29/6/25

Συνηγορία

Άποψη της έκθεσης «muddy mood» στην γκαλερί Ζουμπουλάκη. Φωτ.: Θανάσης Γάτος.

(υπέρ μιας επαναθεμελίωσης της μαρξικής ερμηνείας του κέρδους)
 
Του Γιώργου Σταμάτη*
 
Σύμφωνα με τον Μαρξ το κέρδος είναι η μορφή εμφάνισης της υπεραξίας. Υπάρχει, όταν υπάρχει υπεραξία. Ως γνωστόν, ο Μαρξ ορίζει την υπεραξία ως την διαφορά μεταξύ της αξίας του καθαρού προϊόντος και της αξίας της εργασιακής δύναμης, από το ξόδεμα της οποίας παρήχθη αυτό το καθαρό προϊόν. Η αξία αυτού του καθαρού προϊόντος είναι ίση με την ζωντανή (=άμεση) εργασία που απαίτησε η παραγωγή του αντίστοιχου ακαθάριστου προϊόντος. Αυτός ο ορισμός προϋποθέτει προφανώς ότι η υπεραξία δύναται να προσδιοριστεί ως ομοιογενές εκτατικό μέγεθος μονοσήμαντα. Από τον ίδιο αυτό ορισμό έπεται ότι, επειδή η αξία της εργασιακής δύναμης είναι ίση με την αξία των εμπορευμάτων που αγοράζουν οι μισθωτοί εργαζόμενοι με αυτήν την αξία εργασιακής δύναμης, δηλ. ίση με την αξία των αντιστοίχων πραγματικών μισθών, η υπεραξία είναι η αξία της διαφοράς μεταξύ του καθαρού προϊόντος και των πραγματικών μισθών, είναι δηλαδή η αξία του υπερπροϊόντος. Συνεπώς ο υπολογισμός της προϋποθέτει τον υπολογισμό τόσο της αξίας (μιας μονάδας) εργασιακής δύναμης όσο και της αξίας (μιας μονάδας) καθενός από τα υπόλοιπα εμπορεύματα.
Η αξία ενός εμπορεύματος, συμπεριλαμβανομένου και του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη, ορίζεται από τον Μαρξ ως η ποσότητα άμεσης και έμμεσης (=νεκρής) αφηρημένης εργασίας, την οποία απαίτησε η παραγωγή μιας μονάδας του σχετικού εμπορεύματος, όπου η έμμεση αφηρημένη εργασία είναι η άμεση και έμμεση αφηρημένη εργασία, την οποία απαίτησε η παραγωγή των αντίστοιχων φθαρέντων μέσων παραγωγής.
Αυτός ο ορισμός της αξίας προϋποθέτει προφανώς ότι η αφηρημένη εργασία είναι ένα ομοιογενές, εκτατικό, απόλυτα μετρήσιμο μέγεθος. Είναι αμφίβολο όμως αν η αφηρημένη εργασία είναι ένα τέτοιο μέγεθος.
Ο Μαρξ προϋποθέτει περαιτέρω ως αυτονόητο ότι η υπεραξία ως ποσότητα δύναται όχι μόνον να οριστεί αλλά και να προσδιοριστεί μονοσήμαντα. Αυτό προφανώς προϋποθέτει ότι οι αξίες των εμπορευμάτων, από τα οποία αποτελείται το υπερπροϊόν, και συνεπώς, επειδή το τελευταίο μπορεί να αποτελείται από οποιαδήποτε εμπορεύματα, ότι οι αξίες όλων των εμπορευμάτων δύνανται να προσδιοριστούν μονοσήμαντα. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό από την συζήτηση για την ύπαρξη ή μη αρνητικών αξιών σε συστήματα παραγωγής σύνθετων εμπορευμάτων, σε ορισμένα από αυτά οι αξίες των εμπορευμάτων δεν δύνανται να προσδιοριστούν.
Θα δείξουμε στα ακόλουθα ότι ακόμη κι αν προϋποθέσει κανείς ότι οι αξίες ως ποσοτικά μεγέθη δύνανται όχι μόνον να οριστούν αλλά και να προσδιοριστούν μονοσήμαντα  ακόμη και τότε η υπεραξία δεν δύνανται να οριστεί, πολύ δε περισσότερο να προσδιοριστεί ως ποσοτικό μέγεθος μονοσήμαντα. Ο λόγος είναι ο εξής: Η εργασιακή δύναμη δεν είναι εμπόρευμα και ως εκ τούτου δεν δύνανται να έχει και δεν έχει αξία. Συνεπώς δεν δύνανται να οριστεί έννοια της αξίας της εργασιακής δύναμης και ως εκ τούτου, καίτοι υπό τις αναφερθείσες προϋποθέσεις  δύνανται να οριστεί η έννοια και να υπολογιστεί μονοσήμαντα το μέγεθος της αξίας του καθαρού προϊόντος, δεν είναι δυνατόν να οριστεί και να προσδιοριστεί μονοσήμαντα η υπεραξία.
Η αξία του καθαρού προϊόντος που παράγει το ξόδεμα μιας ορισμένης ποσότητας εργασιακής δύναμης, δηλ. μια ορισμένη ποσότητα εργασίας, είναι, όπως αναφέραμε ήδη, ίση με την άμεση εργασία που είναι αναγκαία για την παραγωγή του αντίστοιχου ακαθάριστου προϊόντος.
Σύμφωνα με τον Μαρξ η υπεραξία οφείλεται στην ύπαρξη ενός εμπορεύματος ιδίου είδους, συγκεκριμένα της εργασιακής δύναμης, η αξία του οποίου είναι μικρότερη από την αξία του καθαρού προϊόντος που παράγει η χρήση του, δηλ. το ξόδεμά του.
Έτσι η αξία του καθαρού προϊόντος που παράγει μια μονάδα εργασιακής δύναμης είναι ίση με την μονάδα[1] και συνεπώς η υπεραξία είναι θετική, όταν η αξία μιας μονάδας εργασιακής δύναμης είναι μικρότερη της μονάδας ανεξάρτητα από την ποσότητα εργασιακής δύναμης που ξοδεύεται στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση.
Εκ πρώτοις ξενίζει το ότι εδώ η χρήση, το ξόδεμα, η ανάλωση ενός εμπορεύματος στην διαδικασία παραγωγής παράγει μια αξία πέραν της αξίας αυτού του ίδιου ως αναλωθέντος στην ίδια διαδικασία εμπορεύματος. Αυτό δεν συμβαίνει με κανένα εμπόρευμα. Διότι, όπως γνωρίζουμε από τον ίδιο τον Μαρξ, κάθε εμπόρευμα που εισέρχεται σε μια διαδικασία παραγωγής δεν παράγει, πέραν της ίδιας της δικής του αξίας, καμία νέα αξία. Συνεπώς η παραπάνω θέση του Μαρξ για την προέλευση της υπεραξίας δεν δύναται να ευσταθεί και δεν ευσταθεί.
Ας δούμε πώς έχει το πράγμα. Εργασιακή δύναμη είναι η ικανότητα του ατόμου προς παραγωγήν εν γένει χρήσιμων πραγμάτων. Σύμφωνα με τον Μαρξ η εργασιακή δύναμη είναι εμπόρευμα και δη παραγόμενο εμπόρευμα. Η (ανα)παραγωγή της γίνεται, όπως η παραγωγή κάθε άλλου παραγόμενου εμπορεύματος, σε μια διαδικασία παραγωγής, η οποία καθορίζει και την αξία του. Αυτή η τελευταία προκύπτει ως η αξία των μέσων διαβίωσης του φυσικού φορέα της εργασιακής δύναμης, όπως προκύπτει και η αξία κάθε άλλου εμπορεύματος, ως το άθροισμα της αξίας των φθαρέντων μέσων παραγωγής και της άμεσης εργασίας που απαίτησε η παραγωγή του όπου κατά τον Μαρξ η αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης δεν απαιτεί άμεση εργασία. Ωστόσο δεν υπάρχει διαδικασία (ανα)παραγωγής που σκοπό της έχει την (ανα)παραγωγή της εργασιακής δύναμης. Η αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης είναι αποτέλεσμα, όχι σκοπός της διαδικασίας κατανάλωσης των μέσων διαβίωσης που αγοράζουν οι μισθωτοί εργαζόμενοι με την αξία που παίρνουν αντί ό,τινος πούλησαν στους καπιταλιστές, δηλ., κατά τον Μαρξ, αντί της εργασιακής τους δύναμης. Συνεπώς η εργασιακή δύναμη, ακόμη κι αν ήταν εμπόρευμα, δεν θα ήταν παραγόμενο, αλλά θα ήταν μη παραγόμενο εμπόρευμα. Εμπόρευμα, δηλ. αντικείμενο αγοραπωλησίας στην σφαίρα της κυκλοφορίας, είναι η μελλοντική χρήση της (ξόδεμα) στην διαδικασία παραγωγής. Η πραγματική χρήση, το ξόδεμα της εργασιακής δύναμης στην διαδικασία παραγωγής, είναι λειτουργία της εργασιακής δύναμης που συνιστά, ιδίως κατά τον Μαρξ, άμεση εργασία.
Εν διακρίσει προς την ίδια την εργασιακή δύναμη, η μελλοντική χρήση της είναι εμπόρευμα (εκείνο το εμπόρευμα που πωλούν οι μισθωτοί εργαζόμενοι στους καπιταλιστές)[2]. Ως λειτουργία όμως της εργασιακής δύναμης, δεν αποτελεί προϊόν κάποιας διαδικασίας παραγωγής, δεν είναι δηλ. παραγόμενο, αλλά αντιθέτως μη παραγόμενο εμπόρευμα. Συνεπώς έχει τιμή, αλλά δεν μπορεί να έχει και δεν έχει αξία. Τέλος, η χρήση εργασιακής δύναμης στην διαδικασία παραγωγής, η πραγματική της χρήση, συνιστά, κατά τον Μαρξ, άμεση εργασία, η οποία φυσικά δεν μπορεί να είναι και δεν είναι εμπόρευμα και συνεπώς δεν μπορεί να έχει και δεν έχει αξία.
Αυτά συνεπάγονται ότι η υπεραξία δεν μπορεί να οριστεί, όπως την ορίζει ο Μαρξ, ως η διαφορά της αξίας του καθαρού προϊόντος που παράγει μια ορισμένη ποσότητα εργασιακής δύναμης και της αξίας αυτής της ποσότητας εργασιακής δύναμης.
Αλλά ούτε ως η διαφορά μεταξύ του καθαρού προϊόντος, το οποίο παράγει μια ορισμένη ποσότητα χρήσης (ξοδέματος) εργασιακής δύναμης, και της αξίας αυτής της ποσότητας μπορεί να οριστεί, αφού δεν υπάρχει αξία της χρήσης εργασιακής δύναμης.
Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι πλέον δυνατό να ερμηνεύσει κανείς το κέρδος δια της υπεραξίας σε κάθε περίπτωση αυτό δεν είναι δυνατό με τον τρόπο του Μαρξ.
Τα παραπάνω συνηγορούν υπέρ μιας επαναθεμελίωσης της μαρξικής ερμηνείας του κέρδους.
 
*Ο Γιώργος Σταμάτης διετέλεσε καθηγητής Οικονομικής θεωρίας στο Πάντειο Παν/μιο

[1] Προϋποθέτουμε, ως συνήθως, ότι η εργασιακή δύναμη και η χρήση της, δηλ. η εργασία, μετρώνται, ως απόλυτα μεγέθη με το ίδιο μέτρο.
[2] Ακριβώς όπως η χρήση δανεισμένου  χρήματος για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα είναι εμπόρευμα (τιμή του οποίου είναι το επιτόκιο δανεισμού), ενώ το ίδιο το χρησιμοποιούμενο χρήμα δεν είναι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: