να ανταποκρίνεται, πλήρως, στο ρομαντικό πάθος του Αλέξανδρου –το οποίο, σημειωτέον, αποδίδεται σε πολύ πιο αυξημένο βαθμό από ό,τι στο πρωτότυπο.
Και μόνο από τα προηγούμενα δείγματα, μπορεί κάποιος να εξαγάγει αρκετά συμπεράσματα. Όμως, και ο ίδιος ο Μπλάνας, στον σχετικό πρόλογό του, στο τεύχος 30 του Poetix, εξηγεί: « […] αυτός που θα την διαβάσει (την Ιλιάδα), σίγουρα θα νοιώσει πως όλη η ποίηση που ακολούθησε δεν είναι παρά μια συνεχής προσπάθεια να γραφεί κάτι ισάξιό της, μια προσπάθεια που τελικά ακολουθεί καθοδική πορεία! Από μιαν άποψη έτσι είναι. Την ποίηση την φθείρει συνεχώς το μεγαλείο του παρελθόντος της. Κάθε επόμενο κατόρθωμα είναι μια σκιά του προηγούμενου» (σελ. 55). Σύμφωνα με τα παραπάνω, κάθε ποιητής βρίσκεται σε άμεση και επιγονική σχέση με την Ιλιάδα. Πράγμα που σημαίνει ότι, για τον Μπλάνα, δεν υφίσταται διαφορά ανάμεσα στον ποιητή και στον μεταφραστή του ομηρικού κειμένου, καθώς και οι δύο τίθενται στην ίδια μακριά σειρά, η οποία έχει αυτό το κείμενο για αρχή της. Επομένως, η μεταγραφή της Γ ιλιαδικής ραψωδίας φέρει τα χαρακτηριστικά τόσο της συμβίωσης με το προγονικό μοντέλο όσο και της απόπειρας για αυτονόμηση από το τελευταίο, χαρακτηριστικά για τα οποία διακρίνεται και η επιγονικότητα της ποίησης. Μια τέτοια επιγονική μετάφραση είναι απόλυτη, ως προς την προθετικότητά της. Με το «απόλυτη» εννοώ ότι ανοίγει πόλεμο με το ιλιαδικό κείμενο, με τη λανθάνουσα και, εκ των προτέρων, καταδικασμένη πρόθεση να το υπερβεί και να αυτονομηθεί.
Έτσι όμως, η μεταφραστική προσπάθεια του Γιώργου Μπλάνα αποδεικνύεται πιο επιτυχημένη από πολλές παρόμοιες, γιατί αντιπροσωπεύει την καταλληλότερη προσέγγιση της Ιλιάδας: Συνιστά μια επιθετική κίνηση ενάντια σε ένα πολεμικό έπος. Εδώ, εκτυλίσσεται, ουσιαστικά, μια διακειμενική σύγκρουση.     

*Ο Παναγιώτης Βούζης είναι κλασικός φιλόλογος και ποιητής

[1] Σε μια πρώτη μορφή το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 31 του περιοδικού Poetix.

Δεν υπάρχουν σχόλια: