Της Μερόπης Μανοπούλου**
ΜΑΡΙΑ ΜΑΝΔΑΛΟΥ, Ημερολόγιο της Γάζας, εκδόσεις Ατέχνως, Αθήνα 2024, σελ. 82.
Τα
ποιήματα της συλλογής αυτής καταλαμβάνουν έναν ιστορικό χρόνο περίπου ενός
έτους, από τον Οκτώβρη του 2023 έως και τον Νοέμβρη του 2024. Η Μανδάλου ζει
τον πόλεμο στη Γάζα, τη γενοκτονία –για να είμαστε ακριβείς– του παλαιστινιακού λαού και αναλαμβάνει να
αποτυπώσει στο χαρτί, να εκφράσει με λόγο τη φρίκη που αυτός μεταφέρει στην
ανθρωπότητα. Βρίσκεται σωματικά μακριά από τον πόλεμο, η βιολογική της ύπαρξη
δεν μετέχει σε αυτόν, όμως επιλέγει να βυθιστεί σε αυτόν και να τον βιώσει, με
όλες τις αισθήσεις σε συναγερμό. Δίνει
πνοή στα σώματα αυτών που βιώνουν την αμετάκλητη οδύνη, τη διαρκή απειλή, τον
θρήνο, τον ξεριζωμό.
Στην «Απαγόρευση κυκλοφορίας», πρώτο ποίημα της συλλογής, ο πόλεμος ξεκινά. Το σπουδαίο, μεγαλόσχημο κτήριο, το θηριώδες κτήριο, η «Αλήθεια» παίρνει φωτιά. Αυτοί που το κατοικούν τρέχουν να σωθούν, αυτοί οι «αλλόκοτοι ένοικοι» αλαφιασμένοι αναζητούν τη σωτηρία. Άλλοι σώζονται σ’ έναν λαβύρινθο, άλλοι θα υποστούν τις άγριες συνέπειες του ερχομού των εχθρών. Όμως το κτήριο, που ήταν το σπίτι, η εστία, θα χαθεί για πάντα μες στις φλόγες. Αυτή ήταν η Παλαιστίνη, θα λένε κάποτε;
Η Γάζα δεν είναι απλά το σκηνικό της δράσης. Είναι ο βιβλικός χώρος, εκεί που συναντά κανείς τη μάχη της άγνοιας με τη γνώση όταν «το φίδι αναμετριέται με την Εύα», εκεί όπου «αλιείς και προφήτες απλώνουν την πραμάτεια τους». Είναι ταυτόχρονα ο τραγικός χώρος, όπου παρελαύνουν οι τραγικοί ήρωες. Είναι ο χώρος της Ηλέκτρας που οδεύει προς τον θάνατο παρά το κάλεσμα της ομορφιάς της ζωής, που την προσκαλούσε «στο μονοπάτι της ελιάς/ με τις γλαυκές κυψέλες /τις μηλίτσες ροδιές και κυδωνιές». Είναι ο χώρος του μύθου, των Λαιστρυγόνων και των Κυκλώπων, του Ομήρου, του αρχαίου ποιητή. Είναι ο ιστορικός χώρος, ο Παρνασσός, η Σμύρνη, η Αμμόχωστος, είναι στη Γάζα που μάχεται και αντιστέκεται σήμερα που συναντιούνται «οι πρόγονοί μου, οστά και τέφρα στα λακκώματα». Η Ηλέκτρα βρίσκεται και πεθαίνει σε κάθε μάχη που καλείται να δώσει, στη Γάζα, στο Γιερεβάν της Αρμενίας, στη Μαδρίτη του εμφυλίου, στη Χιλή του Αλιέντε.
Η ποιητική φωνή μοιράζεται σε διάφορα πρόσωπα, ενσαρκώνεται και αναπαράγει τις σκέψεις, τις αγωνίες, τις επιθυμίες όλων των τραγικών προσώπων. Συχνά είναι παιδιά, αυτά τα παιδιά που εμείς οι Δυτικοί βλέπουμε κατά τη διάρκεια του πολέμου, άλλοτε γελαστά με το σήμα της νίκης μέσα στα χαλάσματα άλλοτε σε απόγνωση, μόνα και τρομοκρατημένα στα ερείπια των νοσοκομείων τους. Σε αυτά δίνει φωνή. Στο «Deadline» ένα παιδί παρατηρεί τη μέσα εικόνα: «Πάλι κόπηκε το ρεύμα/δεν ξέρω πότε θα με σκοτώσουν/ έχω κατουρηθεί/και τρώω τις μύξες μου/το μωρό δίπλα μου/μπλάβισε κι η μάνα/το κοιτάει πέτρα/ κι ο πατέρας σωπαίνει». Και στη συνέχεια δίνει την εικόνα έξω: «φωτοβολίδες έξω/ριπές και βελάσματα/ακούω να πλατσουρίζουν/στο αίμα μπότες ερπύστριες». Και πάλι η εικόνα μέσα: «θέλω τα μάτια να κλείσω/ μα δεν μπορώ/φτύνω γάλα ασβέστη/ανοίγω μια τρύπα στο σκοτάδι/ και χώνομαι κει μέσα βαθιά».
Ένα
παιδί, το παιδί, κάθε παιδί του πολέμου, κακοποιημένο από τον φόβο, την πείνα,
την απειλή, που τίποτα πια δεν έχει να περιμένει, γι’ αυτό και το πλησιάζουν «άγγελοι
ακαμάτες και προφήτες τρισάθλιοι», που το μόνο που έχουν να του πουν είναι
«να κάνεις κουράγιο μπα κι ευδοκήσει και ξαναγεννηθείς σε μήτρα παρένθετη»,
αφού το μόνο λάθος του ήταν η ταυτότητα του, η παλαιστινιακή. Και στην «Ομίχλη»
ένα παιδί ανακαλεί τη νεκρή μανούλα του: «Μακάρι να την είχαν με πνοή/ανθρώπου
αφήσει/τα θηρία/Να μου βαστάει το χέρι/στα τυφλά/να μου αλλάζει τον επίδεσμο/να
μου φιλάει τα πόδια/που πια δεν έχω/δεν ξέρω και χέρια πια αν έχω/Να με
νανουρίζει στη γλώσσα/των ανέμων/να με πλένει σε σαράντα κύματα/αλάτι και ιώδιο/να
μου σφαλνά τα μάτια/να κοιμηθώ στον εφιάλτη/να με αλέθει στο στόμα της/λέξεις
ανθρωπερές/ψωμί να με ζυμώνει/να ταΐζει τα αδέρφια μου».
Η μεγάλη φυγή, τα καραβάνια των προσφύγων που κινούνται από τον ένα τόπο στον άλλο, αυτοί που κλήθηκαν όλα να τα αφήσουν, αυτοί που ξεριζώνονται από τις εστίες τους, αυτοί που όλα τα χάνουν και διαρκώς πορεύονται και πορεύονται. Και γι’ αυτούς υπάρχει μια ποιητική φωνή στη «Λιτανεία» που λέει: «Φύγαμε αξημέρωτα./Μόλις που προλάβαμε./Δεν έμεινε τίποτα όρθιο./Δεν ξέρω πόσα μέτρα πιο μακριά,/εδώ καθόμαστε./Με τα νυχτικά μας./Τα παιδιά κλαίνε./Κλαίω κι εγώ. Κλαίει και η γυναίκα μου./Είμαστε όλο σάλια και κάτουρο./Δεν έχουμε λέξεις./Δεν έχουμε λόγια./Όλο μουρμουρίζουμε./Ακατάληπτα. /Δεν έχουμε και νερό./Διψάμε. Η δίψα/ πιο πολύ και από την πείνα./Λογικό».
Η Μανδάλου μπορεί να συνδέει και να πλέκει νήματα διαχρονικά, να διατρέχει την ιστορία βλέποντας τον κοινό σκελετό της. Εγκατοικείται η ίδια από τον μύθο και την ιστορία, μέσα της βρίσκονται όλα τα πρόσωπα των ανθρώπων που αγωνίζονται, μέσα της βρίσκονται όλες οι καθολικές μορφές αγώνα, όπου κι αν δόθηκαν, όπου κι αν χάθηκαν, όπου κι αν κερδήθηκαν.
Η ποίησή της δεν είναι ρομαντική, δεν είναι γλυκερή, δεν είναι ανακουφιστική, δεν είναι άνετη. Δεν τη διαβάζεις για να κοιμηθείς το βράδυ. Η ποίησή της λειτουργεί σαν χαστούκι σ’ έναν κόσμο που βρίσκεται σε λήθαργο, χαράζει με θόρυβο ανατριχιαστικό την καλογυαλισμένη μας συνείδηση, επιφέρει χτυπήματα σε όλο το ψυχικό μας σώμα. Δεν είναι χαμηλόφωνη, δεν υπονοεί, δεν γυαλίζει τίποτα. Νιώθω ότι διαρκώς απαντά στο ερώτημα που σε μια παλιότερη εποχή έβαζε ο Αναγνωστάκης «μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;». Και απαντά τελικά χρόνια μετά στο μεγάλο ερώτημα για τον λόγο, τον σκοπό, τη λειτουργία της ποίησης. Αυτή αποτελεί τον μάρτυρα των μεγάλων κοινωνικών γεγονότων, αυτή καταγράφει την κίνηση της ιστορίας, πολύ πριν μπουν οι ιστορικοί για να μιλήσουν για τα γεγονότα. Αυτή κουβαλά τον σπαραγμό, την μικροαφήγηση που αποτελεί ταυτόχρονα τη μεγάλη ιστορία, την περιδίνηση των ανθρώπων μέσα στην Ιστορία.
Υπάρχει σε όλα αυτά κάτι απελευθερωτικό; Υπάρχει μια σπίθα ελπίδας μέσα στην καταχνιά; Νομίζω το ποτάμι της θλίψης και εκείνο της οργής και το άλλο του πόνου και εκείνο της αδικίας, νομίζω πως τα ποτάμια αυτά, όπως κυλούν και θρέφουν τις ακτές τους, θα καταλήξουν στη θάλασσα των ανθρώπων, αυτών που δεν θα έχουν πια πουθενά να πάνε και μέσα τους θα μιλούν και θα ζουν χιλιάδες άλλοι. Έτσι και η ηρωίδα της Μανδάλου στην «Ατραπό» : «Κάθεται τώρα εδώ στ’ ακροθαλάσσι, μνημονεύει στίχους παλιών ποιητών στο λουλάκι, ξεμπλέκει τα λόιδα της κι ανοίγει διάπλατα τα μάτια στο κενό, κενό αλαργινό κατοπινών ανθρώπων…»
Στην «Απαγόρευση κυκλοφορίας», πρώτο ποίημα της συλλογής, ο πόλεμος ξεκινά. Το σπουδαίο, μεγαλόσχημο κτήριο, το θηριώδες κτήριο, η «Αλήθεια» παίρνει φωτιά. Αυτοί που το κατοικούν τρέχουν να σωθούν, αυτοί οι «αλλόκοτοι ένοικοι» αλαφιασμένοι αναζητούν τη σωτηρία. Άλλοι σώζονται σ’ έναν λαβύρινθο, άλλοι θα υποστούν τις άγριες συνέπειες του ερχομού των εχθρών. Όμως το κτήριο, που ήταν το σπίτι, η εστία, θα χαθεί για πάντα μες στις φλόγες. Αυτή ήταν η Παλαιστίνη, θα λένε κάποτε;
Η Γάζα δεν είναι απλά το σκηνικό της δράσης. Είναι ο βιβλικός χώρος, εκεί που συναντά κανείς τη μάχη της άγνοιας με τη γνώση όταν «το φίδι αναμετριέται με την Εύα», εκεί όπου «αλιείς και προφήτες απλώνουν την πραμάτεια τους». Είναι ταυτόχρονα ο τραγικός χώρος, όπου παρελαύνουν οι τραγικοί ήρωες. Είναι ο χώρος της Ηλέκτρας που οδεύει προς τον θάνατο παρά το κάλεσμα της ομορφιάς της ζωής, που την προσκαλούσε «στο μονοπάτι της ελιάς/ με τις γλαυκές κυψέλες /τις μηλίτσες ροδιές και κυδωνιές». Είναι ο χώρος του μύθου, των Λαιστρυγόνων και των Κυκλώπων, του Ομήρου, του αρχαίου ποιητή. Είναι ο ιστορικός χώρος, ο Παρνασσός, η Σμύρνη, η Αμμόχωστος, είναι στη Γάζα που μάχεται και αντιστέκεται σήμερα που συναντιούνται «οι πρόγονοί μου, οστά και τέφρα στα λακκώματα». Η Ηλέκτρα βρίσκεται και πεθαίνει σε κάθε μάχη που καλείται να δώσει, στη Γάζα, στο Γιερεβάν της Αρμενίας, στη Μαδρίτη του εμφυλίου, στη Χιλή του Αλιέντε.
Η ποιητική φωνή μοιράζεται σε διάφορα πρόσωπα, ενσαρκώνεται και αναπαράγει τις σκέψεις, τις αγωνίες, τις επιθυμίες όλων των τραγικών προσώπων. Συχνά είναι παιδιά, αυτά τα παιδιά που εμείς οι Δυτικοί βλέπουμε κατά τη διάρκεια του πολέμου, άλλοτε γελαστά με το σήμα της νίκης μέσα στα χαλάσματα άλλοτε σε απόγνωση, μόνα και τρομοκρατημένα στα ερείπια των νοσοκομείων τους. Σε αυτά δίνει φωνή. Στο «Deadline» ένα παιδί παρατηρεί τη μέσα εικόνα: «Πάλι κόπηκε το ρεύμα/δεν ξέρω πότε θα με σκοτώσουν/ έχω κατουρηθεί/και τρώω τις μύξες μου/το μωρό δίπλα μου/μπλάβισε κι η μάνα/το κοιτάει πέτρα/ κι ο πατέρας σωπαίνει». Και στη συνέχεια δίνει την εικόνα έξω: «φωτοβολίδες έξω/ριπές και βελάσματα/ακούω να πλατσουρίζουν/στο αίμα μπότες ερπύστριες». Και πάλι η εικόνα μέσα: «θέλω τα μάτια να κλείσω/ μα δεν μπορώ/φτύνω γάλα ασβέστη/ανοίγω μια τρύπα στο σκοτάδι/ και χώνομαι κει μέσα βαθιά».
Η μεγάλη φυγή, τα καραβάνια των προσφύγων που κινούνται από τον ένα τόπο στον άλλο, αυτοί που κλήθηκαν όλα να τα αφήσουν, αυτοί που ξεριζώνονται από τις εστίες τους, αυτοί που όλα τα χάνουν και διαρκώς πορεύονται και πορεύονται. Και γι’ αυτούς υπάρχει μια ποιητική φωνή στη «Λιτανεία» που λέει: «Φύγαμε αξημέρωτα./Μόλις που προλάβαμε./Δεν έμεινε τίποτα όρθιο./Δεν ξέρω πόσα μέτρα πιο μακριά,/εδώ καθόμαστε./Με τα νυχτικά μας./Τα παιδιά κλαίνε./Κλαίω κι εγώ. Κλαίει και η γυναίκα μου./Είμαστε όλο σάλια και κάτουρο./Δεν έχουμε λέξεις./Δεν έχουμε λόγια./Όλο μουρμουρίζουμε./Ακατάληπτα. /Δεν έχουμε και νερό./Διψάμε. Η δίψα/ πιο πολύ και από την πείνα./Λογικό».
Η Μανδάλου μπορεί να συνδέει και να πλέκει νήματα διαχρονικά, να διατρέχει την ιστορία βλέποντας τον κοινό σκελετό της. Εγκατοικείται η ίδια από τον μύθο και την ιστορία, μέσα της βρίσκονται όλα τα πρόσωπα των ανθρώπων που αγωνίζονται, μέσα της βρίσκονται όλες οι καθολικές μορφές αγώνα, όπου κι αν δόθηκαν, όπου κι αν χάθηκαν, όπου κι αν κερδήθηκαν.
Η ποίησή της δεν είναι ρομαντική, δεν είναι γλυκερή, δεν είναι ανακουφιστική, δεν είναι άνετη. Δεν τη διαβάζεις για να κοιμηθείς το βράδυ. Η ποίησή της λειτουργεί σαν χαστούκι σ’ έναν κόσμο που βρίσκεται σε λήθαργο, χαράζει με θόρυβο ανατριχιαστικό την καλογυαλισμένη μας συνείδηση, επιφέρει χτυπήματα σε όλο το ψυχικό μας σώμα. Δεν είναι χαμηλόφωνη, δεν υπονοεί, δεν γυαλίζει τίποτα. Νιώθω ότι διαρκώς απαντά στο ερώτημα που σε μια παλιότερη εποχή έβαζε ο Αναγνωστάκης «μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;». Και απαντά τελικά χρόνια μετά στο μεγάλο ερώτημα για τον λόγο, τον σκοπό, τη λειτουργία της ποίησης. Αυτή αποτελεί τον μάρτυρα των μεγάλων κοινωνικών γεγονότων, αυτή καταγράφει την κίνηση της ιστορίας, πολύ πριν μπουν οι ιστορικοί για να μιλήσουν για τα γεγονότα. Αυτή κουβαλά τον σπαραγμό, την μικροαφήγηση που αποτελεί ταυτόχρονα τη μεγάλη ιστορία, την περιδίνηση των ανθρώπων μέσα στην Ιστορία.
Υπάρχει σε όλα αυτά κάτι απελευθερωτικό; Υπάρχει μια σπίθα ελπίδας μέσα στην καταχνιά; Νομίζω το ποτάμι της θλίψης και εκείνο της οργής και το άλλο του πόνου και εκείνο της αδικίας, νομίζω πως τα ποτάμια αυτά, όπως κυλούν και θρέφουν τις ακτές τους, θα καταλήξουν στη θάλασσα των ανθρώπων, αυτών που δεν θα έχουν πια πουθενά να πάνε και μέσα τους θα μιλούν και θα ζουν χιλιάδες άλλοι. Έτσι και η ηρωίδα της Μανδάλου στην «Ατραπό» : «Κάθεται τώρα εδώ στ’ ακροθαλάσσι, μνημονεύει στίχους παλιών ποιητών στο λουλάκι, ξεμπλέκει τα λόιδα της κι ανοίγει διάπλατα τα μάτια στο κενό, κενό αλαργινό κατοπινών ανθρώπων…»
** Η Μερόπη
Μανοπούλου είναι φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου