29/6/25

Ως θεατρική απόδοση

Βασίλης Παπαγεωργίου, 20:01, 2024, κεραμικό και ατσάλι, 42 x 26,8 x 2 εκ., παραχώρηση του καλλιτέχνη και της Callirrhoë Gallery. Φωτ. Στάθης Μαμαλάκης.

Της Ευσταθίας Δήμου*

ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΑΡΑΚΗΣ, Οδός Κολοκοτρώνη, εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 92

Με διακριτά τα σημάδια, και σε αυτή τη συλλογή, που τον δένουν με την πρότερη ποιητική του δημιουργία, με τον πυρήνα της ποίησης και της ποιητικής του, ο Σωτήρης Σαράκης παρουσιάζει μια σειρά από νέες συνθέσεις οι οποίες μετεωρίζονται ανάμεσα στη θυμοσοφική διάθεση, τη θρεμμένη από τα υλικά του καθημερινού ανθρώπινου βίου, και σε έναν τύπο θεατρικής απόδοσης που, ορισμένες φορές, φτάνει μέχρι την υπόκριση. Με αυτή τη δεύτερη θα πρέπει να εννοήσουμε την τακτική του ποιητή να εξέρχεται του ποιήματος αφήνοντας πίσω και μέσα σε αυτό μονάχα τη φωνή του. Είναι η αίσθηση του αναγνώστη, καθώς διαβάζει το ποίημα, ότι αυτό δεν του προσφέρεται ως γραφή, αλλά πολύ περισσότερο ως αρθρωμένος λόγος και μάλιστα σε τόνο χαμηλόφωνο, κουβεντιαστό, ενίοτε ψιθυριστό. Είναι ακόμα η εντύπωση ότι το ποίημα γράφτηκε γι’ αυτόν τον ίδιο αποκλειστικά, ότι τον αφορά προσωπικά, ότι σχηματοποιεί για χάρη του την ασχημάτιστη σκέψη του, την αδιαμόρφωτη πράξη του. Εδώ, νομίζω, ότι εντοπίζεται η εξήγηση για την (κρυμμένη) γοητεία των ποιημάτων του Σαράκη. Στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο το ποίημα προσφέρεται σαν κτήμα του αναγνώστη, σαν απόκτημά του για το οποίο –και αυτό είναι το πιο σημαντικό– δεν χρειάστηκε καθόλου να κοπιάσει.
Οι ποιητικές αφορμές του Σαράκη κινούνται, μέσα σε καθεστώς απόλυτης ισορροπίας, ανάμεσα στο συγκεκριμένο και το αφηρημένο. Ή μάλλον κατορθώνουν, με έναν τρόπο ανεπαίσθητο, αθόρυβο, σιγανό, να μετουσιώσουν το συγκεκριμένο σε αφηρημένο, γενικό, καθολικό το οποίο, κατόπιν, εναποτίθεται πάλι στο επίπεδο του ειδικού και εξατομικευμένου. Πρόκειται για μια πορεία που μοιάζει κυκλική και πράγματι είναι. Ο ποιητής ξεκινά από μια εικόνα, μια λέξη, μια έννοια, μια σκέψη η οποία υπάρχει ανεξάρτητα και πέρα από την τέχνη του για να την επεξεργαστεί καλλιτεχνικά, να της δώσει δηλαδή το ύψος το οποίο χρειάζεται προκειμένου να αποκολληθεί από το έδαφος των ασφαλών περιγραμμάτων, να αναχθεί εκεί όπου θα αφορά την ανθρώπινη ύπαρξη γενικά και, έτσι όπως θα ακτινοβολεί από καθολικότητα, να προσληφθεί από τον αναγνώστη κατά μόνας και ξεχωριστά. Να αποτελέσει το έδαφος της εκδίπλωσης του «εγώ» σε σχέση με τον κόσμο και τις δυνάμεις που τον οριοθετούν και τον συνέχουν. Ίσως μόνο η ποίηση μπορεί να το κάνει αυτό, να αποτελέσει δηλαδή τον προσωπικό ερμηνευτή και απολογητή του κάθε ανθρώπου και μάλιστα κατά τρόπο που να καταργεί και να καταλύει την ατομικότητα, να την εντάσσει μέσα σε ένα σχήμα εξάρτησης από τον κόσμο, τις δυνάμεις και τις εκφάνσεις του.
Πέρασε η ώρα πια, και πέρασαν/ τα χρόνια, είναι μεσάνυχτα/ της αύριον και της χθες, είναι μεσάνυχτα/ εκείνης της μυστηριώδους/ ημέρας που δεν είχε αρχή, δεν έχει/ τέλοςˑ τι περιμένεις;// Χαμένο ημερονύχτι ακινητεί μεσάνυχτα καθώς/ πίσω απ’ τις μετρημένες μέρες σου αποκαλύπτεται/ παράλληλη η αυθεντική/ μία και μόνη Ημέρα, ξαφνικά φυλλορροούν/ οι μετρημένες μέρες σου, και οι πιο πολλές/ που πέρασαν και οι λιγοστές/ που θα περάσουνˑ τίποτε/ πια μην περιμένεις. («Μεσάνυχτα»)
Ο Σαράκης είναι ένας περιηγητής μέσα σε ένα τοπίο που θα μπορούσα να ονομάσω «τοπίο της ανθρώπινης περιπέτειας». Είναι οξυδερκής παρατηρητής του γίγνεσθαι και της πορείας που ακολουθούν τα πράγματα κι οι πράξεις, μιας πορείας που εξελίσσεται πάντα σαν ερώτηση και προβληματισμός, κάποιες φορές και σαν κατάφαση στο μεγάλο μυστήριο της ζωής. Κυρίως όμως είναι ο κοινωνός ενός μυστικού που το μεταφέρει ακριβώς έτσι, σαν μυστικό, που έρχεται για να δέσει τους ανθρώπους στην κοινή τους μοίρα που δεν είναι άλλη από την παγίδευση, από την α-πορία η οποία αντιπαλεύεται μόνο από το αίσθημα του συνανήκειν και του συμπάσχειν. Γι’ αυτό και τα ποιήματα, πολλές φορές, μοιάζουν σαν διαλείμματα μέσα στη μεγάλη σιγή που εξυφαίνεται από την ανθρώπινη αμηχανία. Ο λόγος του Σαράκη βγαίνει από τη σιωπή, αναπτύσσεται άλλοτε σαν ένσταση, άλλοτε σαν παράπονο, άλλοτε σαν βεβαιότητα, άλλοτε σαν προβληματική, για να βυθιστεί πάλι σε αυτή αφήνοντας στον αναγνώστη την επιλογή να αρθρώσει το δικό του ύφος -και ήθος- απέναντι σε ό τι αντιλαμβάνεται πως τον ξεπερνά, τον προσπερνά, τον διαπερνά.

*Η Ευσταθία Δήμου είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: