Του Γιάννη Ράγκου*
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΛΑΜΠΙΚΗΣ, Παλαιαί φιλολογικαί ημέραι, εισαγωγή - επιμέλεια - επίμετρο:
Διονύσης Ν. Μουσμούτης, Εκδόσεις Όταν, Αθήνα 2024, σελ. 432
Τα χρόνια από τον Γαλλοπρωσικό
Πόλεμο (1871) έως την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1914) χαρακτηρίστηκαν
ως η Belle
Epoque (Ωραία
Εποχή) της Ευρώπης: ήταν περίοδος μεγάλης οικονομικής ευημερίας, σημαντικών
οικονομικών και πολιτικών αλλαγών, καινοτόμων τεχνολογικών εξελίξεων
(ηλεκτροφωτισμός, εμφάνιση αυτοκινήτου και αεροπλάνου, εισαγωγή της νέας τέχνης
του κινηματογράφου κ.ά.) και ριζικών μεταβολών στην τέχνη και τις καλλιτεχνικές
μορφές έκφρασης.
Στην Ελλάδα το κλίμα αυτό
μεταφέρθηκε «υπό κλίμακα». Επιχειρώντας να συνέλθει από την πτώχευση του 1893
και τον (κατ’ ευφημισμό αποκαλούμενο) «ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο» του 1897, υιοθέτησε
από κάποια απόσταση τους ευρωπαϊκούς νεωτερισμούς -κατά κύριο λόγο, αυτούς που
προέρχονταν από το Παρίσι και την Βιέννη- τόσο στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο
όσο και στον χώρο των τεχνών: εμφανίστηκαν νέες, σύγχρονες μέθοδοι προσέγγισης
του θεατρικού κειμένου και της παραστατικής πρακτικής, οι οπερέτες πήραν την
πρωτοκαθεδρία στις προτιμήσεις των δημιουργών και του κοινού, στη λογοτεχνία έκανε
την εμφάνισή του ο νατουραλισμός και ο ρεαλισμός, που σταδιακά θα εξελιχθούν
στον μοντερνισμό. Ήταν η προσπάθεια για αναζήτηση μιας νεωτερικής ταυτότητας, καθώς
η χώρα παλινωδούσε ανάμεσα στις παραδοσιακές αξίες του 19ου αιώνα και στον ορμητικό
εκσυγχρονισμό του 20ού.
Μία από τις σημαίνουσες φυσιογνωμίες
της περιόδου αυτής ήταν και ο Δημήτριος Λαμπίκης (1889-1956). Δημοσιογράφος,
συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής, μεταφραστής και ανθολόγος, για σχεδόν μισό
αιώνα παρήγαγε ένα πολυμερές και εξαιρετικά δημιουργικό έργο: διηγήματα,
ευθυμογραφήματα, χρονογραφήματα (στις αρχές του προηγούμενου αιώνα θεωρούνταν
ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της αθηναϊκής χρονογραφίας), κριτικές και
ιστορικές μελέτες, τουριστικές - ηθογραφικές καταγραφές, λογοτεχνικά δοκίμια
και μεταφράσεις αρχαίων ελληνικών κειμένων.
Από τον Νοέμβριο του 1927 έως τον
Φεβρουάριο του 1928 δημοσίευσε σε 80 συνέχειες στην εφημερίδα Πολιτεία τις αναμνήσεις του από τη
λογοτεχνική ζωή στην Αθήνα κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, με
γενικό τίτλο «Παλαιαί Φιλολογικαί Ημέραι».
Χρησιμοποιώντας μια «κομψή» και προσβάσιμη,
στον σημερινό αναγνώστη, εκδοχή της καθαρεύουσας, ο Λαμπίκης συναιρεί τον
δημοσιογραφικό λόγο με τη λογοτεχνική αφηγηματικότητα για να καταγράψει σειρά
ονομάτων καλλιτεχνών (συγγραφέων, ζωγράφων, γλυπτών, ηθοποιών, μουσικών κ.ά.),
δημοσιογράφων, εκδοτών και πολιτικών της εποχής, να διατρέξει τα λογοτεχνικά
στέκια της Αθήνας, με έμφαση στο περίφημο καφενείο «Νέον Κέντρον», που σε
σημαντικό βαθμό συνδέθηκε με τον Ζακυνθινό λόγιο Στέφανο Μαρτζώκη (1855-1913)
και ο Λαμπίκης χαρακτηρίζει «φιλολογική Ακαδημία», σχεδόν να καταλογογραφήσει όλα
τα έντυπα -κυρίως περιοδικά- που αποτέλεσαν το πεδίο δημόσιας εμφάνισης πολλών
σημαντικών λογοτεχνών της περιόδου και να αναδείξει την αστική τοπιογραφία της
Αθήνας (δρόμους, κτίρια, μέγαρα, καφενεία, θέατρα κ.λπ.), προσφέροντας έτσι
ταυτόχρονα και μια συνεκτική «αθηναιογραφία». Ο συγγραφέας παρατηρεί τις
λεπτομέρειες με σχολαστικότητα εντομολόγου, σχολιάζει ποικίλα περιστατικά και
στιγμιότυπα από την καλλιτεχνική ζωή της πρωτεύουσας με εξασκημένο χιούμορ, που
παρωδεί αλλά δεν εκμηδενίζει, και εντέλει προσφέρει ένα παλίμψηστο της εποχής και
της κοινωνικής στρωματογραφίας με τρόπο τόσο ανάγλυφο και παραστατικό, ώστε
στον αναγνώστη δημιουργείται η αίσθηση πως βρίσκεται σε μια χρονοκάψουλα.
Τα κείμενα αυτά συγκροτούν, από
κάθε άποψη, μια «ανεκτίμητη πηγή
πληροφοριών», που προσφέρουν «ένα
συναρπαστικό και συνάμα γοητευτικό ταξίδι στη λογοτεχνική Αθήνα της Μπελ Επόκ»,
σημειώνει εισαγωγικά ο Διονύσης Ν. Μουσμούτης, που τα ανέσυρε από τη λήθη και
τα συγκέντρωσε στον παρόντα τόμο.
Ο Μουσμούτης, μεταξύ άλλων
συστηματικός μελετητής της ιστορίας των ελληνικών γραμμάτων και του θεάτρου κατά
τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, στο εκτενές και ιδιαίτερα μεστό
εισαγωγικό κείμενό του παρουσιάζει το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτιστικό
περιβάλλον εντός του οποίου εξελίσσονται οι αφηγήσεις του Λαμπίκη, αναφέρεται
στο γλωσσικό ζήτημα που είχε ανακύψει στις αρχές του 20ού αιώνα, στο κίνημα του
δημοτικισμού, στο ρεύμα του νατουραλισμού/ρεαλισμού στη λογοτεχνία και στις
νέες τάσεις στον χώρο του θεάτρου, στον απόηχο των καλλιτεχνικών εξελίξεων στην
Ευρώπη, αλλά στέκεται ιδιαίτερα στα φιλολογικά σαλόνια και καφενεία, που
δημιουργήθηκαν την περίοδο εκείνη σε διάφορα σημεία της Αθήνας. Όπως παρατηρεί
χαρακτηριστικά, «ο όρος “φιλολογικός”
εδώ δεν συνδέεται αυστηρά με την επιστήμη της Φιλολογίας, αλλά αφορά προφορικές
κυρίως συζητήσεις που αναφέρονταν σ’ έναν νεότερο κλάδο της Φιλολογίας, τη
λογοτεχνία. Οι χώροι, είτε ιδιωτικοί (σάλες σπιτιών) είτε δημόσιοι (καφενεία,
βιβλιοπωλεία και γραφεία εφημερίδων ή περιοδικών) αποτελούσαν σημείο συνάντησης
για λογοτέχνες, ηθοποιούς, δημοσιογράφους, ζωγράφους και μουσικούς». Ο
επιμελητής του τόμου εστιάζει το ενδιαφέρον του στο καφενείο «Νέον Κέντρον», που
ξεκίνησε να λειτουργεί το 1905 στο βόρειο άκρο της οδού Αιόλου (μεταγενέστερα
άλλαξε αρκετές θέσεις στο κέντρο της Αθήνας), για να περιπέσει σε μαρασμό και
να κλείσει στις αρχές της δεκαετίας του 1920, αλλά και στον Μαρτζώκη, τον οποίο
χαρακτηρίζει ως την «ψυχή» της
εκεί λογοτεχνικής συντροφιάς.
Επιπλέον, στο τέλος του τόμου
(Επίμετρο), ο Μουσμούτης παραθέτει σύντομα βιογραφικά σημειώματα για σχεδόν 300
προσωπικότητες και αναλυτικές πληροφορίες για δεκάδες έντυπα που αναφέρει ο
Λαμπίκης, παρέχοντας έτσι την ευκαιρία στον αναγνώστη για μια καλειδοσκοπική
ενατένιση της πνευματικής ζωής στην ελληνική πρωτεύουσα (αλλά όχι μόνο) εκείνες
τις δεκαετίες.
Για το εξώφυλλο (και το οπισθόφυλλο)
επιλέχθηκε θέμα από τον εμβληματικό πίνακα του Παύλου Μαθιόπουλου «Οδός
Πανεπιστημίου» (1900), που απεικονίζει το καφενείο-ζαχαροπλαστείο «Πετρίτσης»
απέναντι από το κτίριο του Οφθαλμιατρείου, ενώ τα κείμενα του Λαμπίκη συνοδεύονται
από δεκάδες φωτογραφίες και σκίτσα των αναφερόμενων προσώπων, καφενείων και
περιοχών της Αθήνας (από το αρχείο-συλλογή του Δ. Ν. Μουσμούτη και τον τύπο της
εποχής), ενώ ιδιαίτερα χρήσιμο για τον επιμελή αναγνώστη ή τον μελετητή είναι
το ευρετήριο των ονομάτων στις τελευταίες σελίδες. Κοντολογίς, μια έκδοση
απαραίτητη σε όσους/ες ενδιαφέρονται για τη (νεοελληνική) λογοτεχνία και ιστορία,
αλλά και σε όλους/ες όσοι/ες αγαπούν με πάθος το «κλεινόν άστυ».
* Ο Γιάννης Ράγκος είναι συγγραφέας
- δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου